Ο τραγουδιστής Γιώργος Μεράντζας κάθεται πλάτη στο μπαρ του Γυάλινου Μουσικού Θεάτρου όπου κάνει τα λάιβ του τις Κυριακές. Και ξαφνικά δύο χέρια τού κλείνουν από πίσω τα μάτια. Είναι η Μάγδα Φύσσα. «Και αυτό είναι το ωραιότερο δώρο. Που ήλθε να με ακούσει αυτή η γυναίκα» μού λέει ο ίδιος.

Η δική μας συνάντηση είναι πιο συνηθισμένη, σε καφέ στο Σύνταγμα, την ώρα που μια μικρή πορεία μαθητών τελειώνει. Πορεία για τη μνήμη του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Ο Μεράντζας είναι ένα ανοιχτό βιβλίο. Οι μισές σελίδες του όμως γράφονται στα Πράμαντα, εκεί όπου διατηρεί τον ξενώνα του, αλλά και ένα μοντέλο ζωής ζηλευτό πλάι στη φύση.

Μιλάει με ενθουσιασμό και ευαισθησία, αλλά και σκωπτικότητα. Εχει κάνει τα τελευταία χρόνια ένα ιδιότυπο come back με νέο δίσκο, εμφανίσεις. Η «Δίκοπη ζωή» που έχει τόσο έξοχα ερμηνεύσει, ακούγεται πάλι στα λάιβ πολλών καλλιτεχνών. Αγαπιέται από τις παρέες ξανά με όσα είπε από τον Θάνο ή τον Λεοντή κ.τ.λ. Μα ο Μεράντζας αγαπιέται και από τον κόσμο της επαρχίας. Λέει και δημοτικά. Ταξιδεύει συνεχώς. Και πιστεύει στην αλληλεγγύη, το αντάμωμα, τους φίλους. Ενας στοχαστικός άνθρωπος που κράτησε μεγάλο μέρος της αρχικής του σπίθας.

Χρόνια ήθελα να συζητήσουμε.

Ποτέ δεν είναι αργά!

Oχι μόνο για τις συνεργασίες και τη στάση σας, αλλά και επειδή έχω την αίσθηση πως ενώ είστε σ’ ένα συνεχές πηγαινέλα Ηπείρου – Αθήνας, κρατάτε μια γραμμή του ξενιτεμένου. Το λέω με αφορμή τα «Ξεχωρίσματα», όπου έχετε κάνει μια κορυφαία εκτέλεση.

Oποιος δεν νιώθει κατ’ αρχάς ξενιτεμένος δεν είναι εδώ. Εχει ψευδαισθήσεις. Με την άποψη «Μια λάμψη ο άνθρωπος κι αν είδες, είδες» (σ.σ.: Οδυσσέας Ελύτης) στάσιμος δεν μπορείς να είσαι. Περνάς θάλασσες, βουνά, λαγκάδια. Ποιος είναι ο χώρος σου; Ποιος σου είπε πως είναι αυτός ή εκείνος; Ακόμη κι αυτό που είναι ιδιοκτησία σου δεν είναι για πάντα. Εξανεμίζεται. Εχεις ένα σπίτι 80 τ.μ. στο Παγκράτι, πέφτει η πολυκατοικία, ξαναχτίζεις και γίνεται 18.

Αρα είναι ρευστό πράγμα η ιδιοκτησία;

Βέβαια. Δεν υπάρχει, είναι ψεύτικο.

Τι δημιουργεί όμως η υπεράσπιση της ιδιοκτησίας στον άνθρωπο;

Την ψευδαίσθηση ότι κάτι είναι. Ενώ μπορεί να αγαπά, να είναι ελεύθερος, να διαμαρτύρεται, πού είναι η χαρά; Διάβαζα τις τελευταίες στιγμές του Στιβ Τζομπς. Τι λέει; Βλέπω όλα αυτά τα μηχανήματα σε αυτή τη μεγάλη αίθουσα που με περιποιούνται. Κανένα από αυτά δεν μπορεί να μου προσφέρει τίποτε. Προσπαθώ να πιαστώ από κάπου και δεν μπορώ. Παρά μόνο από κάποιες στιγμές στα παιδικά μου χρόνια. Ενα χαμόγελο. Τα φιλαράκια μου. Εναν έρωτα. Ολα τα άλλα είναι μάταια. Αν αυτά που κάθε μέρα παράγεις, Δημήτρη, δεν μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις για την καλυτέρευση της ζωής σου, είναι άχρηστα. Για ποιον λόγο να βάζεις στρατούς για να επιτίθενται σε άλλους λαούς; Εγώ – και άλλοι πολλοί – έχουμε ανακαλύψει τη χαρά της ζωής.

