Σάββατο 04 Μαϊου 2024
weather-icon 21o
Εντίθ Πιαφ: Το αμάρτημά μου

Εντίθ Πιαφ: Το αμάρτημά μου

Είχε δικάσει ο Θεός!

Ένα βράδυ, την εποχή που τραγουδούσα στο καμπαρέ Α-ΜΠΕ-ΣΕ, πετάχτηκα σ’ ένα διάλειμμα να πιω έναν καφέ στο μπαρ μιας γειτονικής παρόδου. Ήμουν καθισμένη σ’ ένα από τα ψηλά σκαμνιά, μπροστά στο μπαρ, όταν ξαφνικά πήρε το μάτι μου κάποια νέα γυναίκα, που έβγαινε από το μπαρ έξω στο δρόμο σχεδόν τρικλίζοντας. Δεν θα κινούσε έτσι ιδιαίτερα την προσοχή μου, αν δεν τύχαινε να κρατά έναν μπόγο. Εκείνο που με σκανδάλισε ήταν το δέμα που κρατούσε και όχι η ίδια. Άφησα στη μέση τον καφέ μου και πετάχτηκα κι’ εγώ έξω. Με όλες τις προφυλάξεις, μη τυχόν και με ακούση, πήρα την άγνωστη από πίσω. Για μια στιγμή τη διέκρινα να κοντοστέκεται, σαν να δίσταζε. Ύστερα όμως προχώρησε και λίγα βήματα παραπέρα έσκυψε, απέθεσε τον μπόγο στο κατώφλι ενός σπιτιού και απομακρύνθηκε. Είχα μπη κιόλας στο νόημα, αλλά για να βεβαιωθώ επλησίασα στο κατώφλι κι’ έσκυψα πάνω από τον μπόγο. Δεν έπεσα έξω στις υπόνοιές μου. Μέσα στον μπόγο ήταν ένα νεογέννητο. Κι’ εγώ δεν ξέρω τι ένοιωσα εκείνη τη στιγμή. Πήρα τον μπόγο με το μωρουδάκι στην αγκαλιά μου και το έβαλα στα πόδια. Έτρεχα σαν τρελλή, σαν να με κυνηγούσαν. Έτρεχα να προφτάσω την άγνωστη. Ευτυχώς την πρόφτασα. «Πάρε το παιδί σου! Τι σου φταίει το δυστυχισμένο το πλασματάκι; Δεν είχες παρά να μην το φέρης στον κόσμο! Δεν ντρέπεσαι; Αυτό που έκανες είναι ένα έγκλημα».


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 5.12.1969, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Άρχισε να κλαίη με λυγμούς. «Τι θα θέλατε να κάνω, κυρία; Τι άλλο μου έμενε να κάνω;» Επέμενα να μου πη τι της συνέβαινε. Μου διηγήθηκε το δράμα της. Συνηθισμένη ιστορία: είχε σχέσεις με κάποιον, αλλά αυτός, όταν από τις σχέσεις τους γεννήθηκε το παιδί, αρνήθηκε να το αναγνωρίση. Εγκατέλειψε και την αστεφάνωτη μάνα και το παιδί. Οι δικοί της δεν ήθελαν ούτε να την ακούσουν. Της έκλεισαν την πόρτα του σπιτιού τους. Την πέταξαν στο δρόμο. Πού να πάη; Πώς να πιάση δουλειά; Ποιος θ’ απεφάσιζε να την προσλάβη; «Ούτε την πόρνη δεν μπορούσα να κάνω, κυρία!» μου είπε. Σε μια στιγμή απελπισίας, αφού εξάντλησε και τις τελευταίες της οικονομίες στο μπαρ πίνοντας τρία διπλά ποτήρια κονιάκ, μόνο και μόνο για να ζαλιστή και να μην έχη ακριβώς συναίσθηση των συνεπειών των πράξεών της, πήγε κι’ άφησε το μωρό της στο κατώφλι ενός σπιτιού. Άλλο ένα έκθετο! Δεν ήταν ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο μέσα στο Παρίσι.

