Παρασκευή 03 Μαϊου 2024
weather-icon 21o
«Ετρωγαν και οι Τούρκοι μαζί μας»

«Ετρωγαν και οι Τούρκοι μαζί μας»

Προδημοσίευση από το βιβλίο του Νικόλα Ντουμάνη «Πριν από την Καταστροφή» (εκδ. Παπαδόπουλος), το οποίο κυκλοφορεί ύστερα από το πρόσφατο «Η ανταλλαγή πληθυσμών του 1923» της τουρκάλας καθηγήτριας Emine Yesim Bedlek

Οπως συνέβη και με την επετειακή χρονιά του 2021, έτσι και η φετινή προσφέρεται εκ των πραγμάτων για απολογισμούς, επαναγνώσεις, νέες ερμηνείες για επιμέρους πτυχές της Καταστροφής του 1922. Στη νέα βιβλιογραφία προστίθενται προς εκτίμηση και κριτική ήδη δύο τίτλοι που εστιάζουν στις συνθήκες διαβίωσης Ελλήνων και Οθωμανών πριν από τον τελικό εκτοπισμό, αλλά και την ένταξη των προσφύγων στο ελληνικό κράτος. Η Emine Yesim Bedlek, επίκουρη καθηγήτρια Αγγλικής Γλώσσας και Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Bingol, υπογράφει την «Ανταλλαγή πληθυσμών του 1923» (εκδ. Gutenberg, μτφ. Αικατερίνη Χαλμούκου), σε επιστημονική επιμέλεια του αναπληρωτή καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας (ΕΚΠΑ) Σπυρίδωνα Πλουμίδη, η οποία αποδεικνύεται καίρια, ειδικά στα σημεία όπου η ερευνήτρια δεν μπορεί να έχει απόλυτη εποπτεία για τις διαφορετικές φάσεις της ελληνικής κοινότητας. Γράφει, για παράδειγμα, η Bedlek: «Οι προφορικές μαρτυρίες των προσφύγων καταδεικνύουν τις διαφορές ανάμεσα στην προφορική ιστορία και τις επίσημες ιστορίες της Ελλάδας και της Τουρκίας, οι οποίες βασίζονται κυρίως στην εθνικιστική ιδεολογία». Ο Σ. Πλουμίδης σημειώνει: «Η τοποθέτηση εδώ… είναι κάπως ισοπεδωτική. Αγνοεί έναν μεγάλο όγκο της ελληνικής ακαδημαϊκής παραγωγής (πρωτίστως εκείνον του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών), η οποία κάνει λόγο για την ομαλή συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων στη Μικρά Ασία πριν από το 1914». Στόχος της Bedlek είναι να αναζητήσει το παρελθόν Ελλήνων και Τούρκων της Μικράς Ασίας πριν από το 1923, στο οθωμανικό πλαίσιο της κοινής συμβίωσής τους. Για να το πετύχει χρησιμοποιεί το εργαλείο της ανάλυσης λόγου και μάλιστα λογοτεχνικού, καθώς καταφεύγει σε τρία μυθιστορήματα: τα «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου, το «Πουλιά χωρίς φτερά» του Λουί ντε Μπερνιέρ και το «Μια προίκα αμανάτι: οι άνθρωποι της ανταλλαγής» του Κεμάλ Γιαλτσίν. Δεδηλωμένος στόχος της – τον οποίο υποστηρίζει μέχρι τέλος, έστω και με μια «χαλαρή» προσέγγιση ως προς την εθνικιστική πολιτική των Νεότουρκων – είναι να δείξει ότι «οι ορθόδοξοι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι της Ανατολίας δημιούργησαν μια κοινή κουλτούρα βασισμένη στην κουλτούρα της Ανατολίας, τον παγανισμό, τον ιουδαϊσμό, τον χριστιανισμό και το Ισλάμ». Και ότι οι πρώτοι «δεν διαπνέονταν από ελληνικά εθνικιστικά αισθήματα», ως οργανικό κομμάτι του μιλέτ-Ρουμ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χωρίς φυσικά να αυτοπροσδιορίζονται ποτέ ως «Οθωμανοί» (το εντυπωσιακό, όπως σημειώνει, είναι ότι οι πρόσφυγες διατήρησαν την αυτοκρατορική τους ταυτότητα και την κοσμοαντίληψη του Ρωμιού μετά την Ανταλλαγή για περισσότερο από μία γενιά μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα.

