Κυριακή 05 Μαϊου 2024
weather-icon 21o
Κίτσος Μακρής: Στασίδια άδεια στο εκκλησάκι της λαϊκής μας τέχνης

Κίτσος Μακρής: Στασίδια άδεια στο εκκλησάκι της λαϊκής μας τέχνης

Αλλάξαν οι καιροί

Στις 12 Δεκεμβρίου 1988 έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 71 ετών, ο Κίτσος Μακρής, σημαντική προσωπικότητα της ελληνικής λαογραφίας.

Ο Μακρής αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στην έρευνα και τη μελέτη της ελληνικής λαϊκής τέχνης, ασχολήθηκε με τη σύγχρονη λογοτεχνία, την ποίηση και τη φιλοσοφία, ενώ έδινε το «παρών» σε κάθε αξιόλογη πνευματική και πολιτιστική κίνηση.

Επιπροσθέτως, ταξίδεψε εντός και εκτός συνόρων αναζητώντας τις εξελίξεις και τις αλληλεπιδράσεις στο πεδίο της λαϊκής τέχνης, αλλά και προβαίνοντας εκ παραλλήλου στη διερεύνηση του κοινωνικοοικονομικού υποβάθρου πάνω στο οποίο στηρίχτηκε το λαϊκό καλλιτεχνικό οικοδόμημα.

Γεννημένος στη Λάρισα, στις 2 Σεπτεμβρίου 1917, ο Μακρής υπήρξε γόνος μιας οικογένειας με πνευματικά και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, που εγκαταστάθηκε στο Βόλο το 1926.

Η πνευματική άνθηση και η καλλιτεχνική πρωτοπορία του Βόλου, που συμβάδιζαν με την οικονομική ανάπτυξη του τόπου εκείνη την εποχή, έδωσαν στον Κίτσο τα πρώτα ερεθίσματα για την ενασχόλησή του με το χώρο της τέχνης.


Από τη νεαρή του κιόλας ηλικία ο Μακρής ήταν δραστήριο μέλος του συλλόγου «Φίλοι των Γραμμάτων» και αρθρογραφούσε στη φιλολογική στήλη της εφημερίδας «Η Θεσσαλία», ενόσω εργαζόταν ως τυπογράφος στην επιχείρηση του πατέρα του.

Με αφορμή μια παραίνεση του καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης του ΑΠΘ Δημήτρη Ευαγγελίδη να ασχοληθεί με το λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ, που είχε ζήσει και είχε εργαστεί στο Πήλιο από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι το 1927, ο Μακρής άρχισε το σπουδαίο ερευνητικό έργο του για τη λαϊκή τέχνη το 1937, σε ηλικία μόλις 20 ετών.

Σύντομα, το 1939, κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο».

Επί Κατοχής ο Μακρής έλαβε μέρος στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης ως μέλος του ΕΑΜ και της της ΕΠΟΝ. Την άνοιξη του 1944 ανέβηκε μαζί με άλλους αγωνιστές στα βουνά της Καρδίτσας, όπου και νυμφεύτηκε την Κυβέλη Ζημέρη, κόρη του φωτογράφου και ζωγράφου Κώστα Ζημέρη.

Το 1947 ο Μακρής εξορίστηκε εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων στην Ικαρία, ακολούθως δε έζησε ένα διάστημα στην Αθήνα.

Επιστρέφοντας στο Βόλο ασχολήθηκε με τα κοινά της πόλης, ενώ αγωνίστηκε για τη διάσωση των θησαυρών του λαϊκού πολιτισμού μετά τους σεισμούς που έπληξαν τη Μαγνησία, το 1955.

Από το 1964 έως το 1982 (πλην των ετών της απριλιανής δικτατορίας, όπου ασχολήθηκε με την κεραμική) υπήρξε διευθυντής του θεσσαλικού παραρτήματος του Εθνικού Οργανισμού Ελληνικής Χειροτεχνίας (ΕΟΕΧ).


Ο Μακρής επιδόθηκε στην αποτύπωση των δημιουργημάτων των λαϊκών τεχνιτών του Πηλίου οργώνοντας τα χωριά του και έχοντας στο πλευρό του τη σύζυγό του, που ήταν φωτογράφος.

Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για όλους τους τομείς της λαϊκής τέχνης του Πηλίου και όχι μόνον (πολεοδομία, αρχιτεκτονική, ξυλογλυπτική, λιθογλυπτική, εκκλησιαστική και κοσμική ζωγραφική, υφαντική, κεντητική, μεταλλοτεχνία, αργυροχρυσοχοΐα κ.λπ.).