Όταν τελείωσε, της είπα: «Ακολούθησέ με. Έχω κάτι να σου πω». Εδίσταζε ή φοβόταν. Της επανέλαβα σε τόνο επιτακτικό: «Ακολούθησέ με, σου λέω, αν δεν θέλης να βάλω τις φωνές και να σε καταγγείλω στον πρώτο αστυνόμο που θα σπεύση επί τόπου».

Θέλοντας και μη με ακολούθησε στο μπαρ. Καθίσαμε σ’ ένα τραπεζάκι, στο βάθος του κέντρου, που ήταν βυθισμένο στο ημίφως. Άνοιξα την τσάντα μου, έβγαλα το βιβλίο μου με τα τσεκ, υπέγραψα ένα τσεκ για ένα εκατομμύριο φράγκα και της το έδωσα. Σαν να την ακούω, καθώς, τρέμοντας ολόκληρη από τη συγκίνηση, όταν είδε το ποσόν μού είπε αυθόρμητα:

«Ω, κυρία!»

«Σστ!» της είπα. «Θα μας ακούσουν!»


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 5.12.1969, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Της έδωσα τη διεύθυνσή μου και της είπα πως θα ήμουν πάντα στη διάθεσή της. Την είχα πια ξεχάσει, όταν ύστερα από δυο χρόνια μού έστειλε, στη διεύθυνση που της είχα δώσει εκείνο το βράδυ, ένα ευγενικό γράμμα μαζί μ’ ένα μενταγιόν, πάνω στο οποίο είχε βάλει να της χαράξουν μία και μόνο λέξη: «Σ’ ευχαριστώ».

Μου έγραφε πως είχε παντρευτή μ’ έναν καλό νέο, πως ο άνδρας της είχε υιοθετήσει το παιδί της και πως ούτε είχε ξεχάσει, ούτε, όσο ζούσε, θα ξεχνούσε ποτέ το καλό που της είχα κάνει.

Το επεισόδιο αυτό η Πιαφ το ανέφερε με ιδιαίτερη υπερηφάνεια, σαν μια απόδειξη πως σπαταλούσε το χρήμα της όχι μόνο για προσωπικούς εξωφρενισμούς, αλλά και για να βοηθά τους άλλους.

Ωστόσο, ομολογεί πως μια φορά στη ζωή της, πράγμα που δεν συγχωρούσε στον εαυτό της, φάνηκε τσιγγούνα. Και όχι μόνο τσιγγούνα αλλά κι’ αχάριστη. Σε ποιον; Σ’ έναν άνθρωπο που την είχε ευεργετήσει. Τσιγγούνα και αχάριστη η Πιαφ, που δεν λογάριαζε το χρήμα.


Τιμωρήθηκα όμως τόσο πολύ για τη μοναδική εκείνη φιλαργυρία μου, ώστε θα είχα όλα τα δίκαια του κόσμου να δικαιώσω και να εξυμνήσω και τις πιο άσκοπες, τις πιο εξωφρενικές σπατάλες μου. Ήταν επί των ημερών της γερμανικής κατοχής. Χρωστούσα ένα μεγάλο ποσό. Το ληξιπρόθεσμο εκείνο χρέος είχε καταντήσει ο εφιάλτης μου. Δεν με άφηνε τη νύχτα να κλείσω μάτι. Η μόνη μου ελπίδα ήταν να υπογράψω συμβόλαιο για μια σειρά εμφανίσεων σ’ ένα καλό νυχτερινό κέντρο. Η ελπίδα μου πραγματοποιήθηκε. Μου έγινε μια πολύ καλή πρόταση. Υπογράψαμε το συμβόλαιο, συμφωνήσαμε και για το πρόγραμμα. Οι όροι ήταν πολύ καλοί και θα μου επέτρεπαν γρήγορα να ξοφλήσω, αν όχι ολόκληρο, πάντως ένα σημαντικό μέρος του χρέους μου. Πριν καλά-καλά προφτάσω να πω δόξα σοι ο Θεός, το βράδυ για το οποίο είχε οριστή η πρεμιέρα οι Γερμανοί έκλεισαν το καμπαρέ. Στην απόγνωσή μου θυμήθηκα έναν παλιό θαυμαστή μου, που μου είχε πη κάποτε:

«Σου εύχομαι να μην έχης ποτέ την ανάγκη μου. Αλλ’ αν ποτέ χρειαστής τίποτε και νομίσης πως μπορώ να σου φανώ χρήσιμος, μη διστάσης ν’ αποταθής σ’ εμένα. Η πόρτα μου θα σου είναι πάντα ανοικτή».


