Οι Βερολινέζοι, τιμώντας την αυστηρή και χωρίς ιδιαίτερους συναισθηματισμούς γερμανική ιδιοσυγκρασία τους, άγγιξαν «την καυτή πατάτα» της σχολικής εκπαίδευσης στην περίοδο της πανδημίας.

Παραδεχόμενη, ουσιαστικά, πως τα προβλήματα, που έχει προκαλέσει η πανδημία στην παιδεία, δεν ξεπεράστηκαν με το σύστημα της τηλεκπαίδευσης, η κυβέρνηση του κρατιδίου του Βερολίνου αποφάσισε, με νόμο, να δώσει στους μαθητές ηλικίας 6 έως 16 ετών, τη δυνατότητα επανάληψης της τρέχουσας μαθητικής χρονιάς.

Και για να το πούμε πιο ωμά: Όσοι βερολινέζοι γονείς το επιθυμούν, μπορούν να «αφήσουν» φέτος τα παιδιά τους στην ίδια τάξη.

Οι Γερμανοί βέβαια είναι αρκετά εξοικειωμένοι με την επανάληψη σχολικής χρονιάς.

Αν για παράδειγμα ένα παιδί 5 ετών δεν έχει ακόμα λύσει τα ζητήματα εγκράτειας και μη έγκαιρης άφιξης στην τουαλέτα, τότε, την επόμενη χρονιά, αντί να συνεχίσει στο δημοτικό, επαναλαμβάνει την τελευταία τάξη του νηπιαγωγείου.

Η κενή σχολική διετία

Παντού στην Ευρώπη, αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο, η πανδημία, με το κλείσιμο των σχολείων, έχει πλήξει δύο συνεχόμενες σχολικές χρονιές. ΄Έτσι, τα παιδιά που π.χ. ξεκίνησαν πέρσι το Δημοτικό, έχουν στην πραγματικότητα χάσει τη μισή Α’ και τη μισή Β’ Δημοτικού.

Από την άλλη, στην Ελλάδα τουλάχιστον, η αποτελεσματικότητα της τηλεκπαίδευσης, δεν μπορεί να κριθεί ενιαία καθώς βασίζεται σε διαφορετικά δεδομένα όπως η ηλικία των μαθητών, το ποιοτικό επίπεδο του κάθε σχολείου και φυσικά η τεχνολογική εξοικείωση δασκάλων, γονέων και παιδιών.

Ποιος αποφασίζει

Το μεγαλύτερο πρόβλημα του μέτρου που εισήγαγε το Βερολίνο, και «καλοβλέπει» ολόκληρη η Γερμανία, είναι ότι στη λήψη αυτής της κατά τ’ άλλα ελεύθερης απόφασης, δεν συμμετέχει ο άμεσα ενδιαφερόμενος, ο μαθητής.

Το αποφασίζουν οι γονείς του και γνωμοδοτούν οι καθηγητές του.

Και αν ίσως για τις πρώτες τάξεις του δημοτικού αυτό είναι ως έναν βαθμό λογικό, πόσο εύκολο είναι για ένα παιδί 13 – 14 ετών να του ανακοινώνεται, ότι επειδή τα σχολεία είχαν κλείσει λόγω κορωνοϊού και το μεγαλύτερο μέρος της χρονιάς «έφυγε» με τηλεκπαίδευση, οι γονείς του αποφάσισαν, πως για το καλό του θα πρέπει να «μείνει» στην ίδια τάξη.

Κίνδυνος

Σε βάθος χρόνου, το αν αποφοίτησε κανείς έναν χρόνο αργότερα από το αρχικώς προγραμματισμένο, λίγη σημασία έχει τελικά.

Μέσα στα σχολικά χρόνια όμως, το συναίσθημα για ένα παιδί ότι οι συμμαθητές του προχωράνε ενώ αυτό μένει στάσιμο, και μάλιστα για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται, μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα τραυματικό.

Και στο Βερολίνο εκφράστηκαν κάποιες ενστάσεις που όμως δεν εστίασαν στο ψυχολογικό – συναισθηματικό υπόβαθρο του ζητήματος αλλά σε καθαρά πρακτικές και οργανωτικές ανάγκες με ορισμένους διευθυντές να μιλούν για κίνδυνο «οργανωτικής καταστροφής» λόγω υπεραρριθμίας μαθητών.

Πόσο πιο κλασικοί Γερμανοί…