Ενας από τους τίτλους που αναφέρει στη βιβλιογραφία της η Bedlek είναι και εκείνος που αναμένεται την ερχόμενη εβδομάδα από τις εκδ. Παπαδόπουλος: το «Πριν από την Καταστροφή» του Νικόλα Ντουμάνη (πρωτότυπο στo Oxford University Press,  το 2013). Σε αυτό ο συγγραφέας ανασυνθέτει την περίοδο πριν από την Καταστροφή με βάση κυρίως τις κατοπινές – μετά το 1922 – μαρτυρίες των μικρασιατών προσφύγων πρώτης γενιάς που φυλάσσονται στις αρχειακές συλλογές του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (ΚΜΣ). Στην ανάλυσή του αναδεικνύεται ως βασική έννοια η «διακοινοτικότητα», η συνειδητή δηλαδή προσπάθεια συγκρότησης και διατήρησης άγραφων κοινωνικών συμβάσεων και ορίων, η οποία είχε ως βασικό στόχο την ειρηνική συνύπαρξη διαφορετικών εθνοτικών και θρησκευτικών κοινοτήτων στο πλαίσιο της Αυτοκρατορίας. Με τον τρόπο του ο Ντουμάνης εισάγει την προφορικότητα στο επιστημονικό πεδίο, ενώ δεν είναι τυχαίο ότι – όπως η Bedlek – καταφεύγει σε λογοτεχνικά έργα (Σ. Μυριβήλης, Κ. Πολίτης, Στ. Δούκας, Ηλ. Βενέζης, Διδώ Σωτηρίου), αλλά και στα θρησκευτικά δρώμενα, για να αντλήσει τα επιχειρήματά του.  «Πρόκειται για μια αναλυτική προσέγγιση «από τα κάτω»», σημειώνει στον πρόλογο ο ιστορικός Δημήτρης Καμούζης από το ΚΜΣ, «η οποία φέρνει στην επιφάνεια την ανθρώπινη διάσταση της ιστορίας των προσφύγων ως βιωματική εμπειρία, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη της ότι στην ανάκληση αναμνήσεων, στην αναπαράστασή τους στον προφορικό λόγο και τελικά στη διαμόρφωση της ατομικής μνήμης ουσιαστικό ρόλο έπαιξαν τόσο οι συνθήκες (πρακτικές, κοινωνικές, πολιτικές, ιδεολογικές) που αντιμετώπισαν οι Μικρασιάτες στη χώρα υποδοχής, όσο και η χρονολογική απόσταση από τα γεγονότα». Από το βιβλίο αυτό προδημοσιεύουμε εκτενές απόσπασμα, με την άδεια του εκδοτικου οίκου.

Η ιστορία της συνύπαρξης, όπως βιώθηκε σε επίπεδο λαϊκής βάσης, εγείρει αμέσως ένα πρόβλημα ιστορικής περιγραφής, γιατί η διακοινοτικότητα είναι ένας τρόπος ζωής που δεν προσφέρεται εύκολα για συμβατική αφήγηση. Σε τελική ανάλυση, αναφέρεται σε συμβιβασμούς που έγιναν ειδικά για να αποφευχθούν «ιστορίες» – με τη σημασία που έχει ο όρος στην καθομιλουμένη και υποδηλώνει προβλήματα, άσχημες εμπειρίες ή διαμάχες για διαφορές. Οι ερωτηθέντες είχαν πολλά να πουν για τα τελευταία χρόνια, καθώς αφηγήθηκαν με πολλές λεπτομέρειες προσωπικές ιστορίες τραύματος και παραλίγο επιτυχημένων διαφυγών. Στον πρώτο τόμο της Εξόδου, στον οποίο το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών δημοσίευσε μακρά αποσπάσματα από το αρχείο προφορικής ιστορίας του, υπάρχουν πολλές τέτοιες αφηγήσεις που εστιάζουν στον Σεπτέμβριο του 1922. Οι ερωτηθέντες είχαν πολλά να πουν για τη στιγμή που πληροφορήθηκαν την κατάρρευση του ελληνικού στρατιωτικού μετώπου, για τις απεγνωσμένες κινήσεις να ξεφύγουν από τον τουρκικό στρατό που πλησίαζε και για τα μαρτύρια όσων συνελήφθησαν πίσω από τις εχθρικές γραμμές.

