Υπήρξε μια περίοδος που ο Βλαντίμιρ Πούτιν έλεγε ότι δεν φοβόταν την επέκταση του ΝΑΤΟ, μια εποχή που η Κίνα ήταν ανοιχτή στο διάλογο με τη Δύση και η Βρετανία είχε επικεφαλής έναν πρωθυπουργό που ήθελε περισσότερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Αρχεία της βρετανικής κυβέρνησης, που δόθηκαν στη δημοσιότητα στις 30 Δεκεμβρίου και καλύπτουν την περίοδο 2000-2002, σκιαγραφούν μια εποχή που φαίνεται να ανήκει στο παρελθόν, μια εποχή που ο Τόνι Μπλερ βρισκόταν στο απόγειό του στην Ντάουνινγκ Στριτ.

Εκείνη την εποχή, ο ακροδεξιός υποψήφιος Ζαν-Μαρί Λεπέν είχε μόλις φτάσει στον δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών (Απρίλιος 2002) και, ως εκ τούτου, ο πρωθυπουργός των Εργατικών ανησυχούσε ότι οι Βρετανοί θα ένιωθαν περιθωροποιημένοι από την παγκοσμιοποίηση.

Περί «παραδοσιακών» αξιών

Σε ένα χειρόγραφο σημείωμα, ο Μπλερ γράφει ότι «σε έναν κόσμο που αλλάζει, οι άνθρωποι θέλουν κάποια επαναβεβαίωση των παραδοσιακών αξιών» και ότι η κυβέρνησή του έχει δίκιο να αντιμετωπίζει τις ανησυχίες των εργατικών τάξεων για τη μετανάστευση. Αυτές οι συζητήσεις θα επανέλθουν στην επιφάνεια τη στιγμή του δημοψηφίσματος για το Brexit το 2016.

Αυτά τα κυβερνητικά έγγραφα, που δόθηκαν στη δημοσιότητα όπως προβλέπει η νομοθεσία από τα Αρχεία του Κράτους 20 χρόνια αργότερα, καλύπτουν επίσης την εκλογή του προέδρου Τζορτζ Ουόκερ Μπους στις ΗΠΑ, τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, την εισβολή στο Αφγανιστάν και την προετοιμασία για εκείνη του Ιράκ.

Το Λονδίνο είχε εργαστεί τότε για να εξασφαλίσει ότι ο Τόνι Μπλερ θα προσκληθεί το συντομότερο δυνατό στην Ουάσιγκτον για να συναντήσει τον Μπους και την ομάδα του και να ενισχύσει τη σχέση μεταξύ των δύο συμμάχων.

Διαφορετικά, «η ακροδεξιά και η άκρα αριστερά θα εργαζόντουσαν για να αποξενώσουν το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ, όπως θα έκαναν άλλες χώρες όπως η Ρωσία και η Γαλλία», αναφέρει σε διπλωματικά τηλεγραφήματα ο Βρετανός πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον, Κρίστοφερ Μάγιερ, μετά τη συνάντηση με τον αντιπρόεδρο Ντικ Τσένι τον Ιανουάριο του 2001. «Ο πρωθυπουργός (Μπλερ) ήταν αποφασισμένος να αποτρέψει κάτι τέτοιο».

Στη συνέχεια, ο Τόνι Μπλερ θα εμπλέξει τη χώρα του στην εισβολή στο Αφγανιστάν το 2001 μαζί με τις ΗΠΑ και σε αυτή του Ιράκ το 2003, μια απόφαση που θα αποδειχθεί μοιραία για την ενότητα του Εργατικού Κόμματος.

Όταν οι Βρετανοί «καλοέβλεπαν» τους Κινέζους ηγέτες

Τα αρχεία δείχνουν επίσης Βρετανούς υπουργούς και επιχειρηματίες, πρόθυμους να επωφεληθούν από την υιοθέτηση εμπορικών μεταρρυθμίσεων από τους κομμουνιστές ηγέτες της Κίνας.

Τον Απρίλιο του 2001, ο Τόνι Μπλερ έγραψε στον τότε Κινέζο πρόεδρο, Τζιάνγκ Ζεμίν, να μεσολαβήσει για την τύχη του πληρώματος ενός αμερικανικού κατασκοπευτικού αεροπλάνου που κρατήθηκε από το Πεκίνο μετά από σύγκρουση με κινεζικό αεροπλάνο.

