Η Αν Βιαζέμσκι, που ενέπνευσε τόσο τον Ρομπέρ Μπρεσόν όσο και τον Ζαν-Λυκ Γκοντάρ ως νεαρή γυναίκα, έγινε αργότερα συγγραφέας και επανεξέτασε τις συναντήσεις της με τους δύο σκηνοθέτες.

Η Βιαζέμσκι εγκατέλειψε την υποκριτική για να γίνει βραβευμένη μυθιστοριογράφος, και τον τελευταίο χρόνο της ζωής της είδε τον εαυτό της να απεικονίζεται στην οθόνη. Είναι το είδος της καριέρας που δεν προκαλεί έκπληξη σε μια χώρα τόσο σινεφίλ όσο η Γαλλία, όπου τα όρια μεταξύ ζωής, κινηματογράφου και λογοτεχνίας είναι συχνά ασαφή.

Αποτελεί μια δυσάρεστη ειρωνεία το γεγονός ότι, μετά το τέλος της ζωής της, στις 5 Οκτωβρίου του 2017, η Αν Βιαζέμσκι κινδύνευσε να θεωρηθεί θεατής στην ίδια της την ιστορία. Στην ευχάριστη αλλά κάπως αστεία ταινία του Μισέλ Ζαζαναβίσιους «Redoubtable», η Βιαζέμσκι την οποία υποδύεται η Στέισι Μάρτιν, απεικονίζεται ως μια ειρωνική παρατηρήτρια στο γάμο της με τον Ζαν Λυκ Γκοντάρ – η στρέιτ γυναίκα του βασανισμένου καλλιτέχνη.

Για όποιον δε γνωρίζει να πούμε ότι το «Redoubtable» είναι μια γαλλική βιογραφική ταινία του 2017 σε σενάριο και σκηνοθεσία του Mισέλ Χαζαναβίσιους για τη σχέση του σκηνοθέτη Ζαν Λυκ Γκοντάρ με την Αν Βιαζέμσκι στα τέλη της δεκαετίας του 1960, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας του «Η Κινέζα».

«Ως σύζυγος και πρωταγωνίστρια του Γκοντάρ, θα μοιραζόταν μαζί του την ταραχώδη περιπέτεια της πολιτικής αυτοκριτικής της Γαλλίας στα τέλη της δεκαετίας του ’60, μόνο που θα ήταν μέγα λάθος να την παρουσιάσουμε απλώς ως βασική δευτεραγωνίστρια στο δαιδαλώδες έπος που ήταν η ζωή του Γκοντάρ» σχολιάζει στον Guardian o Jonathan Romney

Σύζυγος και πρωταγωνίστρια του Γκοντάρ

Στην πραγματικότητα, ακόμη και αν δεν είχε παίξει ποτέ ξανά μετά το ντεμπούτο της – το οποίο έγινε με την ταινία «Στην Τύχη ο Μπαλταζάρ» του Ρομπέρ Μπρεσόν, στην οποία εμφανίστηκε σε ηλικία 18 ετών – η Βιαζέμσκι θα έμενε στην ιστορία ως μια έντονα στοιχειωμένη παρουσία στην οθόνη.

«Ως σύζυγος και πρωταγωνίστρια του Γκοντάρ, θα μοιραζόταν μαζί του την ταραχώδη περιπέτεια της πολιτικής αυτοκριτικής της Γαλλίας στα τέλη της δεκαετίας του ’60, μόνο που θα ήταν μέγα λάθος να την παρουσιάσουμε απλώς ως βασική δευτεραγωνίστρια στο δαιδαλώδες έπος που ήταν η ζωή του Γκοντάρ» σχολιάζει στον Guardian o Jonathan Romney.

Εκτός από τους σημαντικούς ρόλους που κέρδισε στην οθόνη κατά τη διάρκεια τριών δεκαετιών, η Βιαζέμσκι δημιούργησε θριαμβευτικά μια νέα καριέρα, καθώς έγινε επιτυχημένη μυθιστοριογράφος – το 1993 το έργο της Canines κέρδισε το διάσημο βραβείο Prix Goncourt des Lycéens.

Υπήρξε επίσης σπουδαία συγγραφέας απομνημονευμάτων, σπέρνοντας οιονεί μυθιστορηματικά κείμενα από την ίδια της την εμπειρία. Έγραψε δύο ψύχραιμα βιβλία για τη σχέση της με τον Γκοντάρ, τα Une Année Studieuse (Ένα σπουδαστικό έτος, 2012) και Un An après (Ένα χρόνο αργότερα, 2015), το τελευταίο αποτέλεσε ουσιαστικά τη βάση της ταινίας «Redoubtable». Είναι κρίμα μόνο που αυτό που χάνεται στην ταινία του Χαζαναβίσους είναι η αίσθηση της εσωτερικής εμπειρίας -της ευφορίας, της σύγχυσης, της αγανάκτησης- που η Βιαζέμσκι μεταφέρει με τόση ειλικρίνεια στο ακονισμένο, άκρως κλασικό πεζογραφικό της ύφος.

