[…]

Στις σημερινές συνθήκες (σ.σ. Μάιος 1977) που επικρατούν στην Ιταλία, όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα εξακολουθεί ν’ αγωνίζεται για την ολοκλήρωση του «ιστορικού συμβιβασμού» συνεργασίας και συγκυβερνήσεως της χώρας με τους Χριστιανοδημοκράτες, ορισμένες βασικές απόψεις του Γκράμσι, η ουσία του ειδικού του θεωρητικού μηνύματος, φαίνονται ξεπερασμένες.

Τουλάχιστον έτσι διατείνεται ο ίδιος ο Μπερλίνγκουερ, που, στο λόγο που έβγαλε στο Κάλιαρι για να γιορτάσει την επέτειο του θανάτου του Γκράμσι, δε δίστασε να διακηρύξει τα εξής:

«Στα σαράντα χρόνια που πέρασαν πολλά πράγματα άλλαξαν στον κόσμο και την Ιταλία. Όλα όσα κάναμε (επί Τολιάτι, Λόνγκο, Μπερλίνγκουερ) δεν βρίσκονται στον Γκράμσι. Θα πω μάλιστα ότι πολλές από τις αποφάσεις και τις κατακτήσεις μας, που χαρακτηρίζουν την πολιτική μας από σαράντα τώρα χρόνια, αποτελούν πραγματικούς νεωτερισμούς σε σχέση με το έργο του και τη σκέψη του». Αυτό που απομένει, τόνισε ο Μπερλίνγκουερ, είναι η αντιδογματική μέθοδος του Γκράμσι, που «μας έμαθε να μη μεταβάλλουμε το μαρξισμό –και επομένως και τη σκέψη του– σ’ ένα σύνολο από κανόνες και φόρμουλες, καθορισμένες μια για πάντα. Με τον Γκράμσι μάθαμε να εμπνεόμαστε από τον μαρξισμό κατά τρόπο κριτικό και δημιουργικό».

Ο αστικός ιταλικός και παγκόσμιος Τύπος δεν παρέλειψε να παρατηρήσει με ειρωνεία ότι, κατά κάποιο τρόπο, ο Μπερλίνγκουερ έθαψε για δεύτερη φορά τον Γκράμσι, και τώρα ίσως για τα καλά (όπως τον Μαρξ και τον Λένιν προηγούμενα), κάτω από σωρό λουλούδια της Ιταλικής Ανοίξεως.

[…]


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 22.5.1977, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Αλλά ποιος ήταν ο Αντόνιο Γκράμσι, και ποιες καινούργιες ιδέες ανέπτυξε στην εποχή του;

Από τριάντα χρόνια τώρα η βιβλιογραφία η σχετική με το έργο του δεν παύει να ογκώνεται, αν κι’ αυτό περιορίζεται κυρίως σ’ ό,τι έγραψε, διαβάζοντας και σχολιάζοντας, μέσα στις φυλακές του Μουσολίνι, από το 1926 έως το 1934.

Ο Αντόνιο Γκράμσι γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1891. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο φιλοσοφία και ιταλική φιλολογία. Από τα χρόνια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου αναμιγνύεται στο σοσιαλιστικό κίνημα της χώρας και συνδέεται τότε με τον Τολιάτι, εκδίδοντας την «Κραυγή του Λαού». Το 1918 ονομάζεται συντάκτης του «Αβάντι» και το 1919 εκδίδει το περίφημο όργανο «Όρντινε Νουόβο» («Νέα Τάξη»), στο οποίο δημοσιεύθηκε το 1920 το ιστορικό μανιφέστο «Για το Συνέδριο των Εργοστασιακών Συμβουλίων. Έκκληση σ’ όλους τους εργάτες και αγρότες της Ιταλίας».

Έχει ήδη αναδειχθεί στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ιταλίας, και το 1921 παίρνει μέρος στο σχηματισμό του Κομμουνιστικού Κόμματος και εκλέγεται στην Κεντρική Επιτροπή του.

Το 1922 το Κόμμα περνά στην παρανομία, ύστερα από τη νίκη του φασισμού, αλλά ο Γκράμσι βρίσκεται στη Μόσχα. Ξαναγυρνά στην Ιταλία το 1924 και μένει ελεύθερος έως τον Νοέμβριο του 1926, οπότε και συλλαμβάνεται. Στη φυλακή παραμένει αδιάλειπτα έως το 1934, οπότε, άρρωστος πια σοβαρά, απελευθερώνεται υπό αστυνομική επιτήρηση. Το 1937 πεθαίνει ύστερα από εγκεφαλική αιμορραγία.

