Κάτι τρέχει με τις μάσκες. Κάποιος είπε σε κάποιον να μην οδηγεί από τα μεσάνυχτα ως τις 6 τα ξημερώματα. Κάπου πήρε το μάτι τους ότι η Μενδώνη έκανε γκριμάτσα στο άκουσμα της λέξης «Ξαρχάκος» (στην πραγματικότητα, η αντίδραση προήλθε στο ομολογουμένως ευφάνταστο ερώτημα «πότε σκοπεύει η κυβέρνηση να εντάξει τον πολιτισμό στους πυλώνες της πολιτικής της»). Ηταν σχεδόν αναμενόμενο ότι η ζώνη του λυκόφωτος θα εγκαινιαζόταν ταυτόχρονα με την επιχειρούμενη επιστροφή στην κανονικότητα. Κατά μία έννοια, τα τρολ διεκδικούν μέρος της. Τρέφονται από τη φυσιολογική ως έναν βαθμό αβεβαιότητα του πληθυσμού και εκκρίνουν δυσανάλογη. Είναι παράσιτα που έχουν ανάγκη τον ξενιστή: την ελληνική κοινωνία μετά την πρωτόγνωρη εμπειρία του πανδημικού εγκλεισμού.

Δεν είναι η πρώτη φορά που «ψεκάζει» ανορθολογισμό σε ένα παράλληλο σύμπαν με την κανονικότητα. Ισα ίσα που το μοτίβο τείνει να αυτοαναπαράγεται. Ηταν ακριβώς μετά τις περσινές εκλογές που οι ελεύθεροι διαδικτυακοί σκοπευτές επιχειρούσαν μέσα στις στάχτες του Ματιού. Τότε το 112 δεν λειτουργούσε σωστά στο κινητό, ήταν άχρηστο αν ο κάτοχος δεν κατοικούσε κοντά σε δάσος και ο πάροχος θα «έκανε ταμείο» ακόμη και με το φθηνό τιμολόγιο.

Τώρα που το 13303 λειτούργησε από την πρώτη στιγμή, πρέπει να υπάρχει κάποιο «γαλάζιο» πάρτι με τις μάσκες. Τώρα που τα συνταγματικά δικαιώματα δεν παρασαλεύθηκαν ώστε να φοβόμαστε εκτροπή πολιτεύματος, το φάντασμα του σεξισμού παραμονεύει πάνω απ’ όλα τα σποτάκια της Πολιτικής Προστασίας. Για να γενικεύσουμε: όταν φαίνεται ότι πολλά λειτούργησαν, κάτι πρέπει να έγινε λάθος (ίσως ο συλλογισμός κατοχυρωθεί κάποια στιγμή ως «απόδειξη διά πολακισμού»). Ακόμη και ο αριθμός των θυμάτων απ’ τα κρούσματα του κορωνοϊού πέρασε στην ημερήσια διάταξη της σπέκουλας: τη μια η κυβέρνηση τον απέκρυπτε για να μη φοβίσει τους τουρίστες, την άλλη τον διόγκωνε για να επιβάλει τα περιοριστικά μέτρα.

Πεδίον δόξης λαμπρόν, ωστόσο, ήταν άλλο. Αρθρογράφοι, μπλόγκερ και like-στές μεταμορφώθηκαν σε μοιρολογίστρες του πολιτισμού. Και η Επίδαυρος σε νοβοπάν σκηνικό του θρήνου τους. Δεν χρειαζόταν καν η εξειδίκευση μέτρων για τον κλάδο που εκ των πραγμάτων βρίσκεται στην πυρίκαυστη ζώνη της οικονομικής δραστηριότητας: είναι από τους λίγους που χρειάζεται τη σωματική και κοινωνική επαφή για να δώσει ανάσες στο ακροατήριο. Δεν χρειαζόταν καν ο διάλογος για τις προτάσεις από διοργανωτές εκδηλώσεων, δημιουργούς, συλλόγους και σωματεία. Αρκούσαν οι ιερεμιάδες και τα εξιλαστήρια θύματα για να ξεκινήσει η τελετή του κανιβαλισμού.