Ο Μακρής φρόντισε να διαδώσει το έργο του με πολυάριθμες διαλέξεις και μαθήματα ανά την Ελλάδα, ενώ δημοσίευσε πλήθος άρθρων σε εφημερίδες και περιοδικά.

Εξέδωσε 47 βιβλία και μελέτες (πολλά από αυτά μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες), πήρε μέρος σε συνέδρια και διοργάνωσε εκθέσεις για τη λαϊκή τέχνη του Πηλίου στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Για τη συμβολή του στην ανάδειξη και διάσωση της ελληνικής λαϊκής τέχνης ο Μακρής έλαβε πολλές τιμητικές διακρίσεις (μεταξύ αυτών, από την Ακαδημία Αθηνών), ενώ το 1987 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Μετά το θάνατο του Μακρή, η σύζυγός του και η κόρη του, η Θάλεια Μακρή – Σκοτινιώτη, εκπληρώνοντας την επιθυμία του, δώρισαν στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας το σπίτι του (διώροφη μονοκατοικία του 1955 με στοιχεία παραδοσιακής πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής), μαζί με την ανεκτίμητη λαογραφική συλλογή του, το πολύτιμο αρχείο και τη βιβλιοθήκη του, προκειμένου να λειτουργήσει ως κέντρο ερευνών.

Στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την Κυριακή 21 Ιουλίου 1974, μεσούσης της πρώτης φάσης της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο («Αττίλας Ι», 20-22 Ιουλίου 1974), είχε περιληφθεί ένα άρθρο του τακτικού συνεργάτη της εφημερίδας Κίτσου Μακρή, που έφερε τον τίτλο «Τα άδεια στασίδια».


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.7.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στο κείμενο του αειμνήστου Μακρή διαβάζουμε τα ακόλουθα:


