LSE: Συναίνεση και σταθερότητα χρειάζονται οι κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα
Η ανάγκη συναίνεσης και πολιτικής σταθερότητας είναι τα βασικά
προαπαιτούμενα για την ορθολογική κατανομή των πόρων που αφορούν τις
κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του London
School of Economics.
Η ανάγκη συναίνεσης και πολιτικής σταθερότητας είναι τα βασικά προαπαιτούμενα για την ορθολογική κατανομή των πόρων που αφορούν τις κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση τουLondon School of Economics.
Η έκθεση «Κοινωνικές Δαπάνες στην Ελλάδα: Υπάρχει περιθώριο δίκαιης ανακατανομής», συγκρίνει τις κοινωνικές δαπάνες της Ελλάδας (Άμυνα, Παιδεία, Έρευνα, Υγεία, Μεταφορές, Τοπική Αυτοδιοίκηση κ.α) με εκείνες χωρών του Ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου και παρουσιάζει τον τρόπο τον οποίο επιλέγει να κατανείμει κάθε χώρα τους κοινωνικούς της πόρους.
Μεγάλο μέρος της έκθεσης καταλαμβάνει το πεδίο της Κοινωνικής Ασφάλισης (Συντάξεις, Πρόνοια, Κοινωνικά Επιδόματα). Στο πεδίο αυτό η Ελλάδα καταβάλλει αναλογικά το μεγαλύτερο ποσοστό συντάξεων (~15% του ΑΕΠ) χωρίς να επενδύει σε επιπλέον κοινωνικό κράτος, όπως είναι τα κοινωνικά, οικογενειακά επιδόματα. Αντίθετα, για παράδειγμα η Δανία, διαθέτει ένα ποσοστό ~25% του ΑΕΠ για Κοινωνική Ασφάλιση, αλλά με το μείγμα συντάξεων-πρόνοιας-επιδομάτων να είναι πολύ διαφορετικό από αυτό της Ελλάδας. Εντυπωσιακό ήταν το παράδειγμα της Ελλάδας, η οποία αποτελεί την τελευταία χώρα σε επενδύσεις κοινωνικής στέγασης, ενώ όλες οι υπόλοιπες χώρες επενδύουν ως και ~2% του ΑΕΠ τους.
Στην Ελλάδα, οι μειώσεις των δημοσίων δαπανών και ο εξορθολογισμός εξακολουθούν να παίζουν κεντρικό ρόλο στην προσπάθεια να αυξηθεί το εθνικό πλεόνασμα, να εξοφληθούν οι οφειλές και να επιτευχθεί μακροπρόθεσμη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Η έκθεση αναφέρει ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες, υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής σε κεντρικό και εθνικό επίπεδο θα πρέπει, εκτός από τον εντοπισμό τομέων αποτελεσματικότητας, να επικεντρωθούν στην αξιοποίηση συνεργιών και συνεταιρισμών σε καθέναν από αυτούς τους τομείς εθνικών δαπανών. Λαμβάνοντας υπόψη και συγκρίνοντας τα ελληνικά και ευρωπαϊκά ιστορικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων σε καθένα από αυτά τα χαρτοφυλάκια, η έκθεση υποστηρίζει ότι οι ευρύτερες ευρωπαϊκές πιέσεις για μεταρρυθμίσεις πρέπει να αλλάξουν στρατηγική, συγκριτικά με την τρέχουσα στρατηγική λιτότητας.
Πράγματι, η πίεση για μεταρρυθμίσεις έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει εμπόδια στις εθνικές οικονομίες και να προκαλέσει κακουχίες σε νοικοκυριά, γεγονός που τελικά απειλεί τη βιωσιμότητα του ίδιου του ευρωπαϊκού σχεδίου. Σε χαρτοφυλάκια, όπως οι συντάξεις και η υγειονομική περίθαλψη, τόσο η εθνική όσο και η ευρωπαϊκή ανάγκη για μεταρρυθμίσεις πρέπει να έχει ως κεντρικό άξονα την αποκατάσταση της αναποτελεσματικότητας ευρύτερου ενδιαφέροντος για την εξασφάλιση οικονομικής και οικιακής βιωσιμότητας.
Όπως σχολίασε κατά την παρουσίαση της έκθεσης ο καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Υγείας του LSE, Πάνος Καναβός, φαίνεται να είναι τέτοιες οι εξελίξεις της επόμενης δεκαετίας, που σε τομείς-κλειδιά άσκησης κοινωνικής πολιτικής -όπως είναι η Υγεία- απαιτείται να επιτευχθή από σήμερα μία, έστω ελάχιστη συναίνεση, σε βασικά ζητήματα και με σταθερότητα να οικοδομηθεί μια σταθερή πολιτική, εφόσον η χώρα αποφασίσει πως θα κατανείμει με περισσότερο ορθολογισμό και συνοχή τους πόρους που διαθέτει.
«Στην περίπτωση της Υγείας», τόνισε, «η Ελλάδα ξοδεύει κοντά στο 5% του ΑΕΠ, ενώ οι άλλες χώρες από 7% έως 9%, ενώ οι ανάγκες για επένδυση στην Υγεία θα συνεχίσουν να μεγαλώνουν την επόμενη δεκαετία και ενώ ο πληθυσμός της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης, συνεχίζει να γερνάει. Πρέπει να δούμε πως θα καλύψουμε αυτό το κενό», σημείωσε.
Οι εκπρόσωποι πολιτικών κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ, Δημοκρατική Συμπαράταξη, ΝΔ, Ποτάμι) που παρακολούθησαν την παρουσίαση της έκθεσης, συνέκλιναν σε τέσσερις βασικούς πυλώνες δράσης στον τομέα της Υγείας:
– Δόμηση Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, ικανής να ανακόψει τη σημερινή κατάσταση με την υπερφόρτωση της Δευτεροβάθμιας Φροντίδας Υγείας. – Προώθηση των Κλινικών Μελετών στην Ελλάδα, μέσω της απελευθέρωσης του σχετικού νομοθετικού πλαισίου και της άρσης γραφειοκρατικών εμποδίων. Το πεδίο αυτό μπορεί να αποφέρει περίπου 250 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση στο σύστημα Υγείας. – Αναζήτηση τρόπων αύξησης της κλειστής φαρμακευτικής δαπάνης στα ~2,3 δισ. ευρώ από 1.945 δισ. που είναι σήμερα, ώστε να καλύπτονται επαρκώς οι ανάγκες του πληθυσμού της χώρας. – Βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών Υγείας προς τους πολίτες από τα νοσοκομεία.