Στόχος έντονων επικρίσεων μετά την πτώση της Καμπούλ, ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν «υπεραμύνθηκε σθεναρά» χθες Δευτέρα της απόφασής του να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από το Αφγανιστάν, λέγοντας ότι η αποστολή της Ουάσιγκτον δεν ήταν ποτέ να οικοδομήσει δημοκρατικό κράτος στην ασταθή χώρα που έπεσε ξανά στα χέρια των Ταλιμπάν.

Οι στόχοι στο Αφγανιστάν

«Επειτα από 20 χρόνια, έμαθα παρά τη θέλησή μου ότι δεν ποτέ δεν ήταν καλή στιγμή για την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων», είπε ο αμερικανός πρόεδρος κατά τη διάρκεια διαγγέλματός του προς το έθνος από τον Λευκό Οίκο.

Υπήρχε τεράστιο ενδιαφέρον για την παρέμβαση αυτή μετά την προεδρική σιωπή κατά τη διάρκεια του ιστορικού Σαββατοκύριακου.

«Η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά έγιναν γρηγορότερα απ’ ό,τι είχαμε προβλέψει», παραδέχτηκε πάντως, αφού χρειάστηκε να επιστρέψει από τις διακοπές του ενώπιον του εύρους της αντιπαράθεσης.

«Η αποστολή μας στο Αφγανιστάν δεν είχε στόχο ποτέ την οικοδόμηση κράτους. Δεν είχε ποτέ στόχο την ίδρυση ενιαίας, κεντροποιημένης δημοκρατίας», δήλωσε ο δημοκρατικός πρόεδρος, προσθέτοντας ότι ο μοναδικός στόχος «παραμένει σήμερα και ήταν πάντα η αποτροπή τρομοκρατικής επίθεσης στο αμερικανικό έδαφος».

Μπροστά στο χάος, ο ένοικος του Λευκού Οίκου απείλησε τους Ταλιμπάν με αντίποινα εάν οι τελευταίοι εμποδίσουν τις επιχειρήσεις εκκένωσης που βρίσκονται σε εξέλιξη στο αεροδρόμιο της Καμπούλ.

Η αντιμετώπιση της Κίνας

Σε περίπτωση επίθεσης, η απάντηση θα είναι «γρήγορη και ισχυρή», δήλωσε ο Μπάιντεν, δεσμευόμενος ότι θα υπερασπιστεί τους αμερικανούς πολίτες με «χρήση συντριπτικής ισχύος εάν είναι απαραίτητο».


Ο νέος «Δρόμος του Μεταξιού» της Κίνας (Belt and Road Initiative – BRI), σε εικονογράφηση του Reuters

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν τη δέσμευσή τους υπέρ των «γυναικών και των νέων κοριτσιών» του Αφγανιστάν, υποσχέθηκε επίσης ο Τζο Μπάιντεν, χαρακτηρίζοντας τις σκηνές στο Αφγανιστάν «σπαρακτικές».

«Τους δώσαμε όλες τις δυνατότητες να καθορίσουν το μέλλον τους», δήλωσε προσθέτοντας ότι «οι αμερικανικές δυνάμεις δεν μπορούν, και δεν θα έπρεπε, να διεξαγάγουν έναν πόλεμο και να πεθάνουν σε έναν πόλεμο στον οποίο δεν έχουν τη θέληση να πολεμήσουν οι αφγανικές δυνάμεις.

Φέρνοντας στο επίκεντρο των εξελίξεων τη στρατηγική στόχευση των ΗΠΑ, υπογράμμισε ότι οι αντίπαλοι τους στη διεθνή σκηνή, η Κίνα και η Ρωσία πρωτίστως, θα «ήθελαν πολύ» οι ΗΠΑ να μείνουν καθηλωμένες στο Αφγανιστάν.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός πως όταν στα μέσα Απριλίου ο Τζο Μπάιντεν ανακοίνωνε επίσημα την έναρξη της αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, ξεκαθάριζε και πάλι ότι η συγκεκριμένη απόφαση δεν είναι παρά μέρος της ευρύτερης προσπάθειας αντιμετώπισης της Κίνας.

«Αντί να επιστρέψουμε στον πόλεμο με τους Ταλιμπάν, πρέπει να επικεντρωθούμε στις προκλήσεις που βρίσκονται μπροστά μας», τόνιζε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, εστιάζοντας στην ανάγκη «να ενισχύσουμε την αμερικανική ανταγωνιστικότητα για να αντιμετωπίσουμε τον σκληρό ανταγωνισμό από μια ολοένα και πιο σίγουρη για τον εαυτό της Κίνα».

Πολύ θα το ήθελαν οι ανταγωνιστές μας

Τον ίδιο στρατηγικό στόχο των ΗΠΑ, την αντιμετώπιση της Κίνας και της Ρωσίας, είχε υπογραμμίσει και ο υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν.

