Εν τέλει το ανθρώπινο γονιδίωμα φαίνεται να επηρεάζει σε μικρό βαθμό το πόσα χρόνια θα σπουδάσει ένας άνθρωπος στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης, σύμφωνα με διεθνή μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Nature.

Επιστήμονες από διάφορες ευρωπαϊκές και άλλες χώρες (περιλαμβανομένων του καθηγητή Γιώργου Δεδούσης και της Ιωάννας Καλαφάτη από το Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας – Διατροφής του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, καθώς επίσης του καθηγητή Πάνου Δελούκας και της Σταυρούλας Κανόνη από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Queen Mary του Λονδίνου) με επικεφαλής τον Φίλιπ Κέλινγκερ του Πανεπιστημίου VU του Άμσντερνταμ, εντόπισαν 74 γονίδια που σχετίζονται με το μορφωτικό επίπεδο.

Οι ερευνητές ανέλυσαν το γονιδίωμα σχεδόν 294.000 ατόμων άνω των 30 ετών από 15 χώρες και αναζήτησαν γενετικούς παράγοντες που φαίνεται να επηρεάζουν τη διάρκεια των σπουδών. Όμως, τόνισαν ότι πρωτίστως το μορφωτικό επίπεδο επηρεάζεται από κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες και πολύ λιγότερο από γενετικούς.

Τα γονίδια εν μέρει επιδρούν στις νοητικές ικανότητες ενός ανθρώπου και σε ορισμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, όπως η επιμονή, τα οποία, με τη σειρά τους, επηρεάζουν τον αριθμό των ετών της εκπαίδευσης.

Όμως, η συνολική επίδραση των 74 γονιδίων στις διαφορές του μορφωτικού επιπέδου μεταξύ των ανθρώπων εκτιμάται από 0,5% έως το πολύ 1%. Οι ερευνητές εκτιμούν πάντως ότι χιλιάδες ακόμη γονίδια, άγνωστα έως τώρα, παίζουν ρόλο στο μορφωτικό επίπεδο, το καθένα ασκώντας μια ανεπαίσθητη επίδραση.

Συνολικά, οι γενετιστές εκτιμούν ότι η γενετική επίδραση στο μορφωτικό επίπεδο μπορεί να εξηγεί έως και το 20% των διαφορών του μορφωτικού επιπέδου μεταξύ των ανθρώπων, ενώ το υπόλοιπο 80% έχει να κάνει με κοινωνικούς-περιβαλλοντικούς παράγοντες.

Αλλά δεν συμφωνούν όλοι ότι η γενετική «συνιστώσα» μπορεί να είναι τόσο σημαντική και μερικοί θεωρούν ότι η συμβολή της κινείται μάλλον κοντά στο 3%.

Η μελέτη δείχνει, επίσης, ότι ορισμένα από τα 74 γονίδια που εντοπίσθηκαν, φαίνεται να επικαλύπτονται με γονίδια που σχετίζονται με τις καλύτερες επιδόσεις στα νοητικά τεστ, πράγμα που δείχνει ότι το μορφωτικό επίπεδο και η νοημοσύνη έχουν κάποια συνάφεια.

Από την άλλη, ορισμένα άλλα από τα 74 γονίδια εμπλέκονται στην ανάπτυξη του εγκεφάλου, ενώ σχετίζονται και με διάφορες παθήσεις, όπως η νόσος Αλτσχάιμερ, η διπολική διαταραχή και η σχιζοφρένεια.

Σύμφωνα με τον αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνια Ντάνιελ Μπένζαμιν «είναι απλουστευτικό και απολύτως παραπλανητικό να μιλάει κανείς για «γονίδια της μόρφωσης». Από την άλλη, επιβεβαίωνεται ότι το μορφωτικό επίπεδο, εκτός από το περιβάλλον, επηρεάζεται και από τα γονίδια, αν και η επίδραση των επιμέρους γενετικών παραγόντων είναι μικρή».

Κι ενώ ορισμένοι επιστήμονες θεωρούν ότι η νέα ανακάλυψη θα βοηθήσει ανάλογες μελέτες στο πεδίο της βιοϊατρικής και της κοινωνικής πολιτικής, άλλοι δηλώνουν αντίθετοι με την ανάδειξη του γενετικού παράγοντα, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο μπορεί να υποβαθμίσει την σαφώς μεγαλύτερη σημασία που έχουν η ανατροφή, η ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος μιας χώρας κ.α.

«Κυβερνήσεις και χρηματοδότες πρέπει να ‘τραβήξουν την πρίζα’ από τέτοιες μελέτες, οι οποίες προσφέρουν ελάχιστα χρήσιμα πράγματα στην κατανόησή μας» σχολιάζουν οι ανθρωπολόγοι Αν Μπιουκάναν και Κένεθ Γουάις του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια.

Όμως, ο γενετιστής Ρόμπερτ Πλόμιν του Βασιλικού Κολεγίου του Λονδίνου, ευελπιστεί ότι όσο περισσότερο φως πέφτει στο γενετικό υπόβαθρο της μόρφωσης, τόσο ανοίγει ο δρόμος για την ανάπτυξη ακόμη και γενετικών τεστ που θα προβλέπουν τις εκπαιδευτικές επιδόσεις κάθε ανθρώπου και πόσο καλά θα τα πάει ένας μαθητής στις εξετάσεις.

Επιμέλεια: Μαίρη Μπιμπή

health.in.gr,ΑΠΕ-ΜΠΕ