Μπαλταζάρ, ο γλυκός γάιδαρος

Το κινηματογραφικό ντεμπούτο της Βιαζέμσκι δεν θα μπορούσε να είναι πιο σημαντικό: Το «Στην Τύχη ο Μπαλταζάρ» είναι ένα από τα πιο συγκινητικά και αυστηρά γαλλικά αριστουργήματα. Η Βιαζέμσκι υποδύεται μια νεαρή γυναίκα που ζει στην επαρχία, η οποία έχει μια δύσκολη σχέση με έναν Παριζιάνο μνηστήρα και μια συμβολικά φορτισμένη σχέση με τον Μπαλταζάρ, τον γλυκό γάιδαρο, που αναδεικνύεται σε υπερβατική μαρτυρική φιγούρα.

Ο διάσημος Μπρεσόν απαιτούσε από τους ηθοποιούς να δείχνουν όσο το δυνατόν λιγότερη έκφραση, αλλά η ανθρωπιά της Βιαζέμσκι αναδύεται δυναμικά. Η ευθραυστότητα που υποδηλώνει το πρόσωπό της, το οποίο έχει την ήρεμη ακτινοβολία ενός μεσαιωνικού αγίου, έρχεται σε αντίθεση με την ένταση του βλέμματός της. Μαζί προβάλλουν ένα μείγμα συμπόνιας, καταπιεσμένης επιθυμίας και εκείνης της ασύλληπτης νότας ηθικής σοβαρότητας που αποτελεί τη βασική νότα του έργου του Μπρεσόν.

Ο Γκοντάρ την έβαλε για πρώτη φορά στο La Chinoise (Η Κινέζα του 1967), ως μέλος ενός φοιτητικού πυρήνα που καταπιάνεται με τη μαοϊκή πολιτική θεωρία. «Κάτω από τη σοβαρότητά της αισθανόμαστε τη Βιαζέμσκι να απολαμβάνει ψυχρά τον ρόλο, σαν να γνωρίζει ότι ενσαρκώνει τον χειρότερο εφιάλτη της γενιάς των γονιών της» όπως γράφει στον Guardian o Jonathan Romney.

Διέπρεψε επίσης δουλεύοντας με Ευρωπαίους προβοκάτορες της οθόνης όπως ο Μάρκο Φερέρι (Ο Σπόρος του Ανθρώπου, 1968), ενώ η «στοιχειωμένη» αύρα της έδωσε μια απόκοσμη άκρη στον άγριο, σκοτεινά μυστικιστικό κόσμο του υπερ-ανατρεπτικού φιλμ «Θεώρημα», του 1968 του Πιερ Πάολο Παζολίνι.

Η δική της εφηβεία

Η Βιαζέμσκι συνέχισε να παίζει στην οθόνη μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στη συνέχεια σκηνοθέτησε μια σειρά από τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ. Συνυπέγραψε επίσης το σενάριο της τηλεοπτικής ταινίας «US Go Home» της Κλερ Ντένις το 1994, μια ιστορία της δεκαετίας του ’60, με θέμα μια έφηβη που ζει στα προάστια του Παρισιού και αγωνιά να χάσει την παρθενιά της. Το θέμα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την εμπειρία της Βιαζέμσκι να μεγαλώνει προνομιούχα και υπό το φως της προσοχής των μέσων ενημέρωσης, αλλά είναι μια ταινία στην οποία νιώθεις ότι, έστω και φευγαλέα, η Βιαζέμσκι μας δίνει μια άλλη οπτική γωνία για τη δική της εφηβεία σε μια εποχή ριζικών προσωπικών και κοινωνικών αλλαγών.

Η παιδική ηλικία της Βιαζέμσκι πέρασε σε διάφορες χώρες, καθώς ο πατέρας της ήταν πρώην Ρώσος αριστοκράτης που έγινε διπλωμάτης. Η μητέρα της ήταν κόρη του βραβευμένου με Νόμπελ Γάλλου συγγραφέα Φρανσουά Μοριάκ.

*Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή την επέτειο γέννησης του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, στις 3 Δεκεμβρίου του 1930, στο 7ο διαμέρισμα του Παρισιού. 

*Με στοιχεία από bfi.org.uk και theguardian.com