Παρ’ όλες τις ευεργετικές για την υγεία ιδιότητες της άσκησης, οι πρόσφατες μελέτες του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Φυσιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας αναδεικνύουν τις πολύ σημαντικές επιπτώσεις των περιβαλλοντικών συνθηκών, όπως της θερμοκρασίας και της ηλιακής ακτινοβολίας, στη φυσιολογική καταπόνηση που βιώνουν οι άνθρωποι που ασκούνται σε εξωτερικό χώρο.

«Είναι απαραίτητη η ενημέρωση των αθλουμένων σχετικά με την επίδραση της ζέστης στη φυσιολογική καταπόνηση που βιώνουν κατά την άσκηση, καθώς επίσης και για τα μέτρα που μπορούν να λάβουν για να μετριάσουν τις επιπτώσεις της σώμα τους» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Δρ. Λεωνίδας Ιωάννου, ο οποίος είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Εργαστήριο Περιβαλλοντικής Φυσιολογίας FAME Lab του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Όπως επίσης τονίζει ο ίδιος, «η καλή ενυδάτωση, η χρήση ελαφρού και ανοιχτόχρωμου ρουχισμού, η επιλογή της σωστής ώρας για άσκηση, καθώς επίσης και η προσαρμογή των χαρακτηριστικών της προπόνησης, αποτελούν απλές αλλά βασικές πτυχές των μέτρων για την προάσπιση της υγείας όσων ασκούνται στη ζέστη».

Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δρ. Ιωάννου «το ανθρώπινο σώμα έχει στη φαρέτρα του μία σειρά από φυσιολογικούς μηχανισμούς που του επιτρέπουν να ασκηθεί ακόμη και στα πιο ακραία περιβάλλοντα. Παρ’ όλα αυτά, η άσκηση στη ζέστη συνοδεύεται από αυξημένη καρδιαγγειακή καταπόνηση που ελλοχεύει κινδύνους για την ίδια τη ζωή του ασκούμενου. Για παράδειγμα, αν ένας αθλητής τρέχει με ταχύτητα 4 χλμ/ώρα έχοντας μία μέση καρδιακή συχνότητα τους 140 παλμούς το λεπτό κατά τη διάρκεια μίας κρύας μέρας του χειμώνα, για να τρέξει με την ίδια ταχύτητα στη ζέστη του καλοκαιριού η καρδιακή του συχνότητα αναμένεται ότι θα αυξηθεί από 20 έως 40 παλμούς, φτάνοντας πολλές φορές μέγιστα επίπεδα».

Στη συνέχεια ο Δρ. Ιωάννου προσθέτει: «Επιπλέον, ο αυξημένος ρυθμός εφίδρωσης που παρουσιάζουν οι ασκούμενοι στη ζέστη οδηγεί πολλές φορές στην αφυδάτωση πέραν του άτυπου ορίου του 2% της συνολικής μάζας σώματος, το οποίο είναι γνωστό ότι αυξάνει κατακόρυφα τον κίνδυνο για ασκησιογενή θερμοπληξία» και συνεχίζει, «ο κίνδυνος δε, μεγεθύνεται εκθετικά όταν η άσκηση στη ζέστη συνοδεύεται από έκθεση σε υψηλά επίπεδα ηλιακής ακτινοβολίας, όπως έχουν δείξει οι πρόσφατες μελέτες του Εργαστηρίου μας». Ο ερευνητής επιπλέον αναφέρει ότι «είναι δυστυχές το γεγονός ότι πυκνώνουν οι αναφορές μοιραίων περιπτώσεων ασκησιογενούς θερμοπληξίας στην Ελλάδα. Ο κίνδυνος αυτός είναι πολλαπλάσια αυξημένος κατά τη διάρκεια αθλητικών δρώμενων, καθώς φαίνεται ότι περίπου τρεις στου χίλιους αθλητές υψηλών επιδόσεων βιώνουν συμπτώματα ασκησιογενούς θερμοπληξίας κατά ή μετά το πέρας ενός αγώνα στη ζέστη».