Ο κ. Μπλίνκεν ανέφερε ότι μόνο η αμερικανική δέσμευση να αποσυρθεί οδήγησε τους Ταλιμπάν να διακόψουν τις επιθέσεις εναντίον των αμερικανικών στρατευμάτων.


Ο Αντονι Μπλίνκεν (φωτογραφία Reuters/Mandel Ngan)

Αν η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν είχε αποσυρθεί, είπε στο πρόγραμμα NBC Meet the Press στις 15 Αυγούστου, «Θα ήμουν στην εκπομπή σας αυτή τη στιγμή εξηγώντας γιατί στείλαμε δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες πίσω στο Αφγανιστάν για να ξεκινήσει ξανά ένας πόλεμος που πρέπει να τερματίσουμε».

Σημείωσε επίσης ότι οι Αμερικανοί ξόδεψαν ένα τρισεκατομμύριο δολάρια και περισσότερες από 2.300 ζωές στο Αφγανιστάν.

«Δεν υπάρχει τίποτα που οι στρατηγικοί ανταγωνιστές μας θα ήθελαν περισσότερο από το να μας δουν να βαλτώνουμε και να βυθιζόμαστε στο Αφγανιστάν για άλλα πέντε έως δέκα και 20 χρόνια», είπε ο κ. Μπλίνκεν. «Αυτό δεν είναι προς το εθνικό συμφέρον» πρόσθεσε.

Η αναπροσαρμογή της στρατηγικής

Σύμφωνα με αναλυτές, η αναπροσαρμογή της στρατιωτικής – αλλά και συνολικότερης – παρουσίας των ΗΠΑ στην Κεντρική Ασία φέρνει στο προσκήνιο τη «στροφή στον Ειρηνικό», την οποία οι ΗΠΑ είχαν ιεραρχήσει ως προτεραιότητα από την εποχή της προεδρίας Ομπάμα.

Αυτή η νέα στρατηγική στόχευση προκύπτει από την ανάγκη οι ΗΠΑ να υπερασπιστούν την πρωτοκαθεδρία τους στη διεθνή σκηνή, από τη στιγμή μάλιστα που διαπιστώνουν ότι η απειλή της Κίνας εντείνεται πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι αναμενόταν.

Οι εξελίξεις στη κεντρική Ασία με την οικονομική και εμπορική διείσδυση του Πεκίνου, και με τη σημασία που αποκτά ο νέος «Δρόμος του Μεταξιού» (Belt and Road Initiative – BRI), αλλά και η παρουσία της Ρωσίας, επαναβεβαιώνουν την ένταση των ανταγωνισμών μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων για τον έλεγχο της ενέργειας, των πρώτων υλών και του ιδιαίτερου γεωπολιτικού βάρους της περιοχής που συνδέει ουσιαστικά την Ανατολή με τη Δύση.

Οι ΗΠΑ, άλλωστε, όπως η Ρωσία και η Κίνα, έχουν αφήσει ανοιχτό το παράθυρο της συνεργασίας τους με τη νέα κυβέρνηση των Ταλιμπάν και την πρόσβασή τους σε αυτήν τη χώρα.

Παράθυρο αναγνώρισης των Ταλιμπάν

Η διπλωματία των ΗΠΑ ξεκαθάρισε σήμερα Τρίτη δια του εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι η Ουάσιγκτον δεν θα αναγνώριζε μια κυβέρνηση των Ταλιμπάν παρά μόνο αν το ισλαμιστικό κίνημα σέβεται τα δικαιώματα των γυναικών και απορρίπτει τους τρομοκράτες.

«Σε ό,τι αφορά τη θέση μας έναντι της οποιαδήποτε μελλοντικής κυβέρνησης στο Αφγανιστάν, αυτή θα εξαρτηθεί από τη συμπεριφορά αυτής της κυβέρνησης. Θα εξαρτηθεί από τη συμπεριφορά των Ταλιμπάν», δήλωσε στον Τύπο ο Νεντ Πράις, ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.


Ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Νεντ Πράις (φωτογραφία Reuters/Kevin Lamarque)

Σημείωσε επίσης ότι ο αμερικανός ειδικός επιτετραμμένος, ο Ζαλμάι Χαλιλζάντ, βρίσκεται ακόμη στο Κατάρ, όπου διεξάγονται συνομιλίες με τους Ταλιμπάν επί αρκετούς μήνες, διευκρινίζοντας πως αμερικανοί αξιωματούχοι συνεχίζουν να συζητούν με αντιπροσώπους του ισλαμιστικού κινήματος σε αυτήν τη χώρα του Κόλπου.

Απέφυγε, μάλιστα, να πει με σαφήνεια αν η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να αναγνωρίζει τον Ασραφ Γάνι ως τον νόμιμο πρόεδρο του Αφγανιστάν, μετά τη φυγή του την Κυριακή, καθώς οι Ταλιμπάν ανέτρεπαν την κυβέρνησή του.