Πού είναι αυτή;

Στην καθημερινότητα. Στο να νοιάζεσαι τους φίλους σου. Τους ανθρώπους που συνεργάζεσαι. Τη γυναίκα σου. Οι άνθρωποι γύρω σου είναι σημαντικοί. Τα παιδιά σου. Να είσαι χρήσιμος και αλληλέγγυος. Πού πας, Καραμήτρο; Δεν το νιώθουν όσοι έχουν αυλή και πληρώνουν να μην τους λένε την αλήθεια.

Ο άνθρωπος έχει ρίζες; Είστε στα Πράμαντα, αισθάνεστε αλλιώς εκεί;

Μα εγώ ισχυρίζομαι πως μετά την Αμφιλοχία κοιμάμαι και το αυτοκίνητο με πάει μόνο του! Δεν μιλάω όπως μιλάω εδώ. Μιλάω με ντοπιολαλιά. Είναι βέβηλο να μην το κάνω, αλλιώς δεν με καταλαβαίνει ο τόπος. Λέμε στην πόλη ας πούμε: «Παρακαλώ πολύ, κύριε, μπορείτε να επαναλάβετε αυτό που είπατε γιατί δεν το αντιλήφθηκα;». Αυτό στα ηπειρώτικα ξέρεις πώς το λέμε; «Α;».

Τα παιδικά χρόνια σας χρόνια ήταν όλα στην Ηπειρο;

Μέχρι το γυμνάσιο και το λύκειο. Στα Πράμαντα. Πήγαινα σχολείο στα Αγναντα. 17 χλμ. κάθε μέρα και 17 να γυρίσω.

Μου δίνετε την εντύπωση πως δεν φύγατε από εκεί.

Παρότι είμαι στην Αθήνα από το 1968. Ηταν ο αδελφός μου εδώ. Ηλθα να δώσω το ακαδημαϊκό, έμεινα. Δυστυχώς δεν πέρασα Ιατρική. Μπαίνω στο κίνημα. Μπήκα στον Ρήγα Φεραίο. Στη Μεταπολίτευση έφυγα από το ΚΚΕ Εσωτερικού και πήγα στο ΚΚΕ.

Παράξενη διαδρομή!

Ο Ρήγας της δικτατορίας ήταν διαφορετικός. Παράνομη αντιστασιακή. Αλλη χροιά. Βέβαια άλλο να μιλάς εδώ άνετα και να καπνίζεις και άλλο να είσαι στην παρανομία. Κοίτα, έχουμε μια παρέα εδώ και πολλά χρόνια που μαζευόμαστε κάθε Παρασκευή. Βασικός όρος είναι να μην έχεις περάσει από ταμείο. Καμία σχέση με το σύστημα. Να είσαι ό,τι θες ιδεολογικά, αλλά όχι εξαγορασμένος.

Αυτό πώς γίνεται; Αν είσαι μηχανικός και έχεις μια εταιρεία, είναι μεμπτό;

Δεν λέμε αυτό, το να δουλεύεις. Να παίρνει εύκολα λεφτά, δημόσια, λέμε. Καμιά δεκαριά είμαστε τώρα. Δεν χρειάζεται κάνα παράσημο, απλώς το λέω.

Να επιστρέψουμε λίγο στην τέχνη σας. Εχω την αίσθηση πως πατάτε μέσα στα χρόνια καλά και στο πολιτικό τραγούδι και στο δημοτικό. Δύσκολο αυτό.

