Κωστούλας Γεώργιος

«Δεν πρέπει να είμαστε αμέριμνοι. Ο χρόνος κυλάει». Με αυτή τη δραματική προειδοποίηση κλείνει τον πρόλογό του στην πρώτη έκθεση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας, για την πρόοδο που έχει συντελεστεί στον τομέα της «καθαρής» ενέργειας, ο διευθυντής της ΙΕΑ, Νομπούο Τανάκα.

Η συγκυρία δεν αφήνει περιθώρια για χρονοτριβή. Τρία χρόνια μετά την εκτίναξή τους σε ανήκουστα ύψη, οι τιμές στις διεθνείς αγορές πετρελαίου έχουν πάρει και πάλι την ανιούσα. Μετά το πυρηνικό δυστύχημα στη Φουκουσίμα, ορυκτά καύσιμα, το κάρβουνο και το φυσικό αέριο, προβάλλουν ως οι πιο πρόσφοροι, προσωρινοί αντικαταστάτες της πυρηνικής ενέργειας.

Οι χώρες του πλανήτη επιμένουν να φιλονικούν για το πως θα αποφευχθεί μια άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη, μεγαλύτερη από 2 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2050.

«Οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι στην πολιτική σταθερότητα και την οικονομική δραστηριότητα, που δημιουργούνται από την εξάρτηση του κόσμου από τα ορυκτά καύσιμα, είναι και πάλι τόσο εμφανείς όσο εμφανής είναι και η μακροπρόθεσμη απειλή στην περιβαλλοντική βιωσιμότητα που συνιστά αυτή η εξάρτηση», τονίζει ο Νομπούο Τανάκα.

Και απευθύνει πρόσκληση: «για να σπάσουμε αυτή την εξάρτηση, ο κόσμος χρειάζεται μια επανάσταση «καθαρής» ενέργειας».

Είναι, στην πραγματικότητα, εφικτή μια τέτοια επανάσταση; Μπορούν οι κοινωνίες να κινητοποιήσουν, έγκαιρα, τα τεράστια κεφάλαια που χρειάζεται; Σε αυτά τα ερωτήματα προσπαθεί να απαντήσει η έκθεση Clean Energy Progress Report, που παρουσίασε την προηγούμενη εβδομάδα η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας στη συνάντηση υπουργών για την «Καθαρή» Ενέργεια, στο Άμπου Ντάμπι.

Τον θεσμό εγκαινίασε το 2010, ο Αμερικανός υπουργός Ενέργειας, Στίβεν Τσου και στην τελευταία συνάντηση συμμετείχαν υπουργοί από χώρες στις οποίες αντιστοιχεί πάνω από το 80% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Επιδοτήσεις στα ορυκτά καύσιμα, το ύψος των οποίων φτάνει, ούτε λίγο ούτε πολύ, τα 312 δισεκατομμύρια δολάρια, πρέπει να αναπροσανατολιστούν στην κατεύθυνση να διασφαλιστεί η ανάπτυξη της ανανεώσιμης «καθαρής» ενέργειας και να περιοριστεί η εξάρτηση του κόσμου από τα καύσιμα έντασης άνθρακα, δηλαδή τα ορυκτά καύσιμα, υποστηρίζει η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας.

Επιτακτικές ανάγκες

Η ανάγκη είναι επιτακτική. Μπορεί η ανανεώσιμη ενέργεια να αναπτύχθηκε με ρυθμούς 30 έως 40% τα τελευταία χρόνια, αλλά, όπως διαπιστώνεται στην Clean Energy Report, το 47% της αύξησης της παγκόσμιας ζήτησης για ηλεκτρισμό, την τελευταία δεκαετία, αντιστοιχεί στο κάρβουνο!

Στις ανανεώσιμες αντιστοιχεί μόλις το 6,5% και το 2009, τα ορυκτά καύσιμα επιδοτήθηκαν με 312 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η ανανεώσιμη ενέργεια με μόλις 57 δισεκατομμύρια δολάρια!

Για να μειωθούν, μέχρι τα μισά του αιώνα που διανύουμε, κατά 50% οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση με τα επίπεδα του 2005, η ηλεκτρική ενέργεια που παράγουν οι ανανεώσιμες πηγές θα πρέπει, μέχρι το 2020, να αγγίγει τις 7.000 TWh.

Σήμερα, ανέρχεται σε 3.700 TWh. Και κάθε χρόνο, μέσα στην επόμενη δεκαετία, η αιολική ενέργεια θα πρέπει να αναπτύσσεται με ρυθμό 17%. Και με ρυθμό 22%, η ηλιακή ενέργεια.