«Δεν υπήρξε επίσημη μεταβίβαση της εξουσίας», περιορίστηκε να πει ο κ. Πράις.

«Είναι κάτι για το οποίο συνεργαζόμαστε με τη διεθνή κοινότητα», ανέφερε ο εκπρόσωπος της αμερικανικής διπλωματίας ερωτηθείς ποιον αναγνωρίζουν οι ΗΠΑ ως τον νόμιμο ηγέτη του Αφγανιστάν.

«Η πολιτική κατάσταση εξελίσσεται πολύ γρήγορα», σημείωσε. Σύμφωνα με το Αλ Τζαζίρα, ο κ. Γάνι μετέβη αεροπορικώς στο Ουζμπεκιστάν.

Τα συγχαρητήρια από τη Λιβύη

Μετά τον μουφτή του σουλτανάτου του Ομάν, Αχμαντ μπιν Χάμαντ αλ Χαλίλι, τους Ταλιμπάν συνεχάρη για την κατάκτηση της εξουσίας στο Αφγανιστάν και ο ηγέτης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στη Λιβύη, Αλί αλ Σαλαμπί, εκφράζοντας παράλληλα τη θλίψη του για την αφγανική κυβέρνηση.

Σύμφωνα με την ειδησεογραφική ιστοσελίδα της Λιβύης akhbarlibya24.net, ο Αλί αλ Σαλαμπί σε ανάρτησή του στο Facebook σημείωσε: «Το εξώφυλλο του περιοδικού The Times, το 2001, έγραφε: “Οι τελευταίες μέρες των Ταλιμπάν, με μια εικόνα του Μουλά Ομάρ”. Ποια από τις δύο υποσχέσεις είναι πιο αληθινή».


Φωτογραφική σύνθεση με τον Αλί αλ Σαλαμπί (αριστερά) και την αντιπροσωπεία των Ταλιμπάν στην Ντόχα

Είναι αξιοσημείωτο, γράφει η ιστοσελίδα, ότι ο Αλί αλ Σαλαμπί έχει άμεση σχέση με έναν αριθμό ηγετών της Λιβυκής Ομάδας Μάχης και αυτήν τη στιγμή ηγείται των συναντήσεων της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Τουρκία, σχεδιάζοντας στα παρασκήνια τις κινήσεις τους στη λιβυκή σκηνή.

Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν διατηρεί άριστες επαφές με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους που εξακολουθούν να αποτελούν πολύ υπολογίσιμη δύναμη στη Λιβύη, στην οποία είναι παρόντες από το 1949.

Μετά την πτώση Καντάφι ίδρυσαν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Οικοδόμησης (JCP), ενώ απολαμβάνουν τη στήριξη του Αλί αλ Σαλαμπί, του κληρικού με την πλέον ισχυρότερη επιρροή στη χώρα.

Μέσω του Αλί αλ Σαλαμπί οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι έχουν επίσης αναπτύξει στενές σχέσεις με το Κατάρ.

Οι φιλοφρονήσεις Ερντογάν – Ταλιμπάν

Σε μια παράλληλη εξέλιξη, χθες Δευτέρα, ο μουλά Μοχάμεντ Γιακούπ, γιος του πρώην ηγέτη Μουχάμεντ Ομάρ, και ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα των Ταλιμπάν, προέβη σε σημαντική δήλωση, όπως τη χαρακτήρισε ο Independent Türkçe, επισημαίνοντας ότι «Η Τουρκία είναι μια χώρα με την οποία θέλουμε να δημιουργήσουμε στενές σχέσεις».

«Ζητάμε από τον Ερντογάν να είναι σεβαστός απέναντί μας. Η Τουρκία είναι μια χώρα που φιλοξενεί πολλούς Αφγανούς και θέλουμε να δημιουργήσουμε στενές σχέσεις με αυτούς. Δεν βλέπουμε την Τουρκία ως εχθρό αλλά ως σύμμαχο» τόνισε ο Μοχάμεντ Γιακούπ.

Ακολούθησε, αργότερα χθες, ο εκπρόσωπος των Ταλιμπάν, ο οποίος δήλωσε σε τουρκικό κανάλι που ανήκει στη σφαίρα επιρροής της οικογένειας Ερντογάν ότι οι Ταλιμπάν «θεωρούν την Τουρκία αδελφή ισλαμιστική χώρα και θέλουν βοήθεια και συνεργασία με την ισλαμιστική κυβέρνηση Ερντογάν».

Είχε προηγηθεί, πριν περίπου ένα μήνα, η δήλωσε Ερντογάν ότι η Τουρκία «δεν έχει τίποτα με την ιδεολογία των Ταλιμπάν» και «πιστεύει ότι θα μπορέσει να διαπραγματευτεί την ανάπτυξη τουρκικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν».