Οι νέες αποφάσεις της ΕΚΤ με τις οποίες αυξάνεται το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων κατά 500 δισ. ευρώ και επεκτείνεται για άλλους 9 μήνες, μαζί με το ξεμπλοκάρισμα του Ευρωταμείου Ανάπτυξης στη Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες, δημιουργούν έναν διάδρομο ασφαλείας για όλη την Ευρώπη και για την Ελλάδα. Τουλάχιστον μέχρι την άνοιξη του 2022, η ελληνική κυβέρνηση θα μπορεί να ξεδιπλώσει την πολιτική της στην οικονομία και σε βασικούς κοινωνικούς τομείς, χωρίς να φοβάται τις αγορές, όπως μια μεγάλη αύξηση των επιτοκίων που θα μπορούσε να εκτρέψει την πορεία τής οικονομίας και να ακυρώσει την επαναφορά της στον δρόμο της ανάπτυξης, που είναι το μεγάλο ζητούμενο μετά το τέλος της πανδημίας.

Επί της ουσίας, η ΕΚΤ, με την κίνησή της αυτή, διασφαλίζει ότι τα επιτόκια στις αγορές θα διατηρηθούν σε χαμηλά επίπεδα για όλο αυτό το διάστημα, ενώ τα κονδύλια του Ευρωταμείου προσφέρουν τους πόρους προκειμένου οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της σφοδρής υγειονομικής κρίσης και να επανεκκινήσουν τις οικονομίες τους από τα βάθη της ύφεσης στην οποία βρίσκονται σήμερα. Πρόκειται για αποφάσεις ιδιαίτερα κρίσιμες για τη χώρα μας, η οποία σηκώνει στην πλάτη της ένα υπέρογκο δημόσιο χρέος, πάνω από 200% του ΑΕΠ, εξαιτίας του οποίου, σε κάθε λάθος χειρισμό, θα μπορούσε να βρεθεί εκτεθειμένη στο στόχαστρο των αγορών. Επιπλέον, τα 32-40 δισ. ευρώ που περιμένει η Ελλάδα από την Ευρώπη τα επόμενα χρόνια είναι ένα δώρο εξ ουρανού, τα λεφτά χρειαζόταν αλλά δεν διέθετε για να θέσει σε νέες, πιο υγιείς βάσεις την οικονομία της.

Πολλά θα κριθούν, λοιπόν, μέσα στους επόμενους μήνες. Το πόρισμα της Επιτροπής Πισσαρίδη είναι στο τραπέζι και το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, που βασίζεται σε αυτό, πρόκειται να υποβληθεί, στην τελική μορφή του, στις αρχές του 2021 στις Βρυξέλλες. Το στοίχημα, ένα. Θα καταφέρει το σχέδιο αυτό, με τις μεταρρυθμίσεις και τα έργα που θα προβλέπει, να εκπληρώσει τις μεγάλες προσδοκίες όλων των Ελλήνων;

Είναι αλήθεια ότι η χώρα πλήρωσε ακριβά τη δεκαετία που πέρασε. Ενας από τους βασικούς λόγους είναι ότι δεν κατόρθωσε να διαμορφώσει ένα δικό της σχέδιο εξόδου από την κρίση. Παρά τα λάθη των Μνημονίων, αυτά περιείχαν και σωστές μεταρρυθμίσεις που «κάηκαν στη φωτιά» του λαϊκισμού και της ακραίας πόλωσης του πολιτικού συστήματος. Σήμερα, με την αρνητική εμπειρία που διαθέτουμε, θα ξανακάνουμε το ίδιο λάθος;

Αξιόπιστοι οικονομικοί παράγοντες προειδοποιούν ότι για να αποδώσει τους μέγιστους καρπούς η νέα αναπτυξιακή προσπάθεια θα πρέπει να εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη κοινωνική και πολιτική συναίνεση. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να υιοθετηθεί από τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία. Αλλωστε, τα μεγάλα ζητήματα που θα ανοίξουν στο τραπέζι αφορούν όλους τους Ελληνες. Από τη φορολογία, το Ασφαλιστικό, τις εργασιακές σχέσεις, την παιδεία και την υγεία μέχρι και το τι είδους ανάπτυξη θα επιδιώξουμε.

Ολα αυτά ακούγονται αυτονόητα, αλλά κάθε άλλο παρά δεδομένα είναι, με βάση το ιστορικό προηγούμενο και το πολιτικό κλίμα που επικρατεί σήμερα. Ο κοινωνικός διάλογος που αναμένεται να ξεκινήσει θα δείξει αν, αυτή τη φορά, θα κερδίσουμε το στοίχημα.