Στις εκκλησίες των χωριών, δίπλα στους πλαγινούς τοίχους, δυο σειρές από στασίδια βοηθούν τους γερόντους με το κουρασμένο κορμί να παρακολουθούν τη λειτουργία. Καθένας στο γνώριμο στασίδι του. Ανάμεσά τους οι νεώτερες γενιές όρθιες, με διαφορετικό ντύσιμο, με άλλους τρόπους. Κάποια Κυριακή ένα από τα στασίδια μένει άδειο. Όλοι ξέρουν· μικρό το χωριό, γνώριμοι όλοι μεταξύ τους. Εδώ και πολλά χρόνια παρομοίασα τη δουλειά των παλιών τεχνιτών με λειτουργία, έτσι καθώς όλα γίνονται μ’ ένα αυστηρό τυπικό, όπου πίστη και συνήθεια δίνουν στην επανάληψη βάθος και νόημα. Στο εκκλησάκι της λαϊκής μας τέχνης άδειασαν το τελευταίο δεκάμηνο δυο στασίδια. Καθώς οι πιστοί όλο και αραιώνουν, ίσως μείνουν για πάντα άδεια. Αλλάξαν οι καιροί. Από το ένα λείπει η μορφή ενός χαλκουργού από τα Κανάλια Βόλου, σκαμμένη από το χρόνο και το μόχθο. Από το άλλο ενός κτηνοτρόφου και ξυλογλύπτη από τη Φυλάκη Αλμυρού, πιο ανθηρή γιατί ο θάνατος ήρθε ξαφνικός, προτού προλάβει το σκαρπέλλο του χρόνου να σκάψει βαθειές τις ρυτίδες. Στο στασίδι του ακόμα, με με σταυρωμένα τα ροζιασμένα του χέρια ο μπαρμπα-Γιαννούλης ο Μπαμπούσης από τη Σκύρο κι ακόμα λίγοι γέροι ηπειρώτες τεχνίτες, οι τελευταίοι των πιστών. Θα ήθελα με τις γραμμές τούτες να χαράξω τα ονόματα των «τεθνεώτων» στο τρίπτυχο της αγίας Προθέσεως, να μνημονεύονται στην «εκφώνηση»: Ζήσης Ζησάκης, Αθανάσιος Μπιζάτης.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.7.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Με αργά βήματα ήρθε ο θάνατος στο Ζήση Ζησάκη. Κάτι δεν πήγαινε καλά από καιρό στον 78χρονο τεχνίτη. Μα εκείνος ούτε το σφυρί του έλεγε ν’ αφήσει, ούτε το ποτηράκι του τσίπουρου. Μόνο τους τελευταίους μήνες ξάπλωσε οριστικά στο κρεβάτι, ως τις 24 Ιουνίου που έκλεισε για πάντα τα μάτια του. Γιος του Παναγιώτη και της Κατερίνας Ζησάκη, από μικρός δούλευε το χαλκό. Στα νειάτα του δεν έκανε «λαϊκή τέχνη προς τέρψιν αστών και τουριστών». Εξυπηρετούσε τους συγχωριανούς του στα Κανάλια και τους κατοίκους κοντινών χωριών. Τα έργα του, γκιούμια, χύτρες, μπρίκια, σινιά, λυχνάρια, προορισμό τους είχαν την κάλυψη πρακτικών αναγκών της πελατείας του. Έπρεπε να είναι όμορφα, μα και να λειτουργούν σωστά. Το πάχος του χαλκού, οι συνδέσεις, το σχήμα, το γάνωμα, όλα έπρεπε να γίνουν με γνώση και προσοχή, να ακολουθούν την παράδοση, που εδώ είναι η συνισταμένη των προσπαθειών πολλών γενιών να κάνουν κάθε αντικείμενο επαρκές στη λειτουργία του. Μαζί και το μεράκι για όμορφο σχήμα και ταιριαστή διακόσμηση. Αργότερα, και κυρίως μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, που τα νέα υλικά το αλουμίνιο, το νάυλον, τα διάφορα άλλα πλαστικά αχρήστεψαν την τέχνη του χαλκού, ο Ζησάκης προσαρμόστηκε στη νέα ζήτηση των προϊόντων του. Έκανε αντικείμενα διακοσμητικά. Όμως η θητεία του στη θεραπεία της ανάγκης υπήρξε γι’ αυτόν πολύτιμος καθοδηγητής. Δεν έγινε συνειδητός κατασκευαστής «χαλκίνων γραφικοτήτων». Δεν ισχυρίζομαι, βέβαια, πως αντιστάθηκε πάντοτε στους τουριστικούς πειρασμούς. Δύσκολο αυτό για έναν άνθρωπο που περιμένει να ζήσει την πολυμελή οικογένειά του από μια απληροφόρητη και αδιάλλακτη πελατεία. Ωστόσο και σε τέτοιες περιπτώσεις έμεινε πάντα ο τεχνίτης που ξέρει να αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες του υλικού του. Ούτε την τεχνική του άλλαξε, ούτε τα εργαλεία του. Κάποτε, εδώ και πολλά χρόνια, μια τοπική επιτροπή τού πρόσφερε μια σειρά τελειότερων εργαλείων. Τα πήρε ο μπαρμπα-Ζήσης, ευχαρίστησε, τα πήγε στο χωριό του, τα έβαλε σ’ ένα ράφι και τ’ άφησε εκεί για πάντα, δίπλα σε μπουκαλάκια με φάρμακα που του έδιναν οι γιατροί, αλλά με τον όρο να «κόψει» το τσίπουρο. Κι επειδή δεν εννοούσε να τηρήσει τον όρο, άφηνε αχρησιμοποίητα και τα φάρμακα. Έμεινε σ’ όλη του τη ζωή ένας μερακλής της απλής χαράς, της απλής τέχνης.

