31

Όταν ο τέως καγκελάριος της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ αποφάσιζε την προκήρυξη πρόωρων εκλογών για τις 18 Σεπτεμβρίου, ουδείς φανταζόταν ότι οι Σοσιαλδημοκράτες θα μπορούσαν κυριολεκτικά να «νεκραναστηθούν» και να βρίσκονται πάλι στην κυβέρνηση, έστω και ως δεύτερο κόμμα του κυβερνητικού συνασπισμού.

Η απόφαση για πρόωρες εκλογές ελήφθη υπό το βάρος των διαδοχικών ηττών του SPD στις εκλογές των κρατιδίων, με αποκορύφωμα αυτή στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία όπου οι Σοσιαλδημοκράτες έπαθαν πανωλεθρία στο προπύργιό τους. Η συγκυρία ήταν ιδιαίτερα αρνητική για την κυβέρνηση και στην αρχή του προεκλογικού αγώνα όλα έδειχναν ότι οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) θα έκαναν περίπατο -προηγούνταν άλλωστε σε όλες τις δημοσκοπήσεις από 8-10%.

Σιγά σιγά όμως, οι Σοσιαλδημοκράτες «ροκάνιζαν» τη διαφορά αφενός χάρη στη χαρισματική προσωπικότητα του Σρέντερ και τις εμφανίσεις του στα τηλεοπτικά ντιμπέιτ με την ηγέτιδα της CDU, Ανγκελα Μέρκελ και αφετέρου εξαιτίας των «σκληρών» θέσεων του υπεύθυνου της οικονομικής πολιτικής του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών.

Έτσι, το βράδυ των εκλογών επιφύλασσε εκπλήξεις για όλους: η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) αναδείχθηκαν μεν πρώτη δύναμη, αλλά με πολύ μικρή διαφορά –μικρότερη της μιας ποσοστιαίας μονάδας- από τους Σοσιαλδημοκράτες. Το αποτέλεσμα μάλιστα ήταν τέτοιο που κανείς από τους «προτιμητέους» για τα μεγάλα κόμματα συνδυασμούς κυβέρνησης συνασπισμού δεν μπορούσε να υλοποιηθεί: ούτε το SPD με τους Πράσινους συγκέντρωνε την πλειοψηφία των εδρών στη νέα Ομοσπονδιακή Βουλή ούτε η CDU με τους Φιλελεύθερους (FDP).

Όλοι βέβαια, είχαν αποκλείσει εξαρχής το ενδεχόμενο συνεργασίας με το νεότευκτο Κόμμα της Αριστεράς, το οποίο καρπώθηκε τη λαϊκή δυσαρέσκεια για την ανεργία και την ακρίβεια και αναδείχθηκε τέταρτο κόμμα, πίσω από τους Φιλελεύθερους και μπροστά από τους Πράσινους, με 54 έδρες.

Ακολούθησαν εβδομάδες διαβουλεύσεων μεταξύ των κομμάτων για το σχηματισμό κυβέρνησης, με το γερμανικό Τύπο να δίνει ευφάνταστα ονόματα σε όλα τα πιθανά σενάρια. Κυβέρνηση «Τζαμάικα», με βάση τα χρώματα της σημαίας της χώρας αυτής και τα αντίστοιχα των τριών κομμάτων (μαύρο για την Χριστιανική Ένωση, κίτρινο για το FDP και πράσινο για τους Πράσινους) ή κυβέρνηση «φωτεινού σηματοδότη», δηλαδή κόκκινου – κίτρινου – πράσινου συνασπισμού (Σοσιαλδημοκράτες, Φιλελεύθεροι, Πράσινοι).

Κανένα από τα σενάρια αυτά όμως δεν ευοδώθηκε και τελικά οι Χριστιανοδημοκράτες εισήλθαν σε νέο γύρο σκληρών διαπραγματεύσεων αυτή τη φορά με το SPD, προκειμένου να σχηματίσουν τη λεγόμενη κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού για πρώτη φορά από το 1966.

Οι διαβουλεύσεις διήρκεσαν αρκετές εβδομάδες και δύο μήνες μετά τις εκλογές, οι επικεφαλής των μεγαλύτερων κομμάτων της Γερμανίας κατέληξαν στο συμβιβασμό: οι Σοσιαλδημοκράτες άφησαν τελικά την καγκελαρία στην Ανγκελα Μέρκελ, αλλά ως αντάλλαγμα πήραν τα σημαντικότερα υπουργεία της νέας κυβέρνησης. Αγνωστη παραμένει ωστόσο η διάρκειά της, δεδομένων των διαφωνιών μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων. Το μόνο σίγουρο είναι ότι σκληρή λιτότητα αναμένει τους Γερμανούς πολίτες -όπως προανήγγειλε και η ίδια η Μέρκελ- καθώς επετεύχθη συμφωνία τόσο για την αύξηση του ΦΠΑ από 16% στο 19% το 2007 όσο και η αύξηση του φόρου για τα υψηλότερα εισοδήματα από 42% στο 45%.

Β.Τσ.

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