Προληπτική καρδιολογική εξέταση συντελεί στην άμεση διάγνωση τους συγγενούς καρδιακού ελλείμματος στα νεογνά
Λονδίνο: Ο έλεγχος ρουτίνας όλων των νεογνών για απειλητικά για την επιβίωση τους καρδιακά προβλήματα, μπορεί να σώσει ζωές, σύμφωνα με σουηδική έρευνα που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο British Medical Journal.
Λονδίνο: Ο έλεγχος ρουτίνας όλων των νεογνών για απειλητικά για την επιβίωση τους καρδιακά προβλήματα, μπορεί να σώσει ζωές, σύμφωνα με σουηδική έρευνα που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο British Medical Journal.
Ο Δρ Ινγκεγκερντ Οστμαν-Σμιθ και οι συνεργάτες του στο Πανεπιστήμιο του Γκετεμποργκ διαπίστωσαν ότι ο έλεγχος των επιπέδων του οξυγόνου στο αίμα αυξάνει την ανίχνευση του συγγενούς καρδιακού ελλείμματος, το οποίο επηρεάζει έως και δύο στα χίλια βρέφη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύονται μόλις το ένα τρίτο των βρεφών που προσβάλλονται από την πάθηση εξέρχονται του νοσοκομείου αδιάγνωστα, οδηγώντας έτσι σε επιπρόσθετες επιπλοκές και περισσότερους θανάτους. Βρετανοί ειδικοί μελετούν ήδη κατά πόσο ο έλεγχος μπορεί να εισαχθεί στον συνήθη νεογνικό έλεγχο που εφαρμόζεται μετά τον τοκετό.
Στα επηρεασμένα βρέφη, το αρτηριακό αγγείο, που διαπερνά του μη λειτουργικούς πνεύμονες του βρέφους όταν αυτό βρίσκεται στη μήτρα και φυσιολογικά κλείνει αμέσως μετά τον τοκετό, παραμένει εν μέρει ανοιχτό.
Οι ειδικοί αναζητούν συνεχώς καλύτερους τρόπους ανίχνευσης τέτοιων ελλειμμάτων όσο το δυνατόν ταχύτερα μετά τον τοκετό.
Τα βρέφη μπορεί να παρουσιάσουν διάφορα συμπτώματα όπως καρδιακό θρόισμα, κυάνωση, δύσπνοια ή να είναι ανίκανα να σιτιστούν. Ωστόσο άλλα παιδιά δεν παρουσιάζουν συμπτώματα της πάθησης και έτσι τα ελλείμματα διαφεύγουν της διάγνωσης μέχρι η πάθηση να επιδεινωθεί επειδή πλέον η καρδιά δεν μπορεί να ανταποκριθεί.
Aρα λοιπόν οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι όσο μειώνεται ο χρόνος παραμονής της επιτόκου στο μαιευτήριο μετά τον τοκετό, ο αριθμός των παιδιών που εξέρχονται με την δυσπλασία του αγωγού ενδεχομένως να ακολουθεί αυξητικές τάσεις.
Η τεχνική της οξυμετρίας παλμού που χρησιμοποιεί αισθητήρες φωτός στο χέρι και το πόδι για την μέτρηση της συγκέντρωσης του οξυγόνου στο αίμα, είναι μη επεμβατική και χρειάζεται μόλις λίγα λεπτά για να ολοκληρωθεί και να έχει πολύ χαμηλό ποσοστό εσφαλμένων-θετικών αποτελεσμάτων.
Η χαμηλή συγκέντρωση οξυγόνου στο αίμα μπορεί να είναι ένδειξη ύπαρξης καρδιολογικού προβλήματος και ανάγκης διενέργειας περαιτέρω εξετάσεων.
Η ομάδα των Σουηδών ερευνητών έλεγξε 39.800 βρέφη που είχαν γεννηθεί στην περιοχή της Δυτικής Γκοταλαντ της Σουηδία την περίοδο Ιουνίου 2004-Μαρτίου 2007 με τη χρήση οξυμετρίας παλμού πριν από την σωματική εξέταση.
Εξήντα νεογνά διαπιστώθηκε ότι έπασχαν από συγγενές καρδιακό έλλειμμα. Η ακρίβεια των αποτελεσμάτων συγκρίθηκε με άλλες περιοχές της Σουηδίας όπου είχαν γίνει μόνο σωματικές εξετάσεις νεογνών, όπου είχαν εντοπιστεί 100 πάσχοντα βρέφη.
Ο συνδυασμός οξυμετρίας παλμού και σωματικών ελέγχων ανίχνευσε το 92% των περιπτώσεων καρδιακής νόσου που αναγόταν στον αγωγό, συγκριτικά με το 72% των περιπτώσεων που διαγνώστηκαν μόνον με σωματική εξέταση.
Κανένα βρέφος δεν απεβίωσε στην Δυτική Γκοταλαντ από την αδιάγνωστη καρδιακή νόσο, ενώ καταγράφηκαν πέντε θάνατοι σε άλλες περιοχές της χώρας.
Ο Δρ Οστμαν-Σμιθ εξηγεί ότι «το παραπάνω σύστημα ελέγχου είναι οικονομικά ουδέτερο μεσοπρόθεσμα, αλλά η πιθανή πρόληψη της νευρολογικής θνησιμότητας και η μειωμένη ανάγκη για προεγχειρητική νεογνική εντατική φροντίδα σημαίνει ότι ο έλεγχος τελικά είναι οικονομικά αποτελεσματικός μακροπρόθεσμα».