Μου λένε μερικοί συνάδελφοι και δημοσιογράφοι. Είσαι ωραίος τραγουδιστής, Γιώργο, γιατί κάνεις μόνο πολιτικό; Δεν σας φτάνει μωρέ 359 μοίρες, σας ενοχλεί η μία μοίρα που διατηρώ εγώ; Ποιο δεν είναι πολιτικό τραγούδι; Μήπως δεν είναι το δημοτικό; Ο έρωτας ή η κοινωνία δεν είναι πολιτικό θέμα;

Γιατί;

Μα για να φτάσεις στον έρωτα απαιτείται μια επεξεργασία, μια διαδικασία με τον εαυτό σου. Να ξέρεις πού πας και τι θέλεις από τον άλλον. Κι αυτό δεν είναι εύκολο. Τι εννοούμε με τον όρο πολιτικό; Στα άρματα; Οχι. Είναι η συμπεριφορά. Η αγάπη, ο έρωτας. Η αλληλεγγύη. Η αμφισβήτηση. Η συγχώρεση. Βρες μου ένα τραγούδι του Μίκη που δεν αξίζει. Αυτή είναι η αλήθεια. Οταν λέμε πολιτικό, αυτό λέμε. Οχι τα πρωινάδικα.

Οι συνθήκες γεννούν το πολιτικό τραγούδι ή έχει και αυτό τον μηχανισμό του;

Είναι οι συνθήκες σαφώς. Αν ο δημιουργός είναι πολύ καλά, κοινωνικά, οικογενειακά, στην πραγματικότητα το πληρώνεις αυτό. Σταματάει η σύνδεση με το ρεύμα. Δεν παίρνεις σήματα. Υπάρχουν εξαιρέσεις. Αλλά η αλήθεια είναι αυτή.

Στον δίσκο που κάνατε με τον τίτλο «Κόσμε πού να σε γυρίσω» και τον γράψατε όλον στο χωριό, στο ξενοδοχείο σας, στα Πράμαντα, με τους μουσικούς σας (Πάππος, Σίντος, Κούρτι κ.ά.) ποια ήταν η αφετηρία σας;

Είχα παύση απ’ το τραγούδι 17 χρόνια. Και βρήκα αυτά τα παιδιά. Σκέφτηκα πως όταν ήμασταν νεότεροι κα τελειώναμε τις εμφανίσεις μας σε μπουάτ, πηγαίναμε σε ταβέρνα να φάμε και συνεχίζαμε να παίζουμε. Αυτά χαθήκαν στην πορεία, με τον καθωσπρεπισμό. Αυτά τα παιδιά είχαν τέτοια τρέλα και φτιάξαμε μια ομάδα καταπληκτική. Ντάσο Κούρτι, Κετεντζόγλου, Σίντος, Πάππος, Δέσποινα Σπανού. Πήγαμε με τον Σίντο στο ξενοδοχείο μου. Μετρήσαμε το σαλόνι και μου λέει ο Δημήτρης Σίντος είμαστε πολύ κοντά στις συνθήκες ηχογράφησης ενός στούντιο. Μπορούμε να γράψουμε εδώ. Θα έλθουμε εκεί δέκα μέρες. Θα μαγειρεύουμε, θα μιλάμε, θα γράφουμε. Στο στούντιο συνήθως γράφουμε άψυχα. Η παρέα την ώρα που κοιτώ αν χωράω, αυτή η μαγεία να παίξω με τον άλλον ή που μου δημιουργείς εσύ εκείνη την ώρα κάτι. Δώδεκα μέρες κάναμε. Τα μεγάλα συγκροτήματα, Stones για παράδειγμα, πήγαιναν σε άλλα νησιά ή τόπους και γράφανε. Εκεί μου διάβασε ο Μανώλης ο Πάππος ένα ποίημα του Φώτη Αγγουλέ. Επισκέπτεται το φεγγάρι τον κρατούμενο στο κελί.

Αυτά τα λέτε στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο;

Βέβαια. Λέω καλωσήλθατε στην ψυχοθεραπεία. Μια διαδικασία που δεν ξέρουμε πού μας οδηγεί. Θα σου πω κάτι. Εκανα δεκάδες εμφανίσεις στην Απανεμιά. Για καιρό. Μια παρέα ήλθε 21 στις 27 εμφανίσεις. Από τη Χαλκίδα. Εκεί φτάνεις σε κατάσταση που νόμιζα πως άκουγα συντονισμένο τον χτύπο από τις καρδιές των ακροατών. Νεκρική σιγή με συμμετοχή. Οταν νιώθω αυτό που νιώθω… τι να πω. Σώθηκα από τις παραστάσεις. Τώρα τις εμφανίσεις στο Γυάλινο τις λέμε «Ο χρόνος δεν είναι με το μέρος κανενός».