Φυλακισμένος ο Γκράμσι έγραψε τις περίφημες Σημειώσεις του, που περικλείνουν την ουσία των απόψεων που τον έκαμαν διεθνώς διάσημο.

Ένα από τα κύρια προβλήματα που απασχολούν τον Γκράμσι στη φυλακή είναι οι διαφορές που υπήρχαν ήδη στην εποχή του ανάμεσα σε ανατολικές χώρες, όπως π.χ. η τσαρική Ρωσία, και σε δυτικές.

Ο Γκράμσι θέτει αυτό το πρόβλημα για έναν πραγματικό σκοπό: ποια τακτική πρέπει ν’ ακολουθήσει η επαναστατική πρωτοπορία στη Δύση για να φθάσει στην κατάληψη της εξουσίας, αφού η σύνθεση των κοινωνιών, η δομή τους σ’ αυτόν το χώρο, δεν μπορούσε να εξομοιωθεί μ’ εκείνη της Ρωσίας.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 22.5.1977, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Γκράμσι αναπτύσσει πρώτα-πρώτα την έννοια της «ηγεμονίας», χρησιμοποιώντας τον ελληνικό όρο, που ωστόσο τον βρίσκουμε επίσης σε πολλούς άλλους μαρξιστές πριν από τον Γκράμσι. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται ευρύτατα στην τσαρική Ρωσία από περίφημους σοσιαλδημοκράτες θεωρητικούς της εποχής, όπως ο Πλεχάνωφ […]. Τον ελληνικό αυτόν όρο τον βρίσκουμε επίσης τόσο στον Λένιν όσο και στον Τρότσκυ, καθώς επίσης και σε διάφορους άλλους μαρξιστές της Τρίτης Διεθνούς.

Πρόκειται πάντα για τον ηγεμονικό ρόλο που μπορεί και πρέπει να παίξει το προλεταριάτο στο διάστημα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, απέναντι κυρίως της αγροτιάς.

Ο Γκράμσι χρησιμοποιεί κατ’ αρχήν αυτή την έννοια για να κατοχυρώσει την απαραίτητη κατ’ αυτόν πλατιά κοινωνική συμμαχία ανάμεσα στο προλεταριάτο και άλλα στρώματα, ιδίως την αγροτιά, εναντίον του κεφαλαίου. Το καινούργιο στον Γκράμσι είναι ότι τονίζει ιδιαίτερα την πνευματική διάσταση της «ηγεμονίας».

Αργότερα ο Γκράμσι εμβαθύνει περισσότερο στην έννοια της «ηγεμονίας» και μιλά για την ανάγκη στην οποία θα βρεθεί το προλεταριάτο «ν’ απορροφήσει συμμαχικές κοινωνικές δυνάμεις», ώστε να δημιουργηθεί «νέο, ομοιογενές πολιτικό – οικονομικό ιστορικό μπλοκ, χωρίς εσωτερικές αντιθέσεις».

Χάρη σ’ αυτές τις έννοιες ο Γκράμσι θα επιχειρήσει μια διαφορετική ανάλυση των δομών της αστικής εξουσίας στη Δύση.

Ο Γκράμσι θεωρεί πως η υπεροχή μιας ορισμένης κοινωνικής ομάδας εξασφαλίζεται είτε με καταπιεστική «κυριαρχία» είτε με «διανοητική και ηθική διεύθυνση» και υπεροχή.

Σε χώρες όπως η τσαρική Ρωσία το Κράτος κυριαρχεί πάνω στην κοινωνία των ιδιωτών, των πολιτών, φανερά, άμεσα, καταπιεστικά. Στις δυτικές ωστόσο χώρες, όπου λειτουργεί η πολιτική αντιπροσωπευτική, κοινοβουλευτική δημοκρατία, φαινομενικά τουλάχιστον, η κοινωνία των πολιτών έχει την εντύπωση πως ηγεμονεύει πάνω στο Κράτος, που κυβερνά με ελεύθερη συγκατάθεση των πολιτών.