Στις 5 Σεπτεμβρίου 1973, πολύ πρωί, ξεκίνησε από το χωριό του, τη Φυλάκη, ο γεωργοκτηνοτρόφος Αθανάσιος Μπιζάτης να κόψει ξύλα για τις χειμωνιάτικες ανάγκες του σπιτικού του. Έφτασε στην τοποθεσία Καβάκι. Εκεί, σε μιαν απότομη πλαγιά, άρχισε τη δουλειά του. Γλίστρησε όμως και έπεσε από μεγάλο ύψος. Τσάκισαν τα κόκκαλα της λεκάνης του, έσπασαν τα νεφρά, γέμισε αίματα το κεφάλι του. Μα βρήκε το κουράγιο και τη δύναμη να συρθεί με τα χέρια, ν’ ανέβει το δύσκολο ανήφορο και να ξαπλώσει κάτω από μια πουρναριά. Εκεί έγειρε και πέθανε, μόνος και αβοήθητος στην ερημιά. Το απόγευμα πέρασε από εκεί ένα βοσκόπουλο που τρομαγμένο ειδοποίησε το χωριό.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.7.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Σκηνίτης εγκαταστημένος στη Φυλάκη αμέσως μετά τον πόλεμο, ο Μπιζάτης παντρεύτηκε, μα έμεινε άτεκνος και υιοθέτησε ένα κορίτσι. Τις άδειες ώρες του, με τα πιο απλά εργαλεία φιλοτεχνούσε μικρά ξυλόγλυπτα: ρόκες, γκλίτσες, πλαίσια φωτογραφιών, «ανεβάτες» για το βάλσιμο των παπουτσιών, πλακίδια με αγίους, βελονοθήκες. Θέματά του το γνωστό ρεπερτόριο της ποιμενικής ξυλογλυπτικής: φίδια, δράκοντες, ψάρια, δικέφαλοι αετοί, πουλιά, γοργόνες, καβαλάρηδες άγιοι, γυναικείες μορφές. Φόντα οι μπακλαβωτές χαρακιές, το ψαθί, οι παράλληλες γραμμές. Δουλειά επιμελημένη, μικροτεχνική, χωρίς να φτάνει στην κουρασμένη ψυχρότητα. Πολλά από τα θέματά του είναι πανάρχαια σύμβολα, που έχασαν, με το πέρασμα του χρόνου, το παλιό περιεχόμενό τους και έγιναν απλά διακοσμητικά μοτίβα. Ο Μπιζάτης, αν δεν τους ξαναδίνει τον αρχικό τους συμβολισμό, τα φορτίζει πάντως μ’ έναν πρωτόγονο «φόβο». Αυτός ο παλιός σκηνίτης, όσο κι αν βολεύτηκε μόνιμα στο θεσσαλικό χωριό, δεν μπόρεσε να απαλλαγεί από το δέος το δικό του και των προγόνων του για τις τερατώδεις δυνάμεις που διαφεντεύουν τη ζωή των ανυπεράσπιστων κτηνοτρόφων μέσα στο μεγαλείο και τις ανεξήγητες εναλλαγές της φύσης. Οι άγριοι άνεμοι που ξεριζώνουν δέντρα και καλύβια μέσα στο μυστήριο της νύχτας, οι ορμητικοί χείμαρροι που κατρακυλούν πελώριους βράχους, οι αστραπές και οι βροντές, οι αναπάντεχες επιζωοτίες που ξεκληρίζουν ολάκερα κοπάδια, τόσα και τόσα «σημεία» σταλάζουν στην ψυχή έναν άμορφο φόβο. Δεισιδαιμονίες και μαγικές ενέργειες όχι με, έστω και παρεξηγημένο, χριστιανικό περιεχόμενο εκφράζουν την ψυχολογία αυτή, που είναι φυσικό να βρήκε και την εικαστική της έκφραση. Τα έργα του Μπιζάτη δεν είναι τα μόνα, βέβαια, που μας μιλούν γι’ αυτή την ψυχολογία. Είναι μια περίπτωση, και σαν τέτοια τη μνημονεύουμε.

Είπανε πως τα νεκροταφεία είναι γεμάτα από αναντικατάστατους ανθρώπους που αντικαταστάθηκαν. Όσο οι ικανότητες ενός ανθρώπου ανταποκρίνονται σε μιαν ενεργό κοινωνική δραστηριότητα, όταν εκείνος λείψει τη θέση του θα την καταλάβει, αργά ή γρήγορα, κάποιος άλλος. Μα η λαϊκή μας τέχνη, καρπός άλλων εποχών, δεν έχει πια τη δυνατότητα να ανανεώνει το ανθρώπινο δυναμικό της. Ακόμα και το υποκατάστατό της, η σύγχρονη χειροτεχνία, γρήγορα θα παραχωρήσει τη θέση της στη λεγόμενη «καλλιτεχνική βιοτεχνία». Κι έχει ο Θεός. Τα στασίδια του Ζησάκη και του Μπιζάτη θα μείνουν άδεια ύστερα θ’ αραχνιάσει και η πόρτα της εκκλησιάς.

Sports in

Η Χιρόνα «καθάρισε» την Μπαρτσελόνα με ανατροπή και έστεψε και μαθηματικά τη Ρεάλ (4-2)

Η Χιρόνα αν και βρισκόταν πίσω στο σκορ στο ημίχρονο, τελικά έκανε την ανατροπή απέναντι στην Μπαρτσελόνα και πήρε το καταλανικό ντέρμπι (4-2).

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ ΜΜΕ Α.Ε.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Κυριακή 05 Μαϊου 2024