Τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D στον οργανισμό ενδεχομένως να προδιαθέτουν σε αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης καρκίνου της ουροδόχου κύστης, υποστηρίζουν βρετανοί ερευνητές σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασαν στο ετήσιο συνέδριο της Βρετανικής Εταιρείας Ενδοκρινολογίας στο Μπράιτον της Αγγλίας.

Επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου του Γουάργουικ, με επικεφαλής την Δρ Ροζμαρι Μπλαντ, αξιολόγησαν στοιχεία επτά ερευνών και διαπίστωσαν ότι στις πέντε από αυτές υπήρχαν αποδείξεις ότι τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο καρκίνου στην ουροδόχο κύστη.

Σε πειράματα που έκαναν με κύτταρα της ουροδόχου κύστης, διαπίστωσαν ότι αυτά ενεργοποιούνται και ανταποκρίνονται στην βιταμίνη D. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να προκαλέσει αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος. Δηλαδή, πρακτικά αυτό σημαίνει ότι το ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να συμβάλλει στην πρόληψη του καρκίνου εντοπίζοντας και καταστρέφοντας τα μη φυσιολογικά κύτταρα πριν εκδηλώσουν καρκίνου.

«Σίγουρα απαιτούνται περισσότερες κλινικές μελέτες για την τεκμηρίωση του συσχετισμού, αλλά σε κάθε περίπτωση η μελέτη μας δείχνει ότι τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D στο αίμα μπορεί να εμποδίσουν τα κύτταρα της ουροδόχου κύστης να έχουν μια επαρκή αντίδραση στα μη φυσιολογικά κύτταρα» εξήγησε η Δρ Μπλαντ.

Έσπευσε πάντως να σημειώσει ότι, η μελέτη δεν αποδεικνύει ότι η βιταμίνη D μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο καρκίνου της ουροδόχου κύστης. «Καθώς η βιταμίνη D είναι ένα φθηνό και ασφαλές συμπλήρωμα διατροφής, η πιθανή χρήση της στην πρόληψη του καρκίνου είναι μεν ελπιδοφόρος αλλά θα πρέπει να μελετηθεί με προσοχή» κατέληξε η ερευνήτρια.

Να σημειωθεί ότι ο οργανισμός μας παράγει βιταμίνη D δια της έκθεσης μας στον ήλιο. Επίσης, μπορούμε να λάβουμε βιταμίνη D από τρόφιμα, όπως τα λιπαρά ψάρια και οι κρόκοι των αβγών. Παλαιότερες μελέτες έχουν συσχετίσει την ανεπάρκεια βιταμίνης D με τα καρδιακά νοσήματα, την πνευματική εξασθένηση, αυτοάνοσες παθήσεις και τον καρκίνο.

Μαίρη Μπιμπή

health.in.gr