Κατά τον Γκράμσι η ηγεμονία είναι το αντίθετο της κυριαρχίας, γιατί ασκείται με την κοινή συγκατάθεση, ενώ η κυριαρχία επιβάλλεται με την καταπίεση. Υπάρχει επομένως διαφορά ουσιαστική στον τρόπο που μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί το Κράτος στις ανατολικού τύπου κοινωνίες και στις δυτικές.

Στις δυτικές δημοκρατικές χώρες η έννοια του Κράτους για τις μάζες είναι διαφορετική. Θεωρούν σε τελευταία ανάλυση ότι είναι αυτές που το καθορίζουν, που το διευθύνουν, πράγμα που σημαίνει ότι το Κράτος εμφανίζεται να λειτουργεί όχι στηριζόμενο στην ανοιχτή καταπίεση, αλλά στην κοινή, ελεύθερη συγκατάθεση των πολιτών.

Ο Γκράμσι ωστόσο τόνισε καθαρά πως ακόμα και στη Δύση, ακόμα και στην πιο δημοκρατική αστική χώρα, το Κράτος είναι ένας συνδυασμός βίας και συγκατάθεσης, χωρίς να ξεδιαλύνει τον ακριβή συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στα δυο αυτά στοιχεία. Γι’ αυτό και ορισμένοι σήμερα χρησιμοποιούν τον Γκράμσι για να θεωρητικοποιήσουν τη δυνατότητα «περάσματος στον σοσιαλισμό» με τον «κοινοβουλευτικό» και μόνο δρόμο.

Ωστόσο, ο ίδιος, παρά τις αναμφισβήτητες αμφιλογίες στις καινούργιες έννοιες και προτάσεις που δημιούργησε, δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν απολογητής του ρεφορμισμού. Στο τελευταίο του ντοκουμέντο, την έκκλησή του προς την Ιταλική Εργατική Τάξη, που θεωρείται σαν η πολιτική του διαθήκη, ο Γκράμσι τονίζει το εξής: «Η βίαιη κατάκτηση της εξουσίας απαιτεί τη δημιουργία Κόμματος της εργατικής τάξης στρατιωτικής στρουχτούρας, που νάχει διεισδύσει σ’ όλους τους κλάδους του αστικού κρατικού μηχανισμού, ικανού να του καταφέρει καίρια χτυπήματα την αποφασιστική στιγμή της πάλης».

Τέτοια αντίληψη συναγωνίζεται επάξια την πιο «λενινιστική» παράδοση στο ζήτημα του Κράτους και της Επανάστασης, κι’ εξηγεί γιατί ο Μπερλίνγκουερ θεωρεί πως ο Γκράμσι είναι τώρα κι’ αυτός ξεπερασμένος. Σήμερα ο Μπερλίνγκουερ διακηρύσσει ανοιχτά πως στην Ιταλία δεν υπάρχει πια «το φασιστικό Κράτος» που ενέπνευσε τις θεωρητικές ανατάσεις του Γκράμσι, αλλά «η Δημοκρατία μας, που γεννήθηκε από την ήττα του φασισμού και τη νίκη της Αντίστασης», δηλαδή ένα Κράτος στο οποίο το πανίσχυρο εργατικό κίνημα είναι σε θέση να αποκτήσει μια «ηγεμονική» θέση με τον «κοινοβουλευτικό δημοκρατικό δρόμο».

[…]


*Άρθρο-ανταπόκριση από το Παρίσι του Μ. Ν. Ράπτη, που έφερε τον τίτλο «Από τον Γκράμσι στον Μπερλίνγκουερ» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 22 Μαΐου 1977.

Ο συντάκτης του άρθρου δεν είναι άλλος από τον Μιχάλη Ράπτη (1911-1996), ευρέως γνωστό ως Πάμπλο (Michel Pablo), ηγετική μορφή του διεθνούς τροτσκιστικού κινήματος.

Ο ιταλός στοχαστής και πολιτικός Αντόνιο Γκράμσι έφυγε από τη ζωή στις 27 Απριλίου 1937, σε ηλικία 46 μόλις ετών.

Ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ (ή Μπερλινγκουέρ, 1922-1984), γενικός γραμματέας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος από το Μάρτιο του 1972 έως τον Ιούνιο του 1984, υπήρξε ο εισηγητής του όρου «ιστορικός συμβιβασμός».