Η συζήτηση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών την περασμένη Παρασκευή στη Βουλή για την εξελισσόμενη υγειονομική κρίση είχε εξάρσεις και εντάσεις, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις. Κατεγράφησαν αντιπαραθέσεις και διαφωνίες, υψώθηκαν οι τόνοι, αλλά είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι οι ομιλίες ήταν εν πολλοίς τεχνικές, επί του συγκεκριμένου θέματος, και δεν ξέφυγαν από αυτά καθαυτά τα θέματα της διαχείρισης του πανδημικού φαινομένου. Ανεξαρτήτως των όποιων διαφορετικών απόψεων, οι πολίτες ένιωσαν ότι οι περισσότεροι πολιτικοί αρχηγοί έχουν ασχοληθεί πραγματικά με τα τρέχοντα προβλήματα της Υγείας, την κατάσταση και τις ανάγκες των νοσοκομείων, τα εμβόλια και τους εμβολιασμούς, τις αγωνίες και την αδημονία των πολιτών. Από αυτή την άποψη ήταν πράγματι ελπιδοφόρος η συζήτηση. Αν επεκταθεί και σε άλλα θέματα και προβλήματα της δημόσιας ζωής, ωφελημένος θα βγει ο ελληνικός λαός.

Βέβαια, για να είμαστε ακριβείς, παρά ταύτα, κοινός τόπος δεν προέκυψε, καθώς η διάσταση απόψεων παρέμεινε μεγάλη και αγεφύρωτη. Προφανώς λόγω διαφορετικής οπτικής. Ο Πρωθυπουργός ήθελε την κρίση ελεγχόμενη και την κυβερνητική προσπάθεια επιτυχημένη και κατά την εξέλιξη του δεύτερου κύματος, ενώ ο κ. Τσίπρας αμφισβητούσε την επιτυχία της κυβερνητικής πολιτικής στη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου, αποδίδοντας κυρίως ευθύνες για την ένταση του φαινομένου στη Βόρεια Ελλάδα. Οπως και να έχει πάντως, η πανδημία είναι μπροστά, οι επόμενοι μήνες, παρά την ελπίδα των εμβολίων, θα είναι δύσκολοι και κατά τα φαινόμενα θα προσφερθούν νέες ευκαιρίες για ανάλογες συζητήσεις.