Η θεραπεία με ουστεκινουμάμπη προκαλεί κλινική ανταπόκριση και κλινική ύφεση σε ενήλικους ασθενείς με μέτρια ως σοβαρή νόσο Crohn οι οποίοι προηγουμένως είχαν εμφανίσει αποτυχία ή έλλειψη ανοχής σε μία ή περισσότερες θεραπείες με αναστολέα παράγοντα νέκρωσης όγκων (TNF)-άλφα (πληθυσμός αποτυχίας αντι-TNF), σύμφωνα με δεδομένα Φάσης 3 από τη μελέτη UNITI-1 που παρουσιάστηκαν στο 11ο Συνέδριο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Νόσου Crohn και Κολίτιδας (ECCO).

Η UNITI-1, μια Φάσης 3, πολυκεντρική, τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη παράλληλων ομάδων, αξιολόγησε την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της θεραπείας εισαγωγής με ουστεκινουμάμπη σε ενήλικους ασθενείς με μέτρια ως σοβαρή νόσο Crohn.

Οι ασθενείς (n=741) τυχαιοποιήθηκαν ισομερώς σε λήψη εφάπαξ ενδοφλέβιας έγχυσης εικονικού φαρμάκου, ουστεκινουμάμπης 130 mg ή ουστεκινουμάμπης ~6 mg/kg (διαβάθμιση της δοσολογίας ανάλογα με το βάρος: οι ασθενείς με σωματικό βάρος μικρότερο ή ίσο με 55 kg έλαβαν 260 mg, οι ασθενείς με βάρος μεγαλύτερο των 55 kg και μικρότερο ή ίσο με 85 kg έλαβαν 390 mg και οι ασθενείς με βάρος μεγαλύτερο των 85 kg έλαβαν 520 mg) κατά την εβδομάδα 0.

Όλοι οι ασθενείς που συμμετείχαν στην μελέτη είχαν προηγουμένως εμφανίσει αποτυχία ή έλλειψη ανοχής στην χορήγηση τουλάχιστον μιας θεραπείας αντι-TNF-άλφα.

Tο πρωτεύον καταληκτικό σημείο ήταν η κλινική ανταπόκριση κατά την εβδομάδα 6, που μετρήθηκε με βάση το ποσοστό ασθενών οι οποίοι πέτυχαν μείωση κατά τουλάχιστον 100 βαθμούς της βαθμολογίας του CDAI σε σχέση με το σημείο αναφοράς (baseline).

Τα κύρια δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία κατά την εβδομάδα 8 περιλάμβαναν την κλινική ανταπόκριση και την κλινική ύφεση (που ορίζονταν ως μείωση κατά τουλάχιστον 150 βαθμούς της βαθμολογίας του CDAI). Την εβδομάδα 8, οι ασθενείς είτε μεταφέρονταν στην μελέτη συντήρησης IM-UNITI ή θα έπρεπε να ολοκληρώσουν μια περίοδο παρακολούθησης ασφάλειας ως την εβδομάδα 20.

Κατά την εβδομάδα 6, 34% των ασθενών που έλαβαν ουστεκινουμάμπη 130 mg και 34% των ασθενών που έλαβαν ουστεκινουμάμπη ~6 mg/kg πέτυχαν κλινική ανταπόκριση, όπως αυτή ορίζεται με μείωση κατά τουλάχιστον 100 βαθμούς του Δείκτη Δραστηριότητας της Νόσου Crohn (CDAI) σε σχέση με το σημείο αναφοράς (baseline), σε σύγκριση με 22% για τους ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο (P = 0.002 για την ουστεκινουμάμπη 130 mg; P = 0.003 για την ουστεκινουμάμπη ~6 mg/kg).1 Ο CDAI είναι ένα βοήθημα αξιολόγησης της νόσου με βάση τα συμπτώματα που χρησιμοποιείται συνήθως στις κλινικές μελέτες για την ποσοτικοποίηση της δραστηριότητας της νόσου Crohn.

Κατά την εβδομάδα 8, 34% και 38% των ασθενών που έλαβαν ουστεκινουμάμπη 130 mg και ουστεκινουμάμπη ~6 mg/kg, αντίστοιχα, πέτυχαν κλινική ανταπόκριση, σε σύγκριση με 20% για τους ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο (P < 0.001). Επιπλέον, 16% των ασθενών που έλαβαν ουστεκινουμάμπη 130 mg και 21% των ασθενών που έλαβαν ουστεκινουμάμπη ~6 mg/kg πέτυχαν κλινική ύφεση κατά την εβδομάδα 8, όπως αυτή ορίζεται με βαθμολογία CDAI κάτω των 150 βαθμών, σε σύγκριση με 7%ό για τους ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο (P = 0.003 για την ουστεκινουμάμπη 130 mg, P < 0.001 για την ουστεκινουμάμπη ~6 mg/kg).

Εκτός από τις σημαντικές βελτιώσεις των σημείων και συμπτωμάτων όπως αυτά αξιολογήθηκαν με βάση το CDAI, αμφότερες οι δόσεις της ουστεκινουμάμπης είχαν ως αποτέλεσμα σημαντικές βελτιώσεις στο Ερωτηματολόγιο Φλεγμονώδους Νόσου του Εντέρου (IBDQ), ενός μέσου μέτρησης της σχετιζόμενης με την υγεία ποιότητας ζωής των ασθενών με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου (IBD), καθώς και σημαντικές μειώσεις των δεικτών φλεγμονής, όπως της λακτοφερίνης και της καλπροτεκτίνης κοπράνων και της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP) (P < 0.001 για την ουστεκινουμάμπη ~6 mg/kg; P = 0.012 για την ουστεκινουμάμπη 130 mg).

