Οι φιλόδοξοι στόχοι που έθεσε το 2019 η ΕΕ για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την προστασία του περιβάλλοντος ουσιαστικά έχουν ως παρενέργεια τη μεταφορά των περιβαλλοντικών προβλημάτων σε αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Ινδονησία και η Βραζιλία, καταγγέλλουν Γερμανοί ερευνητές.

Με άρθρο γνώμης που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Nature, τρεις ειδικοί του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Καρλσρούης επισημαίνουν ότι το πλαίσιο της λεγόμενης Πράσινης Συμφωνίας στην ΕΕ δεν θέτει τις ίδιες προδιαγραφές για τις εισαγωγής αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων που ισχύουν για την παραγωγή εντός ΕΕ.

Με άλλα λόγια, οι Ευρωπαίοι καταναλώνουν τρόφιμα που δεν πληρούν τις υψηλές περιβαλλοντικές προδιαγραφές της Ένωσης, ενώ παράλληλα «εξάγουν την περιβαλλοντική ζημία σε άλλες χώρες» και «πιστώνονται τα εύσημα» για τις πράσινες επιδόσεις τους.

Φιλόδοξοι στόχοι στην Πράσινη Συμφωνία

Η Πράσινη Συμφωνία, η οποία ανακοινώθηκε πέρυσι τον Δεκέμβριο, φιλοδοξεί να καταστήσει την ΕΕ κλιματικά ουδέτερη έως το 2050 –μέχρι τότε οι καθαρές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου θα πρέπει να έχουν μηδενιστεί. Η συμφωνία θέτει στόχους για αναδασώσεις, τη βελτίωση της αγροτικής παραγωγής, τις πράσινες μεταφορές και την ανανεώσιμη ενέργεια, μεταξύ άλλων.

Η Συμφωνία προβλέπει ακόμα μείωση της χρήσης λιπασμάτων κατά 20% και της χρήσης φυτοφαρμάκων κατά 50%. Η ΕΕ σχεδιάζει επίσης να φυτέψει 3 δισεκατομμύρια δέντρα και να αποκαταστήσει 25.000 χιλιόμετρα ποταμών.

Σήμερα, επισημαίνουν οι συντάκτες του άρθρου, η ΕΕ είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εισαγωγέας αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων μετά την Κίνα. Το 2019, η Ένωση εισήγαγε το ένα τρίτο των γεωργικών προϊόντων (118 μεγατόνους) και τα τρία πέμπτα του κρέατος και των γαλακτοκομικών (45 μεγατόνους που καταναλώθηκαν εντός των συνόρων της.

Δύο μέτρα, δύο σταθμά

Παρόλο που η ΕΕ έχει προχωρήσει τον τελευταίο ενάμισι χρόνοι στην υπογραφή εμπορικών συμφωνιών που καλύπτουν το ήμισυ αυτών των εισαγωγών, οι συμφωνίες δεν περιλαμβάνουν καμία πρόβλεψη για τις προδιαγραφές και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα.

«Το τελικό αποτέλεσμα; Οι χώρες-μέλη της ΕΕ εξάγουν την περιβαλλοντική ζημία σε άλλες χώρες, ενώ οι ίδιες πιστώνονται τα εύσημα για τις πράσινες πολιτικές τους» γράφει το άρθρο. «Παρόλο που η ΕΕ αναγνωρίζει ότι θα απαιτηθούν νέα νομοθετήματα για το εμπόριο, βραχυπρόθεσμα, τίποτα δεν θα αλλάξει με την Πράσινη Συμφωνία».

Για παράδειγμα, το διάστημα 1990-2014 τα ευρωπαϊκά δάση επεκτάθηκαν κατά 9%, αύξηση που αντιστοιχεί περίπου στη συνολική έκταση της Ελλάδας (130.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα). Στο ίδιο διάστημα, όμως, εκτάσεις συνολικής επιφάνειας 110.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων αποψιλώθηκαν σε άλλες χώρες για καλλιέργειες που εξήχθησαν στην ΕΕ.

Αχανείς εκτάσεις στην Ινδονησία αποψιλώνονται για την παραγωγή προϊόντων που εξάγονται στην ΕΕ (EU FLEGT and REDD Facilities)

Από τη συνολική έκταση που αποψιλώθηκε για χάρη της ΕΕ, τα τρία τέταρτα αντιστοιχούν στην παραγωγή σπορελαίων στη Βραζιλία και την Ινδονησία, χώρες υψηλής βιοποικιλότητας που αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα αποψίλωσης.

Η αλήθεια είναι ότι όλες οι εισαγωγές στην ΕΕ καλύπτονται από την Αναθεωρημένη Οδηγία Ανανεώσιμης Ενέργειας του 2018. Προβλέπει μεταξύ άλλων ότι σπορέλαια όπως το σογέλαιο και το φοινικέλαιο δεν πρέπει να εισάγονται από πρόσφατα αποψιλωμένες περιοχές.

Στην πράξη, όμως, οι προβλέψεις αυτές σπάνια εφαρμόζονται και οι τελωνειακές αρχές αδυνατούν να ελέγξουν τις εισαγόμενες σοδειές.

Η πιστοποίηση των εισαγωγών παραμένει έτσι προβληματική: το 2017, μόνο το 22% των εισαγωγών σόγιας συμμορφωνόταν με τις προδιαγραφές βιωσιμότητας που έχει θέσει εθελοντικά η Ομοσπονδία Ευρωπαϊκών Παραγωγών Ζωοτροφής (FEFAC). H EE εισάγει κάθε χρόνο βοδινό κρέας αξίας μισού δισεκατομμυρίων ευρώ από τη Βραζιλία, με το μεγαλύτερο μέρος να προέρχεται από πρόσφατα αποψιλωμένες εκτάσεις.

Ακόμα και η Αναθεωρημένη Οδηγία Ανανεώσιμης Ενέργειας εξαιρεί από τις προβλέψεις της εκτάσεις που αποψιλώθηκαν πριν από το 2008, κάτι που επιτρέπει την εισαγωγή προϊόντων από αχανείς εκτάσεις του Αμαζονίου που αποψιλώθηκαν πριν από το 2008.

Λύσεις

Επιπλέον, επισημαίνεται στο άρθρο, ορισμένες γεωργικές πρακτικές για τις οποίες έχει μπει φρένο στην ΕΕ επιτρέπονται, και μάλιστα ρητά, στα εισαγόμενα προϊόντα. Έτσι, η χρήση φυτοφαρμάκων στις χώρες εξαγωγής είναι συχνά πολύ υψηλότερη από τα ευρωπαϊκά επίπεδα. Επίσης, ενώ η ΕΕ έχει περιορίσει αυστηρά τις γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες, δεν έχει πρόβλημα να εισάγει «μεταλλαγμένες» ποικιλίες σόγιας και καλαμποκιού από την Αμερική, για χρήση κυρίως σε ζωοτροφές.

Οι συντάκτες του άρθρου, πάντως, προτείνουν μια σειρά λύσεων για να σταματήσει η εξαγωγή των προβλημάτων βιωσιμότητας: εναρμονισμός των προδιαγραφών για την εγχώρια παραγωγή και τις εισαγωγές· εκτίμηση των επιπτώσεων όχι μόνο σε ευρωπαϊκό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο· μείωση των στόχων για τα βιοκαύσιμα (τα οποία συχνά παράγονται από την αγροτική παραγωγή αποψιλωμένων εκτάσεων· υπολογισμός του ευρωπαϊκού αποτυπώματος άνθρακα σε παγκόσμιο επίπεδο· μείωση της κατανάλωσης κρέατος· αύξηση της εγχώριας παραγωγής· και αξιοποίηση τεχνολογιών όπως η γενετική τροποποίηση καλλιεργειών και η καλλιέργεια σε κλειστούς χώρους.