Ένα διαγνωστικό τεστ ανίχνευσης παράνομων ουσιών στον οργανισμό των αθλητών (anti-doping), 1.000 φορές πιο ευαίσθητο από αυτά που υπάρχουν σήμερα, ανακοίνωσαν ότι δημιούργησαν αμερικανοί επιστήμονες κατά τη διάρκεια του ετήσιου συνεδρίου της Αμερικανικής Εταιρείας Χημικών.

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Τέξας, στο Άρλινγκτον, με επικεφαλής τον Δρ Ντάνιελ Άρμστρονγκ, σε εργαστηριακά πειράματα που έκαναν απέδειξαν ότι η διαγνωστική εξέταση μπορεί να ανιχνεύσει τα στεροειδή και τις διεγερτικές ουσίες, ακόμη και όταν αυτές υπάρχουν σε ελάχιστες συγκεντρώσεις στον οργανισμό του αθλητή, ή έχουν περάσει χρόνια από την χρήση τους.

Τα περισσότερα τεστ anti-doping σήμερα βασίζονται στην φασματομετρία μαζών, η οποία όμως, παρά τις επιτυχίες της, έχει και προβλήματα, καθώς ορισμένα χημικά υποπροϊόντα των αναβολικών ουσιών είναι τόσο μικρά, που δεν μπορούν να ανιχνευτούν.

Το νέο anti-doping τεστ βελτιώνει περαιτέρω τις δυνατότητες της φασματομετρίας μαζών, ώστε να «πιάνει» και τα πιο αδιόρατα χημικά «ίχνη» στον οργανισμό του αθλητή. Αυτό επιτυγχάνεται χάρη σε μια χημική ουσία, που προσκολλάται και στα παραμικρά υπολείμματα των στεροειδών, αμφεταμινών, αντικαταθλιπτικών και αλκοολούχων ουσιών, ώστε να τις καταστήσει πλέον ορατές στο τεστ anti-doping.

Ειδικά όσον αφορά τα στεροειδή, το νέο τεστ έχει ευαισθησία περίπου 100 φορές μεγαλύτερη από τα υπάρχοντα, με αποτέλεσμα, όπως εξηγεί ο Δρ Άρμστρονγκ, να είναι εφικτό να ανιχνευθεί μια τέτοια ουσία ακόμα και μερικά χρόνια αφότου την έχει πάρει ο αθλητής.

Εφόσον, η αποτελεσματικότητα του νέου τεστ anti-doping επιβεβαιωθεί και από άλλους επιστήμονες, αναμένεται να δώσει πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες στις αρμόδιες αρχές, ώστε να εντοπίζουν τους αθλητές που ντοπάρονται.

Προς το παρόν πάντως, ούτε η Παγκόσμια Υπηρεσία Anti-doping (WADA), ούτε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή έχουν σχολιάσει την αμερικανική μελέτη και τις προοπτικές της. Ωστόσο, μια παραλλαγή της νέας διαγνωστικής μεθόδου χρησιμοποιείται ήδη για την ανίχνευση αδιόρατων ποσοτήτων ρυπογόνων ουσιών από τις βιομηχανίες.

Επιμέλεια: Μαίρη Μπιμπή

health.in.gr,ΑΠΕ-ΜΠΕ