Τρίτη 30 Απριλίου 2024
weather-icon 21o
Κώστας Ουράνης: Η μόνη Καρχηδών που υπήρξε

Κώστας Ουράνης: Η μόνη Καρχηδών που υπήρξε

Ένας μελαγχολικός ταξιδιώτης του κόσμου

[…]

Σήμερα θα θυμηθώ εκείνον, στα τελευταία, πικρά απ’ την αρρώστεια, χρόνια της ζωής του. Μια νύχτα ήμαστε στο σπίτι τους, στο παλιό αρχοντικό των Νεγρεπόντηδων, στην Πλατεία Συντάγματος. Η Ελένη (σ.σ. η Ελένη Νεγρεπόντη, σύζυγος του Κώστα Ουράνη, κατέστη ευρέως γνωστή ως Άλκης Θρύλος, που ήταν το φιλολογικό της ψευδώνυμο) έλειπε, ήταν στης φίλης τους της κυρίας Κικής Παπαστράτου. Ο Κώστας Ουράνης έγραφε τότε και έστελνε στην κυρία Παπαστράτου – Νεοφύτου θαυμάσια φιλολογικά γράμματα στα γαλλικά.


Το αρχοντικό των Νεγρεπόντηδων και πίσω του η Ακρόπολη

Εκείνο το βράδυ είχε φεγγάρι. Το φως έπεφτε, έδινε σκιά, έδινε βάρος στην αιωνιότητα, στις κολόνες των Προπυλαίων, στις κολόνες του ερειπωμένου ναού. Έξω ο κόσμος, τα δέντρα, ο Λυκαβηττός, οι λόφοι, η Αθήνα όλη, τυλιγμένα στη φωτεινή νύχτα, βεβαίωναν την ομορφιά. Αλλά αυτή η ομορφιά, η έξω, τι σημασία είχε αν υπήρχε ή δεν υπήρχε, αφού το ξέραμε πως χρεωκόπησε, πως στάθηκε πάντα ανίκανη να επηρεάσει τον άνθρωπο, να τον κάμει καλύτερο απ’ το θεριό; Σημασία ίσως πια να είχε μόνο η ομορφιά η άλλη. Και αυτήν βρήκαμε εκείνη τη νύχτα στον ήσυχο, σιωπηλό χώρο του παλιού σπιτιού των Αθηνών.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 20.2.1973, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Γύρω ήταν βιβλία, και ησυχία πολλή, και ένας μπούστος από μάρμαρο μαύρο και το τζάκι. Τίποτα απ’ τους θορύβους του δρόμου, τίποτα δεν έφτανε ως εκεί ψηλά. Το λίγο φως βεβαίωνε κι’ αυτό τον ελάσσονα τόνο, την ανάγκη της χαμηλής φωνής, την ανάγκη της συνεννοήσεως. Ο άνθρωπος ο οικοδεσπότης μιλούσε χαμηλά, η φίλη που ήταν μαζί μου μιλούσε χαμηλά, δεν ήταν άλλος κανείς από τους τρεις μας. Σε λίγο ήρθε και ο Παν. Ο Παν, ένα πελώριο σκυλί, ωραίο ζώο με μάτια που κοιτούσαν σοβαρά, περιμένοντας ποιος ξέρει τι περιμένοντας κι’ αυτά. Ο Παν δεν φώναζε, δεν έτρεχε, δεν πηδούσε, δεν ανυπομονούσε. Ο Παν είχε υποταχτή κι’ αυτός στο ύφος του χώρου: περίμενε.