Συμφωνείτε με αυτό;

Βέβαια. Γιατί νομίζεις πως ο χρόνος είναι δικός σου. Πού πας, Καραμήτρο;

Το έλεγε και ο Χρόνης Μίσσιος.

Βέβαια. Μόνο η αλήθεια και όλα τα άλλα πεταμένα; Τι ήταν αυτό; Υπέροχος.

Ο Χρόνης είχε στο τέλος αναφορές και στο κλίμα, τη γη.

Είχε μπει βαθιά. Αν διώξεις όλα τα άλλα και δεν σε απασχολούν ανοησίες, αυτά τα τρία ή τέσσερα πράγματα που μένουν μπορείς να ακουμπήσεις και να δεις τις αλήθειες. Αυτό είδε. Εγώ τα βλέπω στη φύση, στα βουνά, στα νερά, στα λαγκάδια. Οταν βλέπω τη φύση και τις εποχές που πια δεν υπάρχουν, γιατί το συνηθίσαμε όλο αυτό; Πώς γίνεται να κλωτσάς ένα νεκρό παιδί να δεις αν κουνιέται;

Το κλίμα και οι αλλαγές του έχουν να κάνουν και με το σύστημα;

Μόνο.

Ναι, αλλά θα σας πει κάποιος και η Κίνα μολύνει.

Προφανώς.

Υπάρχει τάση επιστροφής στα χωριά;

Αναγκαστικά και όχι μόνο στα χωριά. Πολλά ζευγάρια νέα, έχουμε και πάνω. Τριάντα ή τριάντα πέντε χρονών που ήλθαν ή γύρισαν. Ψάχνουν και για ολιστική επιστροφή, ένα άλλο μοντέλο. Πουθενά δεν σε πάει η πόλη όπως είναι. Εχω φίλο που δουλεύει εδώ. «Γιατί μένεις εδώ;» του λέω. Γιατί πάω θέατρο, σινεμά. «Πόσον καιρό έχεις να πας;» τον ρωτώ. Είχε να πάει χρόνια. Κάθε μέρα που ξυπνώ αναρωτιέμαι αν πίκρανα ή όχι έναν άλλο άνθρωπο. Μου λέει φίλος ψυχίατρος, θα το λέω στα συνέδρια το πώς κάνεις κοντρόλ στον εαυτό σου. Είναι δώρο η ζωή.

Είναι δώρο και οι συναντήσεις μας με ανθρώπους; Σκέφτομαι πως κάποτε στη ζωή σας μπήκε ο Θάνος Μικρούτσικος.

Ο,τι είμαι στην πραγματικότητα το οφείλω σε αυτούς τους ανθρώπους. Τον Γιάννη Ρίτσο που γίναμε φίλοι και πήγαινα σπίτι του. Τον Κατράκη. Τον Ξυλούρη. Τον Λοΐζο. Τον Λεοντή. Τον Θάνο, τον Μίκη. Και μέχρι σήμερα τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, τον Καζαντζή. Εδώ είναι όλα, αλλά χρειάζεται γυαλιά για να τα δεις. Μου λέει ο Ντάσο Κούρτι «Ακου μια κοπέλα πώς τραγουδάει. Αναστασία Χατζηαποστολίδου». Επαθα την πλάκα μου. Θέλω να μιλώ γι’ αυτούς. Τους σημαντικούς. Οι ήττες είναι εδώ, αλλά η μεγάλη ήττα δεν θα έλθει.

Πώς γνωριστήκατε με τον Θάνο;

Τραγούδαγα στις παρέες. Δικτατορία τότε. Εκείνος ήταν με τη Μαρίζα Κωχ στην Πλάκα και πήγα να δω την παράσταση. Ετσι γνωριστήκαμε. Ακούει αυτός αργότερα πως εγώ κάνω δίσκο – «Παραστάσεις» – και με εμφανίσεις με τον Λεοντή. Εκεί λέμε το «Να πάψουν πια οι κιθάρες» («Οι Ελευθερωτές»), αυτό ήταν το τραγούδι της Μεταπολίτευσης. Σε συναυλίες με χιλιάδες κόσμου, ευτυχώς δεν κάηκα. Αν δεν είσαι γειωμένος την πάτησες. Είχε έλθει με τον Ρίτσο ο Αραγκόν. Τον γνώρισα επίσης. Αυτά είναι τα δώρα. Τότε όμως με ακούει ο Θάνος και σε μια παράσταση γνωριζόμαστε πιο πολύ. Το 1975 συνεργάζομαι με τον Θάνο. Πρώτα στο «Φουέντε Οβεχούνα». Μετά έρχεται το «Τροπάρια για φονιάδες». Στο Κολωνάκι μια μέρα συναντάμε με τον Θάνο τον Χατζιδάκι. «Εδώ, Μάνο, είναι ένας σπουδαίος τραγουδιστής». «Το ξέρω» λέει ο Μάνος «και η πιο αρσενική φωνή».

