«Με βαθιά υποκριτική τέχνη με εξαπάτησε». Κάθε φορά που ακούω την κυρία Μενδώνη να το λέει, γελάω το ίδιο. Ηταν εξοργιστικό ότι, στην περίφημη συνέντευξη Τύπου της περασμένης Παρασκευής, η υπουργός Πολιτισμού ασχολήθηκε κυρίως με την υπεράσπιση του εαυτού της. Είναι όμως αυτό λόγος ικανός να δικαιολογήσει την παραίτηση ή την απομάκρυνσή της από την κυβέρνηση; Εχω την εντύπωση ότι αυτό το ερώτημα θα είναι το κεντρικό ζήτημα της συζήτησης σε επίπεδο αρχηγών, την προσεχή Πέμπτη στη Βουλή.

Η υπόθεση του ελληνικού #MeToo είναι σύνθετη. Ξεκινά από τραγελαφικά περιστατικά τηλεφωνικών αυνανισμών από άνδρες παλαιάς κοπής (sic) και φθάνει μέχρι τον σαδιστικό βιασμό δεκατετράχρονου παιδιού, περιλαμβάνοντας ενδιαμέσως όλη την ποικιλία των δυνατών παραλλαγών. Το κάθε πρόσωπο σε αυτή την ιστορία, από όποια πλευρά και αν βρίσκεται, έχει διαφορετικό βαθμό ευθύνης, θυματοποίησης, υποκρισίας. Αλλη είναι η περίπτωση του δεκατετράχρονου που τον ναρκώνουν για να τον βιάσουν και άλλη εκείνη του ενήλικου, που κατ’ αρχάς δεν έχει αντίρρηση να κάνει στοματικό έρωτα σε έναν άγνωστο. Η ευθύνη σε κάθε περίπτωση εξατομικεύεται. Αυτό ισχύει και για την κυρία Μενδώνη.

Η υπουργός έπεσε τραγικά έξω στην εκτίμηση του αντίκτυπου που είχε στην κοινωνία το σκάνδαλο Λιγνάδη. Οπως το έθεσε η κυρία Πελώνη για την κυρία Μενδώνη (πώς να αντισταθώ στον πειρασμό τέτοιας σπάνιας ομοιοκαταληξίας;), επρόκειτο για «ατυχή επικοινωνιακό χειρισμό». Κάτι ακόμη περισσότερο, θα έλεγα. Ηταν χονδροειδώς εσφαλμένη εκτίμηση της πραγματικότητας: η κυρία Μενδώνη πρώτα άργησε (εξαπατήθηκε με βαθιά υποκριτική τέχνη, θυμίζω) και ύστερα έτρεχε πέρα από εκεί που χρειαζόταν (π.χ., ο Λιγνάδης είναι επικίνδυνος).

Το βέβαιο πάντως είναι ότι η κ. Μενδώνη δεν γνώριζε, δεν θα μπορούσε ποτέ να γνωρίζει. Βέβαιο επίσης είναι ότι, παρ’ όλ’ αυτά, η αντιπολίτευση τη θέλει εξιλαστήριο θύμα. Εκτιμούν, όπως το καταλαβαίνω, ότι με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουν να χρεώσουν στην κυβέρνηση την αποστροφή και τη φρίκη για τις πράξεις που αποδίδονται στον Δ. Λιγνάδη. Ας κριθεί το θέμα από τους θεσμούς. Η Δικαιοσύνη, ούτως ή άλλως, ενήργησε γρήγορα – κανείς δεν μπορεί να έχει παράπονο γι’ αυτό. Το πολιτικό μέρος της υπόθεσης ας το κρίνει η Βουλή. Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης να φέρει το ζήτημα στην εθνική αντιπροσωπεία ήταν η σωστή.

ΒΑΘΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ

Ο Παύλος Χαϊκάλης θύμωσε πάρα πολύ, διότι το εξέλαβε ως προσβολή της τιμής του. Αφορμή η αναφορά του Πρωθυπουργού, τις προάλλες στη Βουλή, στο γεγονός ότι ο γνωστός κωμικός υπήρξε κάποτε υφυπουργός σε μία από τις κυβερνήσεις Τσίπρα. Ο πρώην υφυπουργός θεώρησε ότι η αναφορά ενείχε «προσωπικές αιχμές για την ηθική μου ακεραιότητα», όπως ανέφερε σε δήλωσή του. Κάλεσε μάλιστα τον Πρωθυπουργό να ανακαλέσει, ειδάλλως τον κατηγορεί ως «κοινό συκοφάντη».

Γενικώς, η αγανάκτηση και ο υψηλός τόνος ευθιξίας είναι εμφανή στο ύφος της δήλωσής του. «Δεν είμαστε όλοι ίδιοι», γράφει ο Π. Χαϊκάλης, ενώ αρνείται να αφήσει τον υπερκομματικό ρόλο που κατέκτησε με τόσους πολιτικούς αγώνες, για να εμπλακεί στην τύρβη της κομματικής αντιπαράθεσης: «Σε κάθε περίπτωση», γράφει, «καταδικάζω απερίφραστα τους όρους της πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ Κυβέρνησης και Αξιωματικής Αντιπολίτευσης».

Ο γνωστός κωμικός είχε παραδεχθεί την επώνυμη καταγγελία εις βάρος του ότι είχε αυνανιστεί στη διάρκεια τηλεφωνικής συνδιάλεξης με μια κοπέλα. Το απέδωσε μάλιστα στη γνησιότητα του έρωτα που ένιωθε για εκείνη την κοπέλα. Με αυτή την αφορμή, είχε εξηγήσει επίσης τι σημαίνει να είσαι «παλαιάς κοπής άντρας» (με αντρικό «ντρ», όχι το γυναικωτό «νδρ»…) και πως δεν το βάζει κάτω με το πρώτο όχι ένας άντρας αυτού του τύπου.

Δεν ξέρω πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος τη συγκεκριμένη συμπεριφορά – προσωπικώς, το «παλαιάς κοπής» μού αρκεί. Το γεγονός, πάντως, ότι ένας τέτοιος άνθρωπος διεκδικεί το δικαίωμα στην ηθική ακεραιότητά του είναι κάτι που απλώς με ξεπερνά. Είναι η απόδειξη, νομίζω, ότι το θέμα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης από τους ισχυρούς είναι βαθιά πολιτισμικό. Πιο βαθύ και από την υποκριτική τέχνη που εξαπάτησε τη Λίνα Μενδώνη…