Η έκθεση στη ζέστη κατά την άσκηση έχει σημαντικές προεκτάσεις και στο κομμάτι της αθλητικής απόδοσης και επίδοσης, όπως αναλύει στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος Μάντζιος, ο οποίος είναι ερευνητής στο Εργαστήριο και υποψήφιος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Ο κ. Μάντζιος εξηγεί ότι «περίπου ένας στους τέσσερις αγώνες υψηλού επιπέδου διεξάγεται σε ζεστό ή πολύ ζεστό περιβάλλον με αποτέλεσμα να μειώνεται η αθλητική επίδοση μέχρι και 8% της μέγιστης δρομικής ικανότητας ενός αθλητή. Μεταφράζοντας αυτό το ποσοστό, ένας δρομέας που έχει πετύχει ατομικό ρεκόρ τρεις ώρες στο Μαραθώνιο σε φυσιολογικές συνθήκες, θα χρειαστεί επιπλέον δέκα λεπτά για να τερματίσει σε ένα Μαραθώνιο που διεξάγεται σε περιβάλλον 30 °C». Ο ερευνητής συνεχίζει, «οι αρνητικές αυτές επιπτώσεις παρατηρούνται σε επαγγελματίες και μη, αθλητές που συμμετέχουν σε αγώνες αποστάσεων μεγαλύτερες των πέντε χιλιομέτρων.

Αν υποθέσουμε πως ένας μαραθωνοδρόμος υψηλών επιδόσεων με ατομικό ρεκόρ τις δύο ώρες και πέντε λεπτά (02:05:00) πρόκειται να τρέξει στους επερχόμενους Ολυμπιακούς αγώνες του Τόκιο στους οποίους προβλέπεται ότι η θερμοκρασία διεξαγωγής του αγώνα θα είναι 21 °C. Ο αθλητής αυτός προβλέπεται ότι θα τερματίσει τέσσερα περίπου λεπτά αργότερα, έχοντας χρόνο τερματισμού τις δύο ώρες και εννέα λεπτά (02:09:11).».

Σύμφωνα με τον κ. Μάντζιο, «στο πιο πρόσφατο άρθρο του Εργαστηρίου μας που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Αμερικανικού Κολεγίου Αθλητιατρικής, οι ιδανικότερες περιβαλλοντικές συνθήκες διεξαγωγής των αγώνων αντοχής κυμαίνονται από 10 έως 17.5 °C. Στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, στις συνθήκες αυτές οι αθλητές πετυχαίνουν τις μέγιστες επιδόσεις τους.» Συμπερασματικά, ο ερευνητής αναφέρει: «Οι διοργανωτές αγώνων θα πρέπει να αξιολογήσουν τις περιβαλλοντικές συνθήκες και να υιοθετήσουν οδηγίες που θα συμβάλουν στη μεγιστοποίηση της απόδοση των αθλητών. Ταυτόχρονα, οι αθλητές και οι προπονητές θα πρέπει να εκπαιδεύονται σχετικά με τις επιπτώσεις της ζέστης στην υγεία και την απόδοση των αθλητών και να προετοιμάζονται χρησιμοποιώντας ανάλογες στρατηγικές».

Τέλος, οι ερευνητές σημειώνουν: «Το Εργαστήριο Περιβαλλοντικής Φυσιολογίας FAME Lab πρωτοστατεί στη διεξαγωγή έρευνας που στοχεύει στην προάσπιση της ανθρώπινης υγείας και απόδοσης κατά την έκθεση σε αντίξοες περιβαλλοντικές συνθήκες, όπως η ζέστη, το κρύο, το υψόμετρο, ο βυθός και το διάστημα. Μελέτες μας έχουν διεξαχθεί σε συνεργασία με κορυφαίους οργανισμούς σε όλες τις ηπείρους, καθώς επίσης και στα πιο ακραία περιβάλλοντα του πλανήτη, όπως η έρημος Σαχάρα και το Έβερεστ».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