Θεσσαλονίκη, Μάιος του 1936 : μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογά το σκοτωμένο παιδί της.

Γύρω της και πάνω της βουΐζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών, των απεργών καπνεργατών.

Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της:

I

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;

Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
που μάντευες τί πέρναγε κάτου απ’ το τσίνορό μου,

Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;

Πουλί μου, εσύ που μου ’φερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ’ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.

Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κ’ είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.

Δε μου μιλείς κ’ η δόλια εγώ τον κόρφο, δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.

II

Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γερατειώ μου,
ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου,

Πώς μ’ άφησες να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη
χωρίς γουλιά, σταλιά νερό και φως κι ανθό κι αστάχυ;

Με τα ματάκια σου έβλεπα της ζωής κάθε λουλούδι,
με τα χειλάκια σου έλεγα τ’ αυγερινό τραγούδι.

Με τα χεράκια σου τα δυο, τα χιλιοχαϊδεμένα,
όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλ’ είτανε για μένα.

Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.

Και τώρα πού θα κρατηθώ, πού θα σταθώ, πού θα ’μπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;

Γιε μου, αν δε σου ’ναι βολετό να ’ρθεις ξανά σιμά μου,
πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

Κι αν είν’ τα πόδια μου λιγνά, μπορώ να πορπατήσω
κι αν κουραστείς, στον κόρφο μου, γλυκά θα σε κρατήσω.

III

Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα,

Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,
—καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο,

Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού, και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ,

Χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν,

Στήθεια πλατιά σαν τα στρωτά φτερούγια της τρυγόνας
που πάνωθέ τους κόπαζε κ’ η πίκρα μου κι ο αγώνας,

Μπούτια γερά σαν πέρδικες κλειστές στα παντελόνια
που οι κόρες τα καμάρωναν το δείλι απ’ τα μπαλκόνια,

Και γω, μη μου βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο άντρα,
σου κρέμαγα το φυλαχτό με τη γαλάζια χάντρα,

Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ’ ευωδιαστό μου δάσο,
πώς να πιστέψω η άμοιρη πως μπόραε να σε χάσω;

ΙV

Γιε μου, ποια Μοίρα στο ’γραφε και ποια μου το ’χε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθεια μου ν’ ανάψει;

Πουρνό-πουρνό μου ξύπνησες, μου πλύθηκες, μου ελούστης
πριχού σημάνει την αυγή μακριά ο καμπανοκρούστης.

Κοίταες μην έφεξε συχνά-πυκνά απ’ το παραθύρι
και βιάζοσουν σα να ’τανε να πας σε πανηγύρι.

Είχες τα μάτια σκοτεινά, σφιγμένο το σαγόνι
κ’ είσουν στην τόλμη σου γλυκός, ταύρος μαζί κι αηδόνι.

Και γω η φτωχειά κ’ η ανέμελη και γω η τρελλή κ’ η σκύλα,
σου ’ψηνα το φασκόμηλο κι αχνή η ματιά μου εφίλα

Μια-μια τις χάρες σου, καλέ, και το λαμπρό σου θώρι
κι αγάλλομουν και γέλαγα σαν τρυφερούλα κόρη.

Κι ουδέ κακόβαλα στιγμή κι ουδ’ έτρεξα ξοπίσω
τα στήθεια μου να βάλω μπρος τα βόλια να κρατήσω.

Κ’ έφτασ’ αργά κι, ω, που ποτές μην έφτανε τέτοια ώρα
κι, ω, κάλλιο να γκρεμίζονταν στο καύκαλό μου η χώρα.

V

Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε· ψηλώνει ο ήλιος· έλα,
και το φαγάκι σου έρημο θα κρύωσε στην πιατέλα.

Η μπλε σου η μπλούζα της δουλειάς στην πόρτα κρεμασμένη
θα καρτεράει τη σάρκα σου τη μαρμαρογλυμμένη.

Θα καρτεράει το κρύο νερό το δροσερό σου στόμα,
θα καρτεράει τα χνώτα σου το ασβεστωμένο δώμα.

Θα καρτεράει κ’ η γάτα μας στα πόδια σου να παίξει
κι ο ήλιος αργός θα καρτερά στα μάτια σου να φέξει.

Θα καρτεράει κ’ η ρούγα μας τ’ αδρό περπάτημά σου
κ’ οι γρίλιες οι μισάνοιχτες τ’ αηδονολάλημά σου.

Και τα συντρόφια σου, καλέ, που τις βραδιές ερχόνταν
και λέαν και λέαν κι απ’ τα ίδια τους τα λόγια εφλογιζόνταν

Και μπάζανε στο σπίτι μας το φως, την πλάση ακέρια,
παιδί μου, θα σε καρτεράν να κάνετε νυχτέρια.

Και γω θα καρτεράω σκυφτή βραδί και μεσημέρι
να ’ρθεί ο καλός μου, ο θάνατος, κοντά σου να με φέρει.

[…]

ΙΧ

Ω, Παναγιά μου, αν είσουνα, καθώς εγώ, μητέρα,
βοήθεια στο γιο μου θα ’στελνες τον άγγελο από πέρα.

Κι, αχ, Θε μου, Θε μου, αν είσουν Θεός κι αν είμασταν παιδιά σου
θα πόναγες, καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματά σου.

Κι αν είσουν δίκαιος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει.

Γιε μου, καλέ μου τα ’λεγε το γνωστικό σου αχείλι
κάθε φορά που ορμήνευε, κάθε φορά που εμίλει:

Εμείς ταγίζουμε τη ζωή στο χέρι: περιστέρι,
κ’ εμείς ούτ’ ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι.

Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ’ αργασμένα μπράτσα
και σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα.

Αχ, γιε μου, πια δε μου ’μεινε καμιά χαρά και πίστη,
και το χλωμό και το στερνό καντήλι μας εσβήστη.

Και, τώρα, επά σε ποια φωτιά τα χέρια μου θ’ ανοίγω,
τα παγωμένα χέρια μου ναν τα ζεστάνω λίγο;

(Πηγή: Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα 1930-1942, τ. Α΄, Κέδρος, Αθήνα 1979, 12η έκδ., σ. 163-166 & 171)

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε το 1909 στη Μονεμβασιά, το τελευταίο παιδί μιας πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων. Η πρώτη παιδική ηλικία ήταν και η μόνη ευτυχισμένη περίοδος της οικογενειακής ζωής του. Σύντομα η οικογένεια επρόκειτο να καταστραφεί οικονομικά. Μαζί με την ανέχεια ήρθαν μεγαλύτερες δοκιμασίες. Ο θάνατος του αδελφού του Μίμη, δόκιμου αξιωματικού του Ναυτικού, από φυματίωση το 1921 και, μερικούς μήνες αργότερα, ο θάνατος της μητέρας από την ίδια αρρώστια. Ο πατέρας τρελαίνεται. Θα τελειώσει τη ζωή του, το 1938, στο Δαφνί. Στο ίδιο ίδρυμα θα οδηγηθεί το 1936 η αδελφή του ποιητή Λούλα, ο πιστός σύντροφος των παιδικών του χρόνων.

Μαζί με τη Λούλα ο ποιητής περνά τα γυμνασιακά του χρόνια στο Γύθειο. Το 1925 φτάνουν στην Αθήνα για σπουδές. Γρήγορα όμως ο Ρίτσος θα προσβληθεί κι αυτός από φυματίωση. Ως το 1940 περίπου η ζωή του θα περνά ανάμεσα σε σανατόρια  (Σωτηρία, Kαψαλώνα, Άγιος Iωάννης Χανίων, Πάρνηθα) και, στα διαλείμματα, στην Αθήνα, όπου είναι υποχρεωμένος να εργάζεται σκληρά και κάποτε με εξευτελιστικούς όρους για να επιζήσει.

Στο πείσμα αυτής της κακιάς μοίρας και του ίδιου του θανάτου που τον απειλεί συνεχώς, ο Ρίτσος, που από τα παιδικά του χρόνια αισθάνεται ποιητής, γράφει ασταμάτητα. Στην ποίηση βρήκε το μοναδικό καταφύγιο. Στην ποίηση και, από το 1929, στο σοσιαλιστικό ιδανικό το οποίο ενστερνίστηκε στο σανατόριο της Σωτηρίας – εκεί νοσηλεύονταν πολλοί αγωνιστές. Η πίστη σ’ αυτό το μελλοντικό όραμα θα εμπνέει και την ποίησή του.

Από το 1930 ως το 1934 γράφει τις συλλογές Τρακτέρ (έκδ. 1934) και Πυραμίδες (έκδ. 1935). Το 1936, με αφορμή την αιματηρή καταστολή της διαδήλωσης των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη, γράφει τον Επιτάφιο. Η δικτατορία του Μεταξά συμπεριλαμβάνει τον Επιτάφιο στα ανατρεπτικά βιβλία που κάηκαν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.

Στο διάστημα αυτό, έως τον πόλεμο, ο Ρίτσος εργάζεται ως ηθοποιός και χορευτής σε διάφορα θέατρα, και αργότερα στο Εθνικό και στη Λυρική. Στην Κατοχή εντάσσεται στο λογοτεχνικό τομέα του ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Νέα υποτροπή της φυματίωσης τον καθηλώνει στο κρεβάτι, όπου γράφει ασταμάτητα. (Τα περισσότερα έργα αυτής της περιόδου καταστράφηκαν αμέσως μετά τις συγκρούσεις του Δεκέμβρη 1944.) Το Δεκέμβριο του 1944 ακολουθεί τις αριστερές δυνάμεις που εγκαταλείπουν την Αθήνα. Φθάνει στην Κοζάνη, όπου γράφει το θεατρικό Η Αθήνα στ’ άρματα, που παίζεται αμέσως.

Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια εργάζεται ως διορθωτής και επιμελητής κειμένων στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη και συνεργάζεται με το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα.

Το 1948 εκτοπίζεται στο Κοντοπούλι της Λήμνου, αργότερα στη Μακρόνησο και στο τέλος στον Αϊ-Στράτη. Απελευθερώνεται τον Αύγουστο του 1952. Την περίοδο αυτή το έργο του είναι απαγορευμένο, ο ίδιος όμως συνεχίζει τη δημιουργική του δραστηριότητα.

Το 1954 παντρεύεται τη γιατρό Γαρυφαλιώ Γεωργιάδου και το 1955 γεννιέται η κόρη του, Έρη. Το 1956 τού απονέμεται το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη Σονάτα του σεληνόφωτος.

Αυτά τα χρόνια κι ως την καινούρια δικτατορία είναι τα μόνα ήρεμα. Ο ποιητής αφιερώνεται αποκλειστικά στο έργο του και σε ποιητικές μεταφράσεις χωρίς άλλους επαγγελματικούς περισπασμούς. Ωστόσο, σ’ όλη τη ζωή του δε σταμάτησε ούτε μέρα να γράφει και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες.

Με την επιβολή της δικτατορίας, στις 21 Απριλίου 1967, συλλαμβάνεται και οδηγείται στον Ιππόδρομο. Στη συνέχεια εξορίζεται στη Γυάρο, ύστερα στο Παρθένι της Λέρου. Από τον Οκτώβριο του 1968 ως το τέλος του 1970 βρίσκεται σε «κατ’ οίκον περιορισμό» στο Καρλόβασι Σάμου. Το έργο του είναι πάλι υπό απαγόρευση.

Το 1971 επιστρέφει ελεύθερος στην Αθήνα. Έχει έρθει η ώρα της αναγνώρισης στην Ελλάδα και διεθνώς. Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1975). Το 1978 γίνεται επίσης διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ στην Αγγλία, το 1984 του Πανεπιστημίου Καρλ Μαρξ της Λειψίας και το 1987 του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1977 τιμάται με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη.

Ο Γιάννης Ρίτσος μάς έχει δώσει ένα ογκωδέστατο έργο. Μετά τον Επιτάφιο (1936), ακολουθούν λυρικές συνθέσεις σε ελεύθερο στίχο όπως Το τραγούδι της αδελφής μου (1937), Εαρινή συμφωνία (1938), Το εμβατήριο του ωκεανού (1940). Μέσα στην Κατοχή γράφει τη Δοκιμασία, ενώ η εποποιία της Αντίστασης θα του εμπνεύσει τη Ρωμιοσύνη και την Κυρά των Αμπελιών (1945-1947). Παράλληλα, η τραγωδία της Κατοχής και του Εμφύλιου καταγράφεται στη συλλογή Αγρύπνια (1944-1953) και στις Γειτονιές του κόσμου (1949-1951).

Στον τόμο Τέταρτη διάσταση (1956-1975) έχουν συγκεντρωθεί ποιητικοί μονόλογοι, όπως H Σονάτα του σεληνόφωτος, ο Ορέστης, ο Φιλοκτήτης, η Χρυσόθεμις, η Ελένη. Μέσα από το μύθο και την ιστορία όσο και από τις σύγχρονες κοινωνικές συγκρούσεις, ο ποιητής αναπτύσσει έναν ποιητικό στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη μοίρα. Η Τέταρτη διάσταση μαζί με τις πολυάριθμες συλλογές μικρών ποιημάτων που γράφονται παράλληλα (Μαρτυρίες, Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα, Χειρονομίες και άλλα) είναι το απόσταγμα της ανθρώπινης και ποιητικής εμπειρίας του. Με τις οραματικές, δοξαστικές συνθέσεις που συγκεντρώνονται στους τόμους Γίγνεσθαι και Επινίκια ο Ρίτσος ολοκληρώνει την ποιητική του κατάθεση.

Ως τώρα έχουν κυκλοφορήσει 100 ποιητικά βιβλία, 4 θεατρικά, καθώς και 9 πεζά με το γενικό τίτλο Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων. Έχουν εκδοθεί επίσης 12 βιβλία με μεταφράσεις του και ένα βιβλίο με δοκίμια. Οι ξένες εκδόσεις του έργου του, που έχουν μεταφραστεί σε σαράντα διαφορετικές γλώσσες, ανέρχονται σε 320.

Ο Γιάννης Ρίτσος πέθανε στις 11 Νοεμβρίου 1990.

*Τα στοιχεία που αφορούν τη ζωή και το έργο του Γιάννη Ρίτσου προέρχονται από το διαδικτυακό τόπο των εκδόσεων ΚΕΔΡΟΣ.