Τα τελευταία χρόνια έχει ξαναλατρευτεί το τραγούδι «Δίκοπη ζωή» απ’ τα «Τροπάρια». Γίνεται χαμός με αυτό.

Δεν ξέρω γιατί. Πιστεύω πως τα λόγια του Μάνου Ελευθερίου «να ‘σαι το πουλί και ο κυνηγός», αλλά και πως το τραγούδι είναι τσάμικο, δύο τέταρτα. Ξέρεις πολλά πράγματα παίζουν ρόλο στο υποσυνείδητο του Ελληνα. Του είπε η Μαρία Δημητριάδη «Θέλω να το πω». Της λέει ο Θάνος «Είσαι συγκλονιστική, αλλά δεν μπορείς να το πεις καλύτερα». Στα 70 χρόνια του Μάνου Ελευθερίου, στον Ιανό, παρουσίαζε έναν έναν από εμάς. Κάποια στιγμή λέει πως σε αυτή τη ζωή μεγάλοι δημιουργοί με μελοποίησαν και ερμηνευτές είπαν τα λόγια μου. Κάποιοι από αυτούς βγαίνουν απ’ το συρματόπλεγμα και γίνονται μύθοι. Και λέει εμένα. Το χάρηκα, αλλά ντράπηκα. Και στα δεύτερα γενέθλιά του στο Γκάζι, μου λέει: «Ακουσα κάπου α καπέλα πως λες τον Κώστα Μίχο (σ.σ.: τραγούδι), δεν το λες εδώ;». Και το είπα. Στο τέλος μου είπε πως «μου έκανες τον καλύτερο χαιρετισμό, γιατί δεν βλέπω τη ζωή μου να πηγαίνει μακριά». Και ενάμιση χρόνο μετά πέθανε.

Διαβάζετε;

Διαβάζω ποίηση. Λειβαδίτη, τον λατρεύω. Καβάφη. Μου ‘χε πει ο Ρίτσος πως κανείς δεν μπόρεσε να γράψει και να περισσεύει ή να λείπει κάτι, με τέτοια ακρίβεια. Για τον Καβάφη αυτό. Με έστειλε σε μια καθηγήτρια για φωνή. Αλλά μου λέει πως «δεν ξανακάνουμε μάθημα γιατί θα σε χαλάσω». Είμαι σε παρανομία, κρυβόμουν με τον αδελφό της σκηνοθέτιδος Λάγιας Γιούργου. Και γνωρίζει τον παραγωγό Θεοφίλου. «Πήγαινε» του λέει «να τον ακούσεις στην οικοδομή». Δούλευα τότε σε οικοδομές. Ετσι υπέγραψα συμβόλαιο. Και με πήγε στον Λοΐζο στον Χολαργό και πήρα και προκαταβολή. Φεύγω για να γλιτώσω από την επιστράτευση. Γυρίζω μετά από τρεις μήνες. Πάω στη Χαριλάου Τρικούπη 5 που ήταν η Minos. Και πάω και ήταν σε ένα τραπέζι που ήταν ο Μίκης με άλλους 18. Φαραντούρη, Καρνέζης, Παπαδόπουλος, Λεοντής, Μαρκόπουλος, Λοΐζος, Νταλάρας, Μητσιάς κ.ά. Εκεί με δοκίμασε ο Λεοντής. Ηθελα να πω την «Κατάσταση πολιορκίας». Και όταν άνοιξα τα μάτια είχε γίνει της κακομοίρας. Μπροστά σε αυτούς τραγούδησα. Στα θηρία. «Μου κάνεις», μου λέει ο Λεοντής, και ξεκινήσαμε. Δεν το χω πει ποτέ.

Σας ευχαριστώ.

Απ’ τις λίγες φορές που αισθάνομαι τόσο καλά.