Κρίσιμος θα είναι ο ρόλος της τεχνολογίας για δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα, στην προσπάθεια να καταστεί το κάρβουνο πιο «καθαρός» ενεργειακός πόρος. Μέχρι το 2020, χρειάζονται περίπου 100 μονάδες μεγάλης κλίμακας και περισσότερες από 3.000 μέχρι το 2050, ενώ σήμερα λειτουργούν μόνον πέντε μεγάλα προγράμματα επίδειξης.

Τη στιγμή που προγραμματίζονται περισσότερα από 70 προγράμματα δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα, «δεν επαρκεί η σημερινή, ύψους 25 δισεκατομμυρίων, κρατική χρηματοδότηση για μεγάλα προγράμματα επίδειξης», συμπεραίνει η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας.

Πυρηνική ενέργεια

Ρόλο στη μείωση κατά το μισό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, μέχρι το 2050, έχει η πυρηνική ενέργεια, υποστηρίζεται στην έκθεση. Για την επίτευξη του στόχου, θα πρέπει η παγκόσμια παραγωγική δυναμικότητα των πυρηνικών μονάδων να ανέλθει, μέχρι το 2020, σε 512 γιγαβάτ, από τα 375 γιγαβάτ, στα οποία ανερχόταν στα τέλη του 2010.

Πρόκειται για «πραγματική πρόκληση», λέει η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας και αυτό σημαίνει ότι πρέπει μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια να ξεκινήσει η κατασκευή «σημαντικού αριθμού» καινούργιων μονάδων.

Παρά τη σημαντική ανάπτυξη που έχουν γνωρίσει, τα βιοκαύσιμα εξακολουθούν να καλύπτουν μόνον το 3% της παγκόμιας κατανάλωσης καυσίμων στις μεταφορές.

Για την επίτευξη των κλιματικών στόχων του 2050, χρειάζεται ο δεκαπλασιασμός της παραγωγής τους, εκτιμούν οι συντάκτες της έκθεσης.

Ηλεκτροκίνητα ΙΧ

Το 2011, στους δρόμους των περισσότερων από τις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη θα κάνουν την εμφάνισή τους χιλιάδες ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα. Αναμένεται ταχεία ανάπτυξη τους, καθώς σε εθνικό επίπεδο σχεδιάζονται ετήσιες πωλήσεις που, συνολικά, θα αγγίξουν τα περίπου 7 εκατομμύρια, το 2020.

Αυτό σημαίνει 20 εκατομμύρια ηλεκτροκίνητα στους αυτοκινητοδρόμους του πλανήτη, εκείνη τη χρονιά.

Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας υποστηρίζει, ωστόσο, ότι για να επιτύχει το εγχείρημα, πρέπει οι κυβερνήσεις να δημιουργήσουν αγορές που θα είναι βιώσιμες για τα επόμενα δέκα χρόνια τουλάχιστον. Τα μέτρα πρέπει να περιλαμβάνουν κίνητρα για τους καταναλωτές και επαρκή χρηματοδότηση του κόστους τους για την επόμενη πενταετία, την οποία θα ακολουθήσει περίοδος σταδιακής κατάργησης των κινήτρων.

Επίσης, θα πρέπει να περιλαμβάνουν την παροχή στήριξης για δημιουργία επαρκούς υποδομής για επαναφόρτιση, τη συνεργασία με δήμους πόλεων για τη διασφάλιση συνεκτικών αστικών, περιφερειακών και εθνικών συστημάτων, τη χρηματοδότηση για έρευνα, εξέλιξη, επίδειξη και ανάπτυξη και, τέλος, εκστρατείες ενημέρωσης των καταναλωτών.

Η επανάσταση «καθαρής» ενέργειας «θα σπάσει, μια για πάντα, τον εδώ και πολύ καιρό δεσμό, μεταξύ της ανάπτυξης της οικονομίας και των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα», υποστηρίζει ο επικεφαλής της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας.

«Για να πετύχει, όμως, το εύρος της πρέπει να είναι πραγματικά παγκόσμιο. Ακόμα κι αν οι χώρες που ανήκουν στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης μειώσουν, κατά κάποιον τρόπο, στο μηδέν τις εκπομπές τους, η σημερινή τροχιά των εκπομπών των χωρών που δεν ανήκουν στον ΟΟΣΑ θα εξακολουθεί να οδηγεί σε περιβαλλοντικές καταστροφές επικών διαστάσεων», επισημαίνει ο Νομπούο Τανάκα.

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ,ΑΠΕ-ΜΠΕ