Οικονομικά αδιέξοδα από την τρελή πορεία του κόστους της ενέργειας
Τα προηγούμενα χρόνια, άνοδος του πετρελαίου σε επίπεδα κόστους άνω των 20 δολαρίων το βαρέλι περιγράφονταν με φράσεις όπως «φωτιά στις τιμές». Σήμερα, οι ίδιες λέξεις ωχριούν να περιγράψουν την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο καυτό μέτωπο του «μαύρου χρυσού»...
Τα προηγούμενα χρόνια, άνοδος του πετρελαίου σε επίπεδα κόστους άνω των 20 δολαρίων το βαρέλι, όπου κυμαίνονταν μέχρι πριν από μόλις δύο χρόνια, περιγράφονταν με φράσεις όπως «φωτιά στις τιμές». Σήμερα, οι ίδιες λέξεις ωχριούν να περιγράψουν την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο καυτό μέτωπο του «μαύρου χρυσού».
Πράγματι, το 2005 η τιμή του πετρελαίου έσπασε όλα τα ιστορικά ρεκόρ, ξεπερνώντας στα τέλη Αυγούστου -ελέω του τυφώνα «Κατρίνα»- ακόμα και τα 70 δολάρια το βαρέλι, βάζοντας βρόγχο στις οικονομίες αλλά και στα νοικοκυριά που αντιμετώπισαν νέο κύμα ανατιμήσεων στο σύνολο σχεδόν των αγαθών.
Για τη «φωτιά στις τιμές» ευθύνονται πρωτίστως η αύξηση της διεθνούς ζήτησης (κυρίως από τις ταχέως αναπτυσσόμενες και πολυπληθείς ασιατικές χώρες) η κερδοσκοπία, η τεταμένη κατάσταση στη Μέση Ανατολή, η πολιτική αστάθεια και οι αναταραχές σε άλλες σημαντικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες, καθώς και συγκυριακοί παράγοντες, όπως οι φυσικές καταστροφές.
Εντούτοις, σχετικά με άλλες εποχές και ιδιαίτερα τη δεκαετία του 70, οι βαθιά εξαρτώμενες από το πετρέλαιο δυτικές οικονομίες έδειξαν αναπάντεχη όσο και αξιοθαύμαστη αντοχή. Σοβαρές οικονομικές κρίσεις δεν ενέσκηψαν, αν και μένει να αποδειχθεί η ικανότητα των οικονομικών μας συστημάτων να αντεπεξέλθουν σε συνθήκες παρατεταμένου ενεργειακού «πυρετού».
Πολλές χώρες λαμβάνουν τα μέτρα τους, δεδομένου ότι οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για εκ νέου ανάκαμψη της διεθνούς ζήτησης μέσα στο 2006, μετά την ελαφρά μείωση του 2005. Στόχος είναι η μείωση της εξάρτησης από το πετρέλαιο και, όπου είναι δυνατόν, η αναζήτηση νέων πηγών ενέργειας, καθώς το τέλος της εποχής του πετρελαίου διαγράφεται πλέον στον ορίζοντα.
Τη χρονιά που πέρασε, η Ελλάδα έκανε τα δικά της βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, με παράπλευρα οικονομικά και πολιτικά οφέλη. Τον Απρίλιο υπεγράφη με τη Ρωσία και τη Βουλγαρία η πολιτική συμφωνία για την κατασκευή του πετρελαιαγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη.
Τον ίδιο μήνα, η ΔΕΠΑ και η ιταλική εταιρεία Edison υπέγραψαν μνημόνιο για τον ελληνοϊταλικό αγωγό φυσικού αερίου, που συμπληρώθηκε με την αντίστοιχη διακρατική συμφωνία το Νοέμβριο. Αλλη μία σημαντική συμφωνία, για την Ενεργειακή Κοινότητα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, υπεγράφη τον Οκτώβριο μεταξύ των χωρών της περιοχής.
Παράλληλα, στη φάση της υλοποίησης, μετά την ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου, βρίσκεται η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ προετοιμάζεται το συμπληρωματικό άνοιγμα της αγοράς φυσικού αερίου. Προσπάθειες γίνονται επίσης για την ταχύτερη επέκταση του δικτύου της ΔΕΠΑ, την άμεση σύνδεση με αυτό των κτιρίων όπου στεγάζονται υπηρεσίες του Δημοσίου, ενώ ολοκληρώθηκε και το νομοθετικό πλαίσιο για τα βιοκαύσιμα.
Στο μεταξύ, όμως, υπήρξαν φλέγοντα πρακτικά ζητήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Τέτοιο ήταν το ζήτημα του επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης, που αποτέλεσε μέχρι τα τέλη του έτους σημείο πολιτικής αντιπαράθεσης. Η κυβέρνηση, μετά από μία περίοδο αμφιταλαντεύσεων, κατέληξε να ανακοινώσει, δια στόματος του Πρωθυπουργού, τη μη καταβολή του, επικαλούμενη την κατάσταση στα δημόσια οικονομικά.
Αλλο πρόβλημα αποτέλεσε το λαθρεμπόριο και η ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία στην αγορά, που παρά τον «πάγιο» χαρακτήρα του έλαβε οξύ χαρακτήρα λόγω των οικονομικών προβλημάτων και της ανόδου των διεθνών τιμών πετρελαίου.
Κυνηγώντας το ιλιγγιώδες ποσό του 1 δισ. ευρώ φοροκλοπής στα καύσιμα, το υπουργείο Ανάπτυξης αύξησε του ελέγχους, ενώ σκέψεις υπήρξαν στην κυβέρνηση για κοινή τιμή στο πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης, που όμως εγκαταλείφθηκαν. Αντ’ αυτού επελέγη η περίπλοκη στην εφαρμογή και αμφίβολη ως προς την αποτελέσματα λύση της προμήθειας πετρελαίου θέρμανσης με δήλωση του ΑΦΜ, προκαλώντας πονοκέφαλο σε πολλά νοικοκυριά.