Η Αλκηστις Πρωτοψάλτη, για παράδειγμα, και εν μέρει ο Διονύσης Σαββόπουλος. Μια υπαίθρια συναυλία που κατέληξε δήθεν μειωτικά σε μια «καρότσα» (ακούστηκε βραχνιασμένη η ντουντούκα του τρολ). Προφανώς και δεν αξίζει η δημοσιογραφική αναπαραγωγή του τρολαρίσματος από το τόσο βαθύ και ταυτόχρονα τόσο ρηχό Διαδίκτυο (σε μία από τις πρόσφατες επιθέσεις, η δημοσιογράφος που διέπραξε – άκουσον άκουσον – το έγκλημα καθοσιώσεως να πάρει συνέντευξη από την υπουργό Πολιτισμού περιγραφόταν σαν «μετακλητή»…).

Ανορθόδοξη μάχη

Δεν είναι τυχαίο, πάντως, που τα τρολ βρίσκουν ξανά την περπατησιά τους αυτή την περίοδο. Είναι η ίδια κατά την οποία η αξιωματική αντιπολίτευση τρολάρει το «σοσιαλδημοκρατικό» προσωπείο της και υποτροπιάζει στην ανέξοδη κριτική. Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να δημιουργήσει θαυμάσια κατάσταση μέσα από μια μεγάλη αναταραχή. Τώρα που μπορεί να τοκίσει από την αβεβαιότητα της αγέλης.

«Τιμωρώντας» την Πρωτοψάλτη τα τρολ τιμωρούν την πλειοψηφία που καταδίκασε τον Τσίπρα. Προσπαθούν να επιβάλουν ατζέντα με τακτικές ανορθόδοξης μάχης. Και συνεχίζουν να έχουν απολήξεις στο μέτωπο εναντίον της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η διάχυση μασημένης παραπληροφόρησης παράγει το υβριδικό είδος ψεκασμένου λόγου, συνωμοσιολογίας και καταγγελτικότητας, το οποίο διαρκεί όσο το κλικ στον πηχυαίο τίτλο.

Τα χαρακτηριστικά του ήταν – και είναι – σαφή. Παρουσιάζει σαν απόλυτη πραγματικότητα μία ή περισσότερες από τις αναπαραστάσεις της. Υπηρετεί την ψηφιακή δημαγωγία νέας κοπής, που πιστεύει στη διάκριση «εμείς» ή «αυτοί». Επικαλούνται τον Σαββόπουλο όσοι λίγο κρυφά, λίγο φανερά, πιστεύουν ακόμη στην ψευδεπίγραφη διάκριση μεταξύ λαού – ελίτ και επιχειρούν να πετσοκόψουν την προσωπική διαδρομή καλλιτεχνών για να χωρέσουν στα όρια της δικής τους ερμηνείας.

Είναι σαν να κρυφακούει κανείς τους ψιθυριστές την ώρα που σημειώνουν στο τεφτεράκι τους τα ονόματα όσων πρόδωσαν την επανάσταση, το πνεύμα της αληθινής τέχνης, τη σωτηρία της ψυχής. Εδώ άλλωστε χωράνε καλλιτέχνες, τεχνοκράτες, άνθρωποι της αγοράς, τραπεζίτες, πρώην μενουμευρώπηδες, δημοσιογράφοι του συστήματος.

Το 38% του δημοψηφίσματος που δεν σταμάτησε ποτέ να γίνεται πρωτοσέλιδο σε εφημερίδες και καύσιμη ύλη για τον πόλεμο των social media. Εναν πόλεμο χαρακωμάτων και σκιαμαχιών, επειδή η πραγματικότητα δεν συμβαδίζει με τις επιδιώξεις τους. Τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