Ο πρόεδρος Μπους θα ευχαριστούσε αργότερα τον Τόνι Μπλερ σε ένα χειρόγραφο σημείωμα για τη βοήθειά του στην υπόθεση.

Παρά αυτό το περιστατικό, οι σχέσεις Κίνας-Δύσης φαίνονταν, σε γενικές γραμμές, πολύ πιο θερμές πριν από 20 χρόνια σε σύγκριση με τις τωρινές.

Όσον αφορά τις σχέσεις Κίνας-Ηνωμένου Βασιλείου, σήμερα πολύ τεταμένες, «η σύντομη απάντηση είναι ότι είναι πολύ καλές, και η Κίνα πιστεύει το ίδιο πράγμα», επιβεβαιώνει η διπλωματική ομάδα του Τόνι Μπλερ το Νοέμβριο του 2002.

Ο Βρετανός πρωθυπουργός είχε συναντηθεί με τον Κινέζο ομόλογό του, Ζου Ρονγκτζί, τον Σεπτέμβριο του 2002 σε μια σύνοδο κορυφής του ΟΗΕ στη Νότια Αφρική. «Ο Ζου αστειεύτηκε ότι, αν και η δουλειά του ήταν δύσκολη, είχε ένα πλεονέκτημα έναντι του πρωθυπουργού», ανέφερε ένα σημείωμα από την Ντάουνινγκ Στριτ. «Δεν είχε να αντιμετωπίσει κόμμα της αντιπολίτευσης».

Σύμφωνα με το σημείωμα, ο Ζου πίστευε ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ πρέπει να συμμορφωθεί με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και να επιτρέψει την επιθεώρηση όπλων.

«Αλλά η Κίνα ήταν αντίθετη σε στρατιωτικά πλήγματα στο Ιράκ», φέρεται να είπε ο Ζου στον Τόνι Μπλερ.

Τέτοιοι βομβαριδσμοί «θα είχαν πιθανώς συνέπειες, που δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί», φέρεται να είπε, ζητώντας περισσότερη «υπομονή και σοφία».

Πούτιν όπως Σαρλ ντε Γκωλ

Τον Ιανουάριο του 2001, ένα σημείωμα από την Ντάουνινγκ Στριτ συνοψίζει την επικοινωνία μεταξύ του Μπλερ και του Πούτιν, ο οποίος είχε γίνει πρόεδρος της Ρωσίας ένα χρόνο νωρίτερα.

«Σχετικά με το ΝΑΤΟ, ο Πούτιν είπε στον πρωθυπουργό στη Μόσχα ότι δεν θέλει να τον βλέπουν ως κάποιον που εναντιώνεται στο ΝΑΤΟ και ότι δεν θα προσπαθήσει να επιβραδύνει τη διαδικασία διεύρυνσης του ΝΑΤΟ».

Ωστόσο, ο τότε Ρώσος υπουργός Άμυνας, στρατάρχης Ιγκόρ Σεργκέγιεφ, προειδοποιούσε στη συνέχεια τη Συμμαχία ότι οποιαδήποτε περαιτέρω διεύρυνση θα ήταν ένα «μείζον πολιτικό λάθος», που θα απαιτούσε από τη Μόσχα να λάβει «τα κατάλληλα μέτρα».

Ο Μπλερ υποστήριζε ότι ο Πούτιν πρέπει να έχει θέση στο διεθνές «τραπέζι κορυφής», παρά τους έντονους ενδοιασμούς αξιωματούχων για τον τότε νέο Ρώσο πρόεδρο. Όπως αποκαλύπτουν τα κρατικά έγγραφα, ο τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας πίστευε ότι ο πρώην πράκτορας της KGB ήταν κατά βάθος ένας «Ρώσος πατριώτης» και ότι ήταν σημαντικό να «τον ενθαρρύνουμε να υιοθετήσει τις δυτικές αξίες».

Αλλά στο παρασκήνιο, αξιωματούχοι εξέφραζαν φόβους ότι ο Ρώσος πρόεδρος αντιπροσώπευε μια επιστροφή στις παλιές συμπεριφορές του Ψυχρού Πολέμου και έγειραν αμφιβολίες αν μπορούσαν να τον εμπιστευτούν.

«Η πρόοδος του Πούτιν»

Ένα εσωτερικό ενημερωτικό σημείωμα της Ντάουνινγκ Στριτ τον Ιανουάριο του 2001 – μόλις ένα χρόνο μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Πούτιν – με τίτλο «Η πρόοδος του Πούτιν» υπογράμμιζε τις ανησυχίες, συμπεριλαμβανομένης της αναζωπύρωσης των ρωσικών κατασκοπευτικών δραστηριοτήτων.

«Παρά τη θέρμη της ρητορικής τού Πούτιν για τους στενούς δεσμούς μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένου Βασιλείου, η προσπάθεια των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών εναντίον βρετανικών στόχων παραμένει σε υψηλό επίπεδο», αναφέρει το σημείωμα.

Τα αρχεία απαριθμούν μια σειρά από διαβεβαιώσεις που έδωσε ο Πούτιν στον Μπλερ κατά τις συναντήσεις τους σε διάφορες διεθνείς συνόδους κορυφής, οι οποίες αποδείχθηκαν ψευδείς.

Αυτές περιλάμβαναν την υποστήριξη της σκληρής γραμμής της Δύσης για την αντιμετώπιση του Σαντάμ Χουσεΐν και τις δεσμεύσεις ότι η Μόσχα θα σταματήσει να προμηθεύει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Σχετικά με τη βύθιση του ρωσικού υποβρυχίου Kursk με τον θάνατο και των 118 μελών του πληρώματος, τα αρχεία αναφέρουν ότι ενώ ο Πούτιν ευχαρίστησε τον Μπλερ για την προσφορά βοήθειας, Ρώσοι αξιωματούχοι εμπόδισαν την παράδοσή της, ενώ διέδιδαν ψευδείς φήμες ότι ήταν αποτέλεσμα σύγκρουσης με ένα βρετανικό υποβρύχιο.

Το δώρο του Μπλερ στον Πούτιν

Στις συνομιλίες του με τον αντιπρόεδρο Ντικ Τσένι στο Καμπ Ντέιβιντ, ο Μπλερ συνέκρινε τον Πούτιν με τον Γάλλο πρόεδρο Σαρλ ντε Γκωλ.

«Ο πρωθυπουργός τον περιέγραψε ως έναν Ρώσο πατριώτη, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η Ρωσία είχε χάσει τον σεβασμό της στον κόσμο. Το να τον περιγράψει ως ένα Ρώσο ντε Γκωλ θα ήταν παραπλανητικό, αλλά είχε παρόμοια νοοτροπία», ανέφερε το σημείωμα της συνάντησης.

«Αυτός (ο Μπλερ) καταλάβαινε ότι ο Πούτιν είχε χαμηλό ποσοστό αποδοχής στις ΗΠΑ. Όμως σκέφτηκε ότι ήταν καλύτερο να επιτρέψει στον Πούτιν να πάρει μια θέση στο τραπέζι ανώτατων παγκόσμιων ηγετών και να ενθαρρύνει τον Πούτιν να προσεγγίσει τις δυτικές συμπεριφορές, καθώς και το δυτικό οικονομικό μοντέλο».

Όποιες κι αν είναι οι εντάσεις με τον ηγέτη στο Κρεμλίνο, τα αρχεία δείχνουν επίσης πώς έπρεπε να τηρηθούν διπλωματικές ορθότητες.

Όταν ο Μπλερ ταξίδεψε στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 2001, ένας αξιωματούχος της Ντάουνινγκ Στριτ τον ενημέρωσε: «Θα θυμάστε ότι ο Πούτιν σας ζήτησε να έρθετε στην πραγματικότητα για να γιορτάσετε τα γενέθλιά του την Κυριακή, γι’ αυτό φέρνουμε ένα σετ από τα νέα ασημένια μανικετόκουμπα της Ντάουνινγκ Στριτ ως δώρο – θα είναι ο πρώτος ηγέτης που θα τα έχει».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