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 5.12.1969, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Πήγα και τον βρήκα, του διηγήθηκα τα βάσανά μου.

«Πόσα ακριβώς χρωστάς;» με ρώτησε.

Κι’ έβγαλε και μου μέτρησε το ποσό που του ανέφερα, χωρίς καν να μου ζητήση απόδειξη. Ύστερα από λίγο καιρό άρχισα πάλι να τραγουδώ, κι’ έτσι μπόρεσα κι’ επέστρεψα στον ευεργέτη μου το ποσό που μου είχε δώσει. Ο καιρός πέρασε κι’ επί τέλους ήρθε η απελευθέρωση και η ειρήνη. Άρχισα πάλι να κερδίζω πολλά, ολόκληρα εκατομμύρια. Για πρώτη φορά στη ζωή μου αγόρασα ράβδους χρυσού…

Μια μέρα πήρα ένα τηλεφώνημα από τον ευεργέτη μου, που με είχε σώσει σε κρίσιμες για μένα στιγμές.

«Εντίθ, έχω στα σκαριά μια πρώτης τάξεως επιχείρηση, αλλά μου λείπει ένα ορισμένο ποσό. Μήπως, με τη σειρά σου, θα μπορούσες να με βοηθήσης;»

Δεν είχα παρά να ρευστοποιήσω τις ράβδους μου του χρυσού για να μπορέσω —με το παραπάνω μάλιστα— ν’ ανταποκριθώ στην παράκλησή του. Τα διαβολεμένα όμως εκείνα χρυσά ραβδιά ασκούσαν επάνω μου μια ακαταμάχητη γοητεία και δεν ήθελα με κανένα τρόπο να τα θυσιάσω. Γι’ αυτό, έστω κι’ αν είχα συναίσθηση της αγνωμοσύνης μου, απάντησα στο σωτήρα μου:

«Λυπούμαι πολύ, αλλά δεν μπορώ».


Αυτά του είπα και χωρίς να του δώσω άλλη εξήγηση κατέβασα το ακουστικό. Δεκαπέντε μέρες αργότερα τιμωρήθηκα όπως μου άξιζε. Ο άνδρας με τον οποίο συζούσα με εγκατέλειψε. Το έσκασε συναποκομίζοντας και τις καταραμένες ράβδους χρυσού. Δεν κατέθεσα μήνυση εναντίον του. Το πάθημά μου το θεώρησα πράξη θείας δικαιοσύνης. Είχε δικάσει ο Θεός! Και με κατεδίκασε για το μοναδικό έγκλημα που είχα διαπράξει στη ζωή μου. Είχα αμαρτήσει κατά της ευγενέστερης αρετής που υπάρχει στον κόσμο: της γενναιοδωρίας. 

*Απόσπασμα από δημοσίευμα του «Ταχυδρόμου» για την περίφημη γαλλίδα τραγουδίστρια και ηθοποιό Εντίθ Πιαφ. Έφερε τον τίτλο «Το αηδόνι της Ευρώπης πέθανε στην ψάθα» και είχε περιληφθεί στο τεύχος του περιοδικού που είχε κυκλοφορήσει στις 5 Δεκεμβρίου 1969.

Η Εντίθ Πιαφ (Εντίθ Γκασιόν ήταν το πραγματικό της όνομα) γεννήθηκε στο Παρίσι στις 19 Δεκεμβρίου 1915 και απεβίωσε στην Κυανή Ακτή (στο χωριό Plascassier, πλησίον της πόλης Grasse) στις 10 Οκτωβρίου 1963.

Sports in

Ολυμπιακός: Η «τρελή» πορεία, η πρόκληση και τα ελληνικά νιάτα

Το μέλλον χαμογελά πλατιά και υπόσχεται ακόμη περισσότερα.

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ ΜΜΕ Α.Ε.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Σάββατο 04 Μαϊου 2024