Η ποσότητα τηλεθέασης κατά την παιδική ηλικία ενοχοποιείται για προβλήματα υγείας στη μετέπειτα ζωή
Νέα Υόρκη: Η ποσότητα τηλεθέασης κατά την παιδική ηλικία, ίσως σχετίζεται άμεσα με τον κίνδυνο εκδήλωσης προβλημάτων υγείας κατά την ενήλικη ζωή, σύμφωνα με μελέτη Νεοζηλανδών επιστημόνων που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο The Lancet.
Νέα Υόρκη: Η ποσότητα τηλεθέασης κατά την παιδική ηλικία, ίσως σχετίζεται άμεσα με τον κίνδυνο εκδήλωσης προβλημάτων υγείας κατά την ενήλικη ζωή, σύμφωνα με μελέτη Νεοζηλανδών επιστημόνων που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο The Lancet.
Αν και παλαιότερες μελέτες είχαν συνδέσει την τηλεθέαση κατά την παιδική ηλικία με επιπτώσεις στην υγεία, καμιά μεγάλης κλίμακας έρευνα δεν είχε εξετάσει τις επιπτώσεις στην μετέπειτα ζωή.
Ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου του Οτάγκο με επικεφαλής τον Δρ Ρομπερτ Ανκοξ μελέτησε 1.000 άτομα τα οποία είχαν γεννηθεί στην πόλη Ντουνεντίν στις αρχές τις δεκαετίας του 1970 και με τακτικούς ελέγχους τα παρακολούθησε ωσότου συμπλήρωσαν το 26ο έτος της ηλικίας τους.
Συγκεκριμένα, κατεγράφησαν στοιχεία σχετικά με την τηλεθέαση στις ηλικίας 5, 7, 9, 11, 13, 15 και 21 ετών. Η τηλεθέαση μεταξύ 5 και 15 ετών διαπιστώθηκε ότι αύξανε τον κίνδυνο υπερχοληστερολαιμίας, καπνίσματος, κακής διατροφής και παχυσαρκίας κατά την ενήλικη ζωή. Αντιθέτως δεν αύξανε τον κίνδυνο υπέρτασης.
Μελετώντας τον γενικό πληθυσμό, οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, το 17% των περιπτώσεωνπαχυσαρκίας, το 15% των περιπτώσεωνκακής σωματικής κατάστασης, το 15% των περιπτώσεωνυψηλής χοληστερόλης και το 17% των καπνιστώνστα άτομα 26 ετών μπορεί να αποδοθεί στην παρακολούθηση τηλεοπτικών προγραμμάτων για περισσότερες από δυο ώρες κατά τη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας.
«Τα αποτελέσματα μας αποδεικνύουν ότι η υπερβολική παρακολούθηση τηλεόρασης στην παιδική ηλικία έχει σοβαρές συνέπειες και στην μετέπειτα ζωή. Συνιστούμε λοιπόν, οι γονείς να περιορίζουν το χρόνο τηλεθέασης σε μια έως το πολύ δυο ώρες ημερησίως, αν και το ιδανικό θα ήταν τα παιδιά να μην παρακολουθούν περισσότερο από μια ώρα την ημέρα τηλεόραση», εξηγεί με δηλώσεις του στο Reuters o Δρ Ανκοξ.
Σχολιάζονταν τη μελέτη οι Δρ Ντέιβις Λουντγουιγκ και Στήβεν Γκορτμακερ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ διευκρινίζουν ότι «μια πιθανή εξήγηση του αποτελέσματος ίσως είναι ότι οι διατροφικές και γενικά οι συνθήκες διαβίωσης κατά την παιδική ηλικία επηρεαζόμενες από την τηλεόραση συνεχίζονται και μετά την ενηλικίωση. Αρα οι γονείς θα πρέπει να «αφαιρέσουν» από την τηλεόραση τον «εκπαιδευτικό» της ρόλο και να φροντίζουν οι ίδιοι για την ψυχαγωγία και επιμόρφωση των παιδιών τους».