Μέχρι την εβδομάδα 8 (περίοδος ελέγχου με εικονικό φάρμακο), υπήρχαν παρόμοια ποσοστά αναφορών ανεπιθύμητων ενεργειών (ΑΕ), σοβαρών ΑΕ και λοιμώξεων μεταξύ των θεραπευτικών ομάδων της ουστεκινουμάμπης και του εικονικού φαρμάκου. Μια περίπτωση μηνιγγίτιδας από Λιστέρια αναφέρθηκε στην ομάδα της ουστεκινουμάμπης ~6 mg/kg. Δεν παρατηρήθηκαν κακοήθη νεοπλάσματα, θάνατοι, περιπτώσεις φυματίωσης ή μείζονα ανεπιθύμητα καρδιαγγειακά συμβάματα (MACE) στους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με ουστεκινουμάμπη.

Αυτά τα ευρήματα ακολουθούν τα αποτελέσματα Φάσης 3 της μελέτης UNITI-2, που τεκμηρίωσαν την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της ουστεκινουμάμπης σε ασθενείς στους οποίους η συμβατική θεραπεία είχε προηγουμένως αποτύχει και που στην πλειονότητά τους δεν είχαν προηγούμενο ιστορικό λήψης αντι-TNF-άλφα θεραπείας.

Αιτήσεις προς τις ρυθμιστικές αρχές για την έγκριση της ουστεκινουμάμπης για την θεραπευτική αντιμετώπιση της μέτριας ως σοβαρής ενεργής νόσου Crohn βρίσκονται επί του παρόντος υπό εξέταση στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ.

Η ουστεκινουμάμπη, ένας ανθρώπινος ανταγωνιστής της IL-12 και της IL-23, έχει εγκριθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την θεραπευτική αντιμετώπιση της μέτριας ως σοβαρής ψωρίασης κατά πλάκας σε ενήλικους που απέτυχαν να ανταποκριθούν ή εμφανίζουν κάποια αντένδειξη ή έλλειψη ανοχής σε άλλες ή εμφανίζουν δυσανεξία σε άλλες συστηματικές θεραπείες όπως η κυκλοσπορίνη, η μεθοτρεξάτη ή το ψωραλένιο συν φωτοθεραπεία με υπεριώδη ακτινοβολία Α (PUVA).

Η ουστεκινουμάμπη ενδείκνυται επίσης για την θεραπευτική αντιμετώπιση της μέτριας ως σοβαρής ψωρίασης κατά πλάκας σε έφηβους ασθενείς ηλικίας 12 ετών ή μεγαλύτερους που εμφανίζουν ανεπαρκή έλεγχο ή έλλειψη ανοχής σε άλλες συστηματικές θεραπείες ή φωτοθεραπείες. Επιπλέον, η ουστεκινουμάμπη έχει εγκριθεί σε μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη για την θεραπευτική αντιμετώπιση της ενεργής ψωριασικής αρθρίτιδας σε ενήλικους ασθενείς που έχουν εμφανίσει ανεπαρκή ανταπόκριση σε προηγούμενη θεραπεία με μη βιολογικά νοσοτροποιητικά αντιρευματικά φάρμακα (DMARD).

Ο καθηγητής Πολ Ρατγκεερτς, ομότιμος καθηγητής Ιατρικής και πρώην διευθυντής του Διεπιστημονικού Τμήματος Ενδοσκόπησης του Καθολικού Πανεπιστημίου της Λουβεν του Βελγίου και μέλος της επιτροπής συντονισμού της ουστεκινουμάμπης στη νόσο Crohn σχολιάζει ότι «τα αποτελέσματα της μελέτης UNITI-1 αναδεικνύουν ότι η θεραπεία με ουστεκινουμάμπη προκάλεσε κλινική ανταπόκριση και ύφεση σε ασθενείς με μέτρια ως σοβαρή νόσο Crohn στους οποίους η προηγούμενη θεραπεία με αναστολείς TNF είχε αποτύχει. Καθώς δύο μελέτες Φάσης 3 έναρξης θεραπείας τεκμηρίωσαν την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της ουστεκινουμάμπης σε πληθυσμούς χωρίς προηγούμενο ιστορικό θεραπείας με αντι-TNF-άλφα και σε πληθυσμούς με αποτυχία θεραπείας, αναμένουμε με ανυπομονησία τα προσεχή ευρήματα των μελετών συντήρησης. Η ανάγκη επαγωγής και διατήρησης του ελέγχου των συμπτωμάτων της νόσου είναι κεφαλαιώδης κατά την θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου Crohn».

Αξίζει να σημειωθεί ότι, περισσότερα από πέντε εκατομμύρια άτομα, παγκοσμίως, ζουν με νόσο Crohn και ελκώδη κολίτιδα – που είναι συλλογικά γνωστές ως φλεγμονώδης νόσος του εντέρου (IBD). Η νόσος Crohn είναι μια χρόνια φλεγμονώδης διαταραχή του γαστρεντερικού σωλήνα που προσβάλλει σχεδόν 250.000 άτομα στην Ευρώπη. Tο αίτιο της νόσου Crohn δεν είναι γνωστό, αλλά η νόσος σχετίζεται με διαταραχές του ανοσιακού συστήματος που θα μπορούσαν να πυροδοτούνται από γενετική προδιάθεση, την διατροφή ή άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Τα συμπτώματα της νόσου Crohn μπορούν να είναι ποικίλα αλλά συχνά περιλαμβάνουν κοιλιακό πόνο και ευαισθησία, συχνές διάρροιες, αιμορραγία από το ορθό, απώλεια βάρους και πυρετό. Επί του παρόντος δεν υπάρχει ίαση για τη νόσο Crohn.

health.in.gr