Σαν σήμερα, στις 2 Δεκεμβρίου 1946, γεννήθηκε ο πρωτοπόρος, αναπολογητικός και τολμηρός σχεδιαστής μόδας Τζιάνι Βερσάτσε.  Με αφορμή την επέτειο γέννησής του, η αδελφή του Ντονατέλα Βερσάτσε έκανε μια τρυφερή ανάρτηση στο Instagram την ημέρα που ο επιδραστικός σχεδιαστής θα έκλεινε τα 79 του χρόνια.

Η διάδοχος στο τιμόνι του οίκου μετά τη στυγερή δολοφονία του Ντονατέλα μοιράστηκε δύο φωτογραφίες του ιδρυτή του οίκου με μία ανακοίνωση που αλλάζει και το παιχνίδι στην ιταλική μόδα.

«Χρόνια πολλά, Τζιάνι. Σήμερα είναι η μέρα σου και η μέρα που ο οίκος Versace ενώνεται με την οικογένεια Prada. Σκέφτομαι το χαμόγελο που θα είχες στο πρόσωπό σου. Μου λείπεις, πάντα», έγραψε η Ντονατέλα στη λεζάντα που συνοδεύει δύο πορτρέρα του.

Στο πρώτο, από το 1979, ο Βερσάτσε είναι στο ατελιέ του. Ένα χρόνο πριν, το 1978, είχε ανοίξει την πρώτη του μπουτίκ στην οδό Via della Spiga του Μιλάνου. Στο δεύτερο, καθιερωμένος πια, ο Βερσάτσε και η ελίτ της ιταλικής μόδας, οι Βαλεντίνο, Τζόρτζιο Αρμάνι και Μιούτσια Πράντα, ποζάρουν στο φακό του Καρλ Λάγκερφελντ στο Jungle Sound Studio στο Μιλάνο για το Vanity Fair το 1996.

«Το να σχεδιάζεις νέα πράγματα έχει δυσκολία. Αυτό είναι το καλύτερο πράγμα σε αυτή τη δουλειά, και είναι ο κίνδυνος που με ελκύει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο»

Με αφορμή την ημέρα-ορόσημο για τον οίκο, ένας φόρος τιμής στον οραματιστή που απέρριψε κανόνες για να φέρει στη μόδα την ηδονή.

«Δεν πιστεύω στο καλό γούστο», είχε πει κάποτε ο Τζιάνι Βερσάτσε, συνοψίζοντας τη φιλοσοφία του. Και ήταν αυτή η «απώλεια» του συντηρητισμού, η τόλμη του να φλερτάρει με την υπερβολή και τη χυδαιότητα, που τον κατέστησε τον πιο επαναστατικό σχεδιαστή της γενιάς του.

Από τις ελληνικές αρχαιότητες της Καλαβρίας μέχρι τα εκθαμβωτικά μπαρόκ prints του, ο ιδρυτής του ομώνυμου οίκου οικοδόμησε μια αυτοκρατορία αξίας περίπου €750,5 εκατομμυρίων, βασισμένη σε μια απλή, αλλά πανίσχυρη, διακήρυξη: η ομορφιά είναι δύναμη, το σεξ είναι πολυτέλεια.

Ήταν 15η Ιουλίου 1997, όταν η μόδα έχασε έναν ημίθεο της. Ο Βερσάτσε, ο άνδρας που μετέτρεψε το ρούχο σε μια εκρηκτική πράξη ροκ, τέχνης και ωμής σεξουαλικότητας, πυροβολήθηκε θανάσιμα έξω από την έπαυλή του στο Μαϊάμι Μπιτς, σε ηλικία 50 ετών.

Ο θάνατός του ήταν ένα σοκ που «αποστράγγισε» τη ζωή από μια βιομηχανία την οποία ο ίδιος είχε αναδιαμορφώσει ριζικά. Άφησε πίσω του μια ακμάζουσα επιχείρηση με 130 μπουτίκ παγκοσμίως, που κάλυπτε όλο το φάσμα της πολυτέλειας, από φορέματα υψηλής ραπτικής των $30.000 έως τζιν των $50 και είδη σπιτιού με τη χαρακτηριστική Μέδουσα να υπογράφει το ξόρκι του.

«Υπάρχει ένας Βερσάτσε που είναι πολύ συντηρητικός, υπάρχει ένας Βερσάτσε που είναι πολύ τρελός, υπάρχει ένας Βερσάτσε που είναι πολύ θεατράλε… Δεν έχω αποφασίσει ακόμα ποιος επιλέγω να είμαι»

Η δική του αντίληψη για τη μόδα, την οποία εκσυγχρόνισε και την έβαλε δυναμικά στην καρδιά της σύγχρονης κουλτούρας, ήταν αδιαπραγμάτευτη. «Πιστεύω ότι είναι ευθύνη ενός σχεδιαστή να προσπαθεί να σπάει κανόνες και στερεότυπα», είχε δηλώσει. «Είμαι λίγο σαν τον Μάρκο Πόλο, γυρνάω και αναμειγνύω κουλτούρες».

Ο Τζιοβάνι Μαρία «Τζιάνι» Βερσάτσε, γεννημένος στις 2 Δεκεμβρίου 1946, στο Ρέτζιο ντι Καλάμπρια, μεγάλωσε έχοντας ως πρώτο του εργαστήριο το ατελιέ της μητέρας του, Φράνκα. Ήταν εκεί, ανάμεσα σε 45 μοδίστρες, που παρατήρησε την ιεροτελεστία της ραπτικής. Θυμόταν με συγκίνηση ότι η μητέρα του, πριν ξεκινήσει να κόβει το ύφασμα, πάντοτε έκανε τον σταυρό της.

Αυτή η ενδοοικογενειακή παράδοση συνδυάστηκε με την ακαδημαϊκή του μόρφωση στις κλασικές σπουδές και την ανεξίτηλη επιρροή του περιβάλλοντος: «Όταν γεννιέσαι σε ένα μέρος όπως η Καλαβρία και υπάρχει ομορφιά τριγύρω, ένα ρωμαϊκό λουτρό, ένα ελληνικό κατάλοιπο, δεν μπορείς παρά να επηρεαστείς από το κλασικό παρελθόν».

Αν και ο ίδιος είχε πει «Το σχέδιο ήρθε σε μένα. Δεν χρειάστηκε να κινηθώ», τελικά μετακόμισε στο Μιλάνο το 1972, όπου ξεκίνησε να δημιουργεί συλλογές για διάφορους οίκους, προτού ιδρύσει τον δικό του το 1978.

«Ήταν ο πρώτος που συνειδητοποίησε την αξία της διασημότητας στο front row» είχε πει η Άννα Γουίντουρ. «Εκείνος το σχεδίασε και όλοι ακολούθησαν»

Ένας δημιουργός που λάτρευε τους συμβολισμούς, ο Βεστάτσε επέλεξε το σύμβολο της μυθικής Μέδουσας ακριβώς επειδή αντιπροσώπευε τη θανατηφόρα, αρχαία ομορφιά υπογράφοντας τα θέματα του ιταλικού Μπαρόκ, τα ελληνικά μοτίβα και τα ετρουσκικά σύμβολα που υφάνθηκαν στις συλλογές του.

Η αισθητική του, ταυτόχρονα βαθιά ριζωμένη στο παρελθόν και άκρως προκλητική για το παρόν, ήταν μοναδική.

Ο Βερσάτσε ήταν ο πρώτος που έριξε τους τοίχους ανάμεσα στην υψηλή τέχνη και την ποπ κουλτούρα. Ήταν ένας σχεδιαστής που τροφοδοτούσε τους πιο επιφυλακτικούς πελάτες του με την εκλεκτική γνώση του πραγματικού κόσμου.

Αντλούσε έμπνευση από τον δρόμο, τον κινηματογράφο, τη ροκ μουσική, ακόμη και τις πιο σκοτεινές πτυχές της κουλτούρας: τη διασημότητα, το μέταλλο, το πλαστικό και, κυρίως, το bondage, με τα περίφημα φορέματα που ολοκληρώνονταν με δερμάτινους ιμάντες.

Όπως σχολίασε η Ίνγκριντ Σίσι, το έργο του Βερσάτσε ήταν «ένα ημερολόγιο των πραγμάτων που συνέβαιναν στον κόσμο, στην ποπ κουλτούρα». Η κληρονομιά του είναι «μια σπάνια, ιδίως στην εποχή μας, σύνθεση τέχνης, κλασικισμού και ποπ κουλτούρας». Ο Βερσάτσε έκανε τη μόδα μια «κινητή υπογραφή» που κατέτασσε τον φορέα ως συν-σχεδιαστή, ως ενεργό συμμετέχοντα στο παιχνίδι της πρόκλησης.

Η αισθητική του, που συχνά ταυτιζόταν με τη χυδαιότητα λόγω της υπερβολικής προβολής του Μπαρόκ και της σεξουαλικότητας – όπως φάνηκε και μέσα από την λατρεία των ρούχων του στην ταινία Showgirls – ήταν, για τον ίδιο, μια πράξη ελευθερίας.

«Δεν πιστεύω στο καλό γούστο» είχε πει ο σχεδιαστής που λάτρευε να μιλάει μέσα από πατρόν, μοτίβα και μετάξι.

«Μου αρέσει να λέω ιστορίες με τα ρούχα μου. Κάποιες είναι σαδομαζοχιστικές, κάποιες είναι εκλεπτυσμένες, κάποιες είναι βίαιες, κάποιες είναι σοφιστικέ. Πάνω απ’ όλα, η μόδα μου έχει ένα μήνυμα ελευθερίας» είχε πει.

«Δεν ξέρω αν η μόδα μου έχει φιλοσοφική ή διανοητική σημασία, έχει να κάνει με τους ανθρώπους. Ανόητους ή έξυπνους, σικ ή χυδαίους. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι οι ιστορίες τους»

«Θα ήθελα πολύ να δω τα ρούχα μου να φοριούνται από πλούσιους, από φτωχούς, από όλους. Αλλά κυρίως από ανθρώπους χωρίς ταμπού, γιατί αυτό είναι που δηλητηριάζει τη ζωή μας. Ταμπού και στενομυαλιά».

Μάλλον ο πρώτος που αντιλήφθηκε τη μετατόπιση της ισχύος στα μέσα ενημέρωσης, ο Βερσάτσε δημιούργησε το φαινόμενο των Σούπερ Μόντελς – μετατρέποντας τις Ναόμι Κάμπελ, Κλόντια Σίφερ, Λίντα Εβανγκελίστα και Σίντι Κρόφορντ σε παγκόσμια είδωλα, ισάξια με τους ηθοποιούς με επιδείξεις που ήταν φαντασμαγορικά γεγονότα φέρνοντας στη μόδα μια οπεραστική έκλυτη υπερβολή,.

«Ήταν ο πρώτος που συνειδητοποίησε την αξία της διασημότητας στο front row» είχε πει η Άννα Γουίντουρ. «Εκείνος το σχεδίασε και όλοι ακολούθησαν τα βήματά του».

Ο Βερσάτσε κατάφερε να οικοδομήσει το φαινόμενο γιατί δεν φοβόταν τη δημοσιότητα. Για αυτόν ήταν κάτι που μπορούσε να «διαχειριστεί αριστοτεχνικά», κάτι που τη χαιρόταν. Αυτή η αγάπη για το θέαμα και την πρόκληση έκανε τη μόδα του να ξεχωρίζει και να επιβάλλεται παγκοσμίως.

Μετά τον τραγικό θάνατο του Τζιάνι, την ηγεσία του οίκου ανέλαβε η αδελφή του, Ντονατέλα Βερσάτσε. Παρόλο που η απώλεια ήταν καταλυτική – «Είχε τόσα πολλά ακόμη να δώσει στον κόσμο», είχε δηλώσει η ίδια – η Ντονατέλα συνέχισε το όραμα ακολουθώντας τη κεντρική εντολή του Τζιάνι:

«Να είσαι δυνατή και να είσαι αληθινή στον εαυτό σου».

Ο Τζιάνι Βερσάτσε ήταν ένας αναγεννησιακός άνθρωπος που έζησε ήδη στον επόμενο αιώνα. «Μου αρέσει να ζω στο μέλλον χωρίς να ξεχνώ το παρελθόν», είχε πει αυτός ο καλλιτέχνης του στιλ ως πολιτική πράξη ελευθερίας.

«Η μόδα, για μένα, γεννιέται και πεθαίνει κάθε μέρα» είχε πει και ως τέτοια είναι αιώνια, όπως ο ίδιος.