Βρετανοί επιστήμονες ανακάλυψαν ότι η φυσική ορμόνη κισπεπτίνη, μπορεί να ενισχύσει τη δραστηριότητα σε εγκεφαλικές περιοχές που σχετίζονται με το συναίσθημα και την ερωτική επιθυμία. Αυτό πρακτικά δημιουργεί ελπίδες ότι ίσως μελλοντικά μπορέσει να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία διαφόρων ψυχοσεξουαλικών προβλημάτων.

Σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Journal of Clinical Investigation, επιστημονική ομάδα του Τμήματος Ιατρικής του Κολεγίου Imperial του Λονδίνου, με επικεφαλής τον καθηγητή Γουαλτζίτ Ντίλο και τον κύριο συγγραφέα της μελέτης τον Δρ Αλέξανδρο Κομνηνό, διενήργησαν διπλή τυφλή ελεγχόμενη με εικονικό σκεύασμα μελέτη σε δείγμα 29 υγιών ετεροφυλόφιλων ανδρών.

Οι συμμετέχοντες αρχικά έκαναν, είτε ενέσεις κισπεπτίνης, είτε ενέσεις με εικονική δραστική ουσία και στη συνέχεια κλήθηκαν να δουν διάφορες εικόνες με ρομαντικό, σεξουαλικό ή αδιάφορο περιεχόμενο. Ταυτόχρονα, οι επιστήμονες παρακολουθούσαν την εγκεφαλική τους δραστηριότητα μέσω μαγνητικής απεικόνισης.

Από την επεξεργασία των δεδομένων προέκυψε ότι, η κισπεπτίνη πυροδότησε τη δραστηριότητα στις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με το σεξ και το συναίσθημα, ενώ παράλληλα μειώθηκε η αρνητική συναισθηματική διάθεση των εθελοντών, πράγμα που επίσης ανοίγει προοπτικές για τη χρήση της για τη θεραπεία και της κατάθλιψης.

Οι άνθρωποι που είχαν τη μικρότερη σεξουαλική επιθυμία, φάνηκε να ωφελούνται περισσότερο.

Η κισπεπτίνη είναι μια ορμόνη που παράγεται φυσικά στο σώμα, ενεργοποιώντας την απελευθέρωση άλλων αναπαραγωγικών ορμονών, γι’ αυτό αυξάνει κατά την εφηβεία. Θεωρείται υπεύθυνη σε μεγάλο βαθμό για την αυξημένη σεξουαλική διάθεση των νέων.

Σύμφωνα με τον Δρ Κομνηνό, θα χρειασθούν περαιτέρω μελέτες, προτού η συγκεκριμένη ορμόνη πιθανώς αξιοποιηθεί κλινικά, μεταξύ άλλων από ζευγάρια που δυσκολεύονται να αποκτήσουν απογόνους όχι εξαιτίας βιολογικών διαταραχών, αλλά ψυχοσεξουαλικών. Γι’ αυτό, η επόμενη μεγαλύτερη μελέτη θα εστιάσει αφενός σε άνδρες με ψυχικές διαταραχές οι οποίες έχουν επιπτώσεις στη σεξουαλική συμπεριφορά τους, αφετέρου και σε γυναίκες.

Επιμέλεια: Μαίρη Μπιμπή

health.in.gr,ΑΠΕ-ΜΠΕ