Τα βλέμματα του πλανήτη στράφηκαν πάνω του όταν στις 24 Φεβρουαρίου δέχθηκε επίθεση και καταλήφθηκε από τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις. Οι ουκρανοί υπερασπιστές του φέρονταν να το είχαν υπερασπιστεί με γενναιότητα και να έπεσαν ηρωικά αρνούμενοι να παραδοθούν. Η εικόνα ωστόσο άρχισε να αλλάζει ήδη από την Κυριακή καθώς οι Ρώσοι με ανάρτηση βίντεο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης υποστήριζαν πως οι ουκρανοί στρατιώτες ήταν ζωντανοί, γεγονός που επιβεβαιώθηκε χθες το μεσημέρι και από την ουκρανική πλευρά.

Ποιο είναι λοιπόν το νησάκι Λευκή, κατ’ άλλους Οφιούσα ή Φιδονήσι ή Νήσος των Μακάρων, στον Εύξεινο Πόντο, ανατολικά των εκβολών του Δούναβη; Ποιες ιστορίες από τα βάθη των αιώνων κουβαλά στα μόλις 0,17 τ.χλμ. της τούτη η άγνωστη – για τον μέσο πολίτη – κουκκίδα στον παγκόσμιο χάρτη, ώστε μέσα σε ελάχιστα εικοσιτετράωρα το όνομά της να βρεθεί στις πρώτες θέσεις των διαδικτυακών μηχανών αναζήτησης; Να είναι η ομολογουμένως ενδιαφέρουσα σύνδεση του νησιού με την ελληνική μυθολογία ή ο ρόλος του ως μήλου της Εριδος στις ισορροπίες της ψυχροπολεμικής Ευρώπης;

Ακατοίκητο από την αρχαιότητα, το νησάκι με το λευκό μάρμαρο θεωρήθηκε ως ο κατάλληλος τόπος για να φιλοξενήσει την τελευταία κατοικία του αήττητου στο πεδίο της μάχης Αχιλλέα. «Θα βλέπεις τον πολυαγαπημένο μας τον Αχιλλέα που κατοικεί σ’ ένα νησί κοντά στη λευκή ακτή, στο πέρασμα του Ευξείνου», λέει η Θέτις στον σύζυγό της Πηλέα, στην «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη. Γύρω από τον τάφο του δεν άργησε να αναπτυχθεί λατρεία κι ο ήρωας, η οργή του οποίου αποτέλεσε την αφορμή για τη σύνθεση της «Ιλιάδας», άρχισε να τιμάται ως σωτήρας και ποντοκράτορας στην ευρύτερη περιοχή της Ολβίας Ποντικής, του μεγαλύτερου πολιτικού – οικονομικού – πολιτιστικού κέντρου στα βορειοδυτικά του Εύξεινου Πόντου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο λέσβιος ποιητής του 6ου αι. π.Χ. Αλκαίος τον αποκαλεί «άρχοντα του Πόντου».

Ευρήματα

Τα πρωιμότερα ευρήματα κεραμικής δείχνουν πως η λατρεία στον χώρο ξεκίνησε στα τέλη του 7ου με αρχές του 6ου αι. π.Χ. Η «παρουσία» του Αχιλλέα όχι απλώς άντεξε στον χρόνο, αλλά, όπως παραδίδει ο ιστορικός Αρριανός – γνωστός κυρίως για την εξιστόρηση της εκστρατείας του Αλεξάνδρου – στο έργο του «Περίπλους του Ευξείνου Πόντου», την περίοδο 130-131 μ.Χ. το νησί εξακολουθούσε να αποκαλείται Αχιλλέως Νήσος ή Αχιλλέως Δρόμος και Λευκή. Η διάρκεια και η δημοτικότητα του ιερού άλλωστε επιβεβαιώνονται και από τις αρχαιολογικές ανασκαφές που αποκάλυψαν μεγάλο αριθμό νομισμάτων από κάθε γωνιά του τότε γνωστού κόσμου σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας.

Στο ακατοίκητο νησί υπήρχε ένας ναός αφιερωμένος στον ήρωα, όπως επίσης ένα παλιό ξόανο και αρκετές κατσίκες, οι οποίες αποτελούσαν προσφορά στον Αχιλλέα από τους πιστούς, μαζί με πολλά ακόμη αναθήματα, όπως αγγεία και πολύτιμοι λίθοι, επιγράμματα τόσο στην ελληνική όσο και τη ρωμαϊκή γλώσσα προς τιμήν του Αχιλλέα, χωρίς να απουσιάζουν και οι αναφορές στον Πάτροκλο, καθώς στη ραψωδία ω της «Οδύσσειας», κατά τη Δεύτερη Νέκυια, ο Αγαμέμνων διηγείται στον Αχιλλέα τη διαδικασία που ακολούθησαν οι Αχαιοί για την ταφή του. Και του επισημαίνει ότι μέσα στον χρυσό αμφορέα που έφερε η μητέρα του – δώρο του Διονύσου και έργο του Ηφαίστου – τοποθετήθηκαν τα οστά του αναμεμειγμένα με εκείνα του στενού του φίλου Πατρόκλου, μετά την ολοκλήρωση της ταφικής πυράς.

Μαντείο

Το ιερό, όπως μαρτυρούν και τα αφιερώματα, ήταν αρκετά πλούσιο, γεγονός που οφείλεται στο ότι λειτουργούσε και ως μαντείο, σύμφωνα με τον μεταξύ άλλων ιστορικό, γεωγράφο, πολιτικό, στρατιωτικό και άριστο γνώστη της περιοχής Αρριανό, καθώς είχε διατελέσει έπαρχος της Καππαδοκίας. Οι πιστοί που απευθύνονταν στον Αχιλλέα για να πάρουν χρησμό έπρεπε να έχουν μαζί τους κάποια προσφορά. Αν επρόκειτο για ζώο, οι ιερείς αποφαίνονταν αν θα έπρεπε να θυσιαστεί επί τόπου ή να αφεθεί ελεύθερο στο νησί. Υπήρχαν ωστόσο και οι περιπτώσεις των προσκυνητών που κατέληγαν στη Λευκή όχι από επιλογή, αλλά από ανάγκη, κατά κύριο λόγο εξαιτίας της κακοκαιρίας. Οι υπεράνω της θέλησής τους λόγοι που τους εξωθούσαν να αγκυροβολήσουν στο νησί δεν τους απάλλασσαν από την υποχρέωση της προσφοράς προς τον λατρευόμενο ήρωα. Οφειλαν να θυσιάσουν ένα από τα ζώα που βρίσκονταν στο νησί πληρώνοντας ένα ποσό, που στη διαδρομή μπορεί να αποδεικνυόταν ανεπαρκές. Το ύψος του καθοριζόταν ουσιαστικά από τη συμπεριφορά του ζώου. Αν την ώρα που παραδιδόταν στους ιερείς δεν επιχειρούσε να φύγει, η αρχική προσφορά των πιστών θεωρούνταν ικανοποιητική. Αν το ζώο έφευγε, η τιμή ανέβαινε μέχρι το ζωντανό να μείνει ακίνητο.

Ενδιαφέρον έχει και η διάσταση της επιφάνειας του Αχιλλέα όχι μόνο στους προσκυνητές του ιερού του, αλλά και σε όσους ήταν εν πλω στη θαλάσσια περιοχή πέριξ του νησιού. Ο Αρριανός υποστηρίζει ότι ο ήρωας εμφανιζόταν στον ύπνο όσων ταξίδευαν είτε για να τους συμβουλεύσει σχετικά με την πιο ασφαλή ρότα είτε για να τους αποκαλύψει ένα απάνεμο σημείο για να δέσουν ανάλογα με τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες. Κάποιοι άλλοι, σύμφωνα πάντα με την ίδια πηγή, διατείνονταν πως εμφανίστηκε πάνω στο κατάρτι του πλοίου τους, ενώ ήταν ξύπνιοι, εμπειρία που βίωναν και με τους Διόσκουρους, με τη διαφορά πως ο Αχιλλέας δεν ήταν πανταχού παρών όπως τα δίδυμα αδέλφια της Ωραίας Ελένης. Η εμβέλειά του ήταν περιορισμένη και προσέτρεχε μόνο σε όποιον κινούνταν κοντά στο νησί όπου βρίσκονταν ο τάφος και το ιερό του.

Εισροή πιστών

Για ποιο λόγο όμως στη Λευκή που είχε τόσο μεγάλη εισροή πιστών, είτε από επιλογή – δεδομένου πως ο περιηγητής και γεωγράφος του 2ου αι. μ.Χ. Παυσανίας επιπλέον υποστηρίζει πως ο ναός του Αχιλλέα είχε εξελιχθεί σε φημισμένο θεραπευτήριο και πως η Πυθία «συνταγογραφούσε» διά των χρησμών της τις επισκέψεις στο νησί πιστών που της ζητούσαν βοήθεια για θέματα υγείας – είτε από ανάγκη, δεν επιτρεπόταν η διαμονή κοινών θνητών; Την απάντηση δίνει ο σοφιστής Φιλόστρατος, ο οποίος στον διάλογό του «Ηρωικός» αναφέρει μια πικάντικη και όχι ιδιαιτέρως διαδεδομένη εκδοχή του μύθου, σύμφωνα με την οποία ο Αχιλλέας και η Ελένη συναντήθηκαν ερωτικά, και μάλιστα η πρώτη φορά που αγκαλιάστηκαν ήταν στο εν λόγω νησί, ενώ αργότερα ακολούθησε ο γάμος τους παρουσία του Ποσειδώνα, της Αμφιτρίτης και των Νηρηίδων. Οι πιστοί λοιπόν ήταν ευπρόσδεκτοι εφόσον τελούσαν τις δέουσες θυσίες, αλλά μόνο μέχρι τη δύση του ηλίου. Μετά, αν ο άνεμος δεν ήταν ευνοϊκός ώστε να συνεχίσουν το ταξίδι τους, θα έπρεπε να διανυκτερεύσουν στο πλοίο τους, διότι το βράδυ το ζευγάρι έπινε και γλεντούσε, με ερωτικά τραγούδια, τραγουδώντας τα ομηρικά έπη και τιμώντας τον ποιητή.

Ρωσοτουρκικός πόλεμος

Για πολλούς αιώνες η Λευκή έμεινε στην αφάνεια, έως το 1788, οπότε, ως Φιδονήσι πλέον, ήρθε ξανά στο προσκήνιο της Ιστορίας με αφορμή μια ναυμαχία που έγινε στα νερά της, κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου, με νικητή τον Φιοντόρ Ουσάκοφ, που η Κέρκυρα τιμά ιδιαιτέρως, καθώς 11 χρόνια αργότερα πρωτοστάτησε για την εκδίωξη των Γάλλων από το νησί των Φαιάκων, κίνηση που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία της Επτανήσου Πολιτείας.

Το 1829, μετά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1828-1829, το νησί εντάχθηκε στα εδάφη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας μέχρι το 1856, οπότε και χτίστηκε ο χαρακτηριστικός οκτάπλευρος φάρος ύψους 12 μ., ο οποίος δεσπόζει στην κορυφή του, εκεί όπου εκτιμάται ότι βρισκόταν ο ναός του Αχιλλέα, ελάχιστα κατάλοιπα του οποίου έχουν εντοπιστεί από την αρχαιολογική σκαπάνη, τα οποία οδηγούν τους επιστήμονες στο συμπέρασμα πως ο ναός ήταν ιωνικού ρυθμού.

Το 1877 η Λευκή πέρασε στην κατοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία και την έδωσε μαζί με τη Βόρεια Δοβρουτσά στη Ρουμανία ως αποζημίωση για τη ρωσική προσάρτηση της Νότιας Βεσσαραβίας.

Μέχρι το 1948 το Φιδονήσι θεωρούνταν μέρος της ρουμανικής παράκτιας πόλης Σουλινά. Το 1948 οι Σοβιετικοί ανάγκασαν την κατεχόμενη από τα σοβιετικά στρατεύματα Ρουμανία να παραδώσει το νησί στην ΕΣΣΔ, αλλά δεδομένου ότι η συμφωνία δεν επικυρώθηκε η Ρουμανία εξακολουθούσε να θεωρεί το νησί δικό της έδαφος ως το 1961, οπότε και αναγνωρίστηκε η σοβιετική κυριαρχία επί του Φιδονησίου.

Μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος εντάχθηκε στην Ουκρανία, με τη Ρουμανία να ζητά την επιστροφή του, ζήτημα που λύθηκε το 1997 με συνθήκη μεταξύ των δύο ενδιαφερόμενων χωρών, καθεστώς που οριστικοποιήθηκε μετά και τον καθορισμό των θαλάσσιων συνόρων μεταξύ Ρουμανίας και Ουκρανίας κατόπιν απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου που εκδόθηκε το 2009.