Όλοι εδώ περιμένουμε, είπε σιγανά ο οικοδεσπότης. Εγώ περιμένω τους ανθρώπους, τους φίλους μου που με απαρνήθηκαν, που χάθηκαν από γύρω μας. Ο Παν περιμένει τους ανθρώπους: ένα δυο φίλους που έχει και τον βγάζουν λίγο έξω, να δη τα δέντρα και τη γη. Τον άλλο, τον πολύν καιρό, μένει μέσα εδώ, μακριά από τα δέντρα και τη γη. Κι’ εγώ, σχεδόν όλον τον καιρό, μένω κλεισμένος μέσα εδώ, μακριά απ’ τα ταξίδια που αγαπούσα, και από τα δέντρα, και από το κυνήγι, και από τη γη. Ναι, έτσι είναι: περιμένουμε, εδώ μέσα. Περιμένουμε.

Μιλούσε, και το λίγο φως κατέβαινε απ’ τα γκρίζα μαλλιά του στο αδύνατο, αποστεωμένο του πρόσωπο. Δεν είχε διόλου πικρία αυτή η φωνή για τη μόνωση, διόλου υπερηφάνεια συντριμμένη τίποτα τέτοιο. Ήξερε να βρίσκη, να αποτιμά στην αξία που πρέπει, το βάρος που έχει η κάθε στιγμή, φτάνει να την έχεις διαλέξει μόνος σου, ή φτάνει να ξέρης, όταν αλλιώς δεν γίνεται, πώς να της υποκύψης.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 20.2.1973, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο λόγος ήρθε έπειτα για το παρελθόν. Ο οικοδεσπότης μιλούσε για περιστατικά, για ανθρώπους, για συναδέλφους του, για αντιπάλους του και ήταν εκπληκτικό πόσο ούτε μια στιγμή δεν άλλαξε ο τόνος, δεν έπαιρνε σκληρότητα, δεν γινόταν αιχμή. Δεν ήταν από ευγένεια. Η φύση, και η μάθηση, και η ομορφιά, η άσκηση της ομορφιάς, είχαν κατεργασθή εδώ αυτό το ύφος που ήταν ουσία αυθεντική, όχι σχήμα μόνο. Δημιουργούσε ατμόσφαιρα, επιβαλλόταν, δημιουργούσε οικειότητα.

Μια στιγμή ο Ουράνης θυμήθηκε άξαφνα τον ερειπωμένο ναό στο βράχο του Σουνίου.

Θα ταξιδεύη, είπε. Θα ταξιδεύη, έτσι, και τον Λορδ Μπάυρον.

Θυμήθηκε το χαραγμένο όνομα του Μπάυρον πάνω στην κολόνα τη δαρμένη απ’ τον άνεμο και τον ήλιο. Απ’ το όνομα κινημένος θυμήθηκε την ποίηση. Ύστερα, απ’ την ποίηση κινημένος, θυμήθηκε την ταραγμένη, τη σπαταλημένη ζωή του συναδέλφου του απ’ την Αγγλία, που είχε έρθει να πεθάνη στην Ελλάδα. Έτσι ήταν η σειρά: το τοπίο ως κίνητρο ψυχής, ως αφετηρία εσωτερικού ταξιδιού, ύστερα απ’ το τοπίο η ποίηση, ύστερα η ζωή. Το Σούνιο, εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον, ήταν για τον Ουράνη ο λόρδος Βύρων, η ποίηση και η ζωή του. Η τραυματισμένη ψυχή, που είχε συνθέσει την περιπέτεια του Childe Harold, απασχολούσε άλλωστε πολύ τον Ουράνη. Η τελευταία ομιλία της ζωής του στην αίθουσα της Λέσχης της Τραπέζης της Ελλάδος της οδού Σίνα ήταν για μια ερμηνεία του πάθους του ανάπηρου λόρδου των ρωμαντικών καιρών της Αγγλίας.

Το Σούνιο θα ταξιδεύη τώρα τον Λορδ Μπάυρον, ξαναείπε ο Ουράνης.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 20.2.1973, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Θυμηθήκαμε τότε αμέσως και οι δυο, με τη δύναμη που παίρνουν ξαφνικά οι απωθημένες εικόνες του παρελθόντος, θυμηθήκαμε μιαν άλλη κολόνα που είχαμε βρει. Στα υπόγεια του φοβερού Πύργου του Σιγιόν, στη λίμνη της Γενεύης, εκεί όπου αλυσοδεμένος, χρόνια, μαρτύρησε ο Μπονιβάρ, ο φυλακισμένος του Σιγιόν. Ο λορδ Μπάυρον, όπως έκαμε στο Σούνιο, χάραξε το όνομά του και στην κολόνα του Πύργου που ήταν αλυσοδεμένος ο κατάδικος, και έγραψε τον περίφημο «Φυλακισμένο του Σιγιόν»:

I had no thought, no feeling—none—
Among the stones I stood a stone…

Βλέπεις, είπε ο Ουράνης, η Γενεύη πια δεν υπάρχει, η λίμνη δεν υπάρχει, μήτε ο Πύργος του Σιγιόν. Υπάρχει μόνο ο Μπάυρον και η ποίηση.

Αργότερα, σε μιαν άλλη στιγμή της ακινησίας όπου είχε καταδικασθή αυτός ο γεννημένος ταξιδιώτης, ο Ουράνης, με παρακάλεσε ξαφνικά να του πω για ένα τοπίο που του φαινόταν μυθικό: για τους καταρράχτες του Νιαγάρα. Του περιέγραψα τη φοβερή ώρα των νερών, που είχα ζήσει εκεί, την απίστευτη γαλήνη που παίρνουν τα νερά του ποταμού λίγα μέτρα πριν κατρακυλήσουν στο χάος, κι’ ύστερα του είπα μια λεπτομέρεια μικρή, συγκλονιστική για μένα. Λίγο πλάι απ’ τους καταρράχτες, του είπα, βρήκα στο Μουσείο του Νιαγάρα μιαν αιγυπτιακή μούμια, μια μικρή πριγκήπισσα Άμεν Χότεπ, που έζησε στο 1500 π.Χ., πέθανε σαν ήταν 23 χρονώ, και η μοίρα της ήταν να ταξιδέψη πέρα απ’ τον Ωκεανό και να βρη εκεί την τελική γαλήνη, ακούοντας την αιώνια βουή των νερών του Νιαγάρα.

Βλέπεις; είπε ο Ουράνης και τα ήμερα μάτια του λάμψανε. Ο Νιαγάρας δεν υπάρχει, δε θα υπάρχει για σένα, εις το διηνεκές, παρά μόνο μέσω αυτής της πριγκήπισσας της Αιγύπτου, της πεθαμένης τόσες χιλιάδες χρόνια πριν. Το τοπίο μόνο έτσι λειτουργεί, έτσι μόνο έχουν τη σημασία τους τα νερά και ο καταρράχτης.

Νομίζω πως όλη η ζωή του Ουράνη, όλο το έργο αυτού του μελαγχολικού ταξιδιώτη του κόσμου, μπορεί να βρη την ερμηνεία του από την ερμηνεία που έδινε ο ίδιος στη φύση, και στην ποίηση, και στην ομορφιά. Ο Ουράνης, βέβαια, δεν έζησε, δεν ταξίδεψε μες στον κόσμο και μες στην ομορφιά, απλώς για να λυτρωθή απ’ το περιβάλλον της ζωής που τον έπνιγε. Ας το λέει σ’ έναν πρόλογό του εντυπώσεων ταξιδιωτικών. Ο Ουράνης, ταξιδεύοντας, υπάκουε σ’ έναν δαίμονα, φωνή αμείλιχτη του πάθους, γύρευε να φυλαχτή απ’ τον εχθρό τον πιο σκληρό, απ’ την ερημιά. Γι’ αυτό, το τοπίο αυτό καθ’ εαυτό δεν του επαρκεί. Του χρειάζεται να μεταγγισθή μέσα του ως ανθρώπινη περιπέτεια, ωσάν μνήμη ποίησης πρώτα και έπειτα ωσάν μνήμη ζωής. Ενώ τόσο λάτρευε τον παληό καιρό, απωθούσε ό,τι απέμενε, ύλη σιωπηλή του καιρού αυτού του παρελθόντος. Απωθούσε τα ερείπια. Η Κνωσσός του Έβανς τον απογοήτευε. Είναι, έλεγε, το πιο ανέκφραστο πράγμα που είχε δει. Γιατί δεν είχε με τίποτα να το συνδέση. Πηγαίνει στην Καρχηδόνα. Η Καρχηδόνα δεν είναι για τον Ουράνη η γυμνή αφρικανική έρημος, είναι η Σαλαμπώ. Καθώς περνά τον άμμο της ερήμου το ξέρει καλά πως δεν αναζητεί τη χώρα τη χαμένη των Μπάρκα και των Χάνο. Αυτό είναι το πρόσχημα. Τον Φλωμπέρ αναζητά, τους κάκτους που είδε εκεί ο Φλωμπέρ μες στα κύματα του άμμου. Και πέραν απ’ τον Φλωμπέρ αναζητά, στην Καρχηδόνα, τον εαυτό του, μια απόκριση που δεν πρόκειται να του δοθή ποτέ.


«Μα πού είναι η Καρχηδών;» λέει στον οδηγό.

Και ο οδηγός, κάνοντας μια κυκλική χειρονομία μες στην απόλυτη σιωπή:

«Εδώ υπήρξε», του λέει.

Έτσι η Καρχηδών δεν απογοητεύει τον Ουράνη. Γιατί εκεί, μες στη σιωπή του θανάτου, μόνος, ενώπιος ενωπίω με τον εαυτό του και με το θάνατο, ξέρει καλά πως αυτή είναι η Καρχηδών που αναζητούσε. Η μόνη Καρχηδών που υπήρξε.

Καθώς τον αναθυμούμαι τώρα, στα τελευταία χρόνια της ζωής του και της φιλίας μας, καθώς θυμούμαι την πνευματική περιοχή όπου συναντηθήκαμε, στο Εθνικό Θέατρο περισσότερο, τις αναζητήσεις μας, τις διαφωνίες μας, τις συμπτώσεις μας όλα, οι λεπτομέρειες, τα περιστατικά σβήνουν. Κι’ αυτό που προβάλλει πάλι είναι εκείνος ο γλυκύς, ο χαμογελαστός άνθρωπος, η ηρεμία που ανέδιδε, η ευγένεια, και η πνευματική αρετή. Σε μια εποχή πάθους, ενστίκτου αποχαλινωμένου και πάθους, ο Ουράνης εξηγούσε, εγκαρτερούσε, καταλάβαινε.

*Άρθρο του ακαδημαϊκού Ηλία Βενέζη για το λογοτέχνη Κώστα Ουράνη, που έφερε τον τίτλο «Ο λόρδος Βύρων, η Καρχηδών και ο Ουράνης» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 20 Φεβρουαρίου 1973.

Ο Κώστας Ουράνης (Κώστας Νέαρχος ήταν το πραγματικό του όνομα) έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 63 ετών, στο πέρασμα από την 11η στη 12η Ιουλίου 1953, νύχτα Σαββάτου προς Κυριακή.

Ο αρκαδικής καταγωγής Ουράνης έγραψε κατά κύριο λόγο ποιητικές συλλογές, πεζογραφήματα, δημοσιογραφικά και ταξιδιωτικά κείμενα, καθώς και χρονογραφήματα.

Sports in

Άγριο ξύλο μεταξύ οπαδών πριν το Τζένοα – Κάλιαρι (vid)

Ακόμα ένα περιστατικό οπαδικής βίας έρχεται να ταράξει την Ιταλία.

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ ΜΜΕ Α.Ε.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Τρίτη 30 Απριλίου 2024