Ο διαβήτης δεν επηρεάζει τις σχολικές επιδόσεις των παιδιών
Νέα Υόρκη: Ο διαβήτης τύπου 1 δεν φαίνεται να επηρεάζει τις σχολικές επιδόσεις των πασχόντων παιδιών, παρά τις ανησυχίες ότι οι διακυμάνσεις των επιπέδων του σακχάρου μπορεί να έχουν επιπτώσεις στην εγκεφαλική τους λειτουργία.
Τα παραπάνω συμπεράσματα προέκυψαν από ερευνητική μελέτη που δημοσιεύεται στο τεύχος Ιανουαρίου του επιστημονικού εντύπου Pediatrics.
Νέα Υόρκη: Ο διαβήτης τύπου 1 δεν φαίνεται να επηρεάζει τις σχολικές επιδόσεις των πασχόντων παιδιών, παρά τις ανησυχίες ότι οι διακυμάνσεις των επιπέδων του σακχάρου μπορεί να έχουν επιπτώσεις στην εγκεφαλική τους λειτουργία. Τα παραπάνω συμπεράσματα προέκυψαν από ερευνητική μελέτη που δημοσιεύεται στο τεύχος Ιανουαρίου του επιστημονικού εντύπου Pediatrics.
Ο διαταραγμένος μεταβολισμός της ινσουλίνης και η απουσία σταθερών επιπέδων γλυκόζης αίματος (ευγλυκαιμία) που χαρακτηρίζουν το διαβήτη τύπου 1, σε συνδυασμό με τα προβλήματα της διά βίου ρύθμισής του, έχουν συσχετιστεί με διαταραχές της μνήμης και προβλήματα ομιλίας των παιδιών.
Στη νέα μελέτη ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Αϊόβα βρήκαν ότι τα παιδιά που πάσχουν από διαβήτη έχουν εξίσου καλές επιδόσεις ή και μερικές φορές καλύτερες από τους συνομηλίκους τους που δεν αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα. Τα διαβητικά παιδιά εμφάνιζαν προβλήματα συμπεριφοράς και είχαν περισσότερες απουσίες σε σύγκριση με τους συμμαθητές τους, αλλά δεν υπήρχαν διαφορές όσον αφορά στις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις στα μαθήματα, είτε θεωρητικής είτε θετικής κατεύθυνσης.
Η έρευνα έδειξε ότι τα παιδιά που ρύθμιζαν καλύτερα τα επίπεδα γλυκόζης του αίματός τους είχαν καλύτερες σχολικές επιδόσεις συγκριτικά με εκείνα που δεν τα ρύθμιζαν τόσο καλά.
«Αυτό μπορεί απλώς να σημαίνει ότι τα πιο έξυπνα παιδιά είναι σε θέση να ρυθμίζουν καλύτερα το διαβήτη τους» δήλωσε στο Reuters η Δρ ΜακΚάρθι, κύρια ερευνήτρια της μελέτης.
Ο διαβήτης τύπου 1 παλαιότερα ήταν γνωστός και ως νεανικός διαβήτης, επειδή αρχίζει να εκδηλώνεται από την παιδική ηλικία. Οφείλεται σε διαταραχή του ανοσοποιητικού συστήματος και αφορά στην καταστροφή των κυττάρων του παγκρέατος που παράγουν την ινσουλίνη. Η ινσουλίνη είναι απαραίτητη για το μεταβολισμό της γλυκόζης, η οποία αποτελεί το ενεργειακό καύσιμο του οργανισμού.
Έτσι, τα παιδιά που πάσχουν από αυτό το χρόνιο νόσημα θα πρέπει σε όλη τους τη ζωή να λαμβάνουν εξωγενή ινσουλίνη μέσω καθημερινών ενέσεων, αν και πολύ συχνά αυτό δεν εξασφαλίζει τη σταθερότητα των επιπέδων γλυκόζης του αίματος.
Οι ερευνητές τονίζουν πως οι μεγάλες διακυμάνσεις των επιπέδων της γλυκόζης ορού και κυρίως τα παρατεταμένης διάρκειας επαναλαμβανόμενα υπογλυκαιμικά επεισόδια πιθανότατα όντως επηρεάζουν τις σχολικές επιδόσεις των παιδιών.
Γι’ αυτόν το λόγο επιβάλλεται η στενή παρακολούθηση των επιπέδων γλυκόζης του αίματος, ιδίως σε παιδιά που υποβάλλονται σε εντατικό σχήμα ινσουλινοθεραπείας.