Οι επιμελητές της Εξόδου υπέθεσαν ότι αυτά τα τμήματα του αρχείου προφορικής ιστορίας θα ενδιέφεραν το ευρύ κοινό, αφού περιλαμβάνουν άφθονο δράμα και επίσης επειδή ένα τέτοιο υλικό ήταν πιο αναγνωρίσιμο ως «ιστορία». Όσον αφορά τις δεκαετίες σχετικής ομαλότητας πριν από το 1912, οι ερωτηθέντες είχαν σχετικά λίγα να πουν, ακριβώς επειδή την περίοδο αυτή τη θυμούνταν ως ήσυχα, καλά χρόνια. Δεν υπήρχαν πολλές ιστορίες να διηγηθούν. Αντίθετα, οι ερωτηθέντες κατέφυγαν στην απεικόνιση αυτής της οθωμανικής χρυσής εποχής και τη ρουτίνα της με φράσεις-κλισέ και εικόνες που φαίνονταν σαν να ειπώνονταν χωρίς σκέψη, αλλά που στην πραγματικότητα ήταν μεστές νοήματος. Φράσεις όπως «ζούσαμε σαν αδέλφια» και «περνούσαμε καλά με τους Τούρκους» χρησιμοποιήθηκαν για τη συμβολική τους αποτελεσματικότητα ή τη δυνατότητά τους να εκφράζουν έννοιες που θα μπορούσαν να αναγνωριστούν άμεσα και να κατανοηθούν από τον ακροατή. Τέτοιες φράσεις ήταν ένα μέσο με το οποίο οι πρόσφυγες μπορούσαν να μεταφέρουν νοήματα και αφηρημένες έννοιες που διαφορετικά θα ήταν δύσκολο να απεικονιστούν από τη διήγηση περιστατικών. Η φράση που χρησιμοποιούνταν συχνότερα, «περνούσαμε καλά με τους Τούρκους», η οποία ειπωνόταν από πρόσφυγες από κάθε μέρος της Ανατολίας και της ανατολικής Θράκης, από κατοίκους πόλεων και χωριών, χρησιμοποιήθηκε ακριβώς επειδή όλες αυτές οι ομάδες συμφωνούσαν ότι γενικά οι Ρωμιοί απολάμβαναν ένα πιο αποδεκτό επίπεδο ζωής, υλικής και κοινοτικής, στην Ανατολία.

Η λέξη-κλειδί είναι «περνούσαμε». Ο ισχυρισμός εννοεί ότι οι Ρωμιοί είχαν ζήσει ή περάσει «μέσα από» μια συγκεκριμένη περίοδο και το α’ πρόσωπο πληθυντικού μπορεί να εννοηθεί ως η τοπική κοινότητα των Ρωμιών. Μερικές φορές αυτή περιλάμβανε τους ντόπιους Μουσουλμάνους. Σε κάθε περίπτωση, οι πρόσφυγες αναφέρονταν σε μια διάρκεια ζωής ή μια περίοδο που κάλυπτε γενιές συμβίωσης μαζί με τους Τούρκους. Το «ζούσαμε καλά με τους Τούρκους» αναφέρεται σε μια εποχή όπου οι ζωές των Ελληνορθόδοξων και των Μουσουλμάνων αναμείχθηκαν· σημαίνει επίσης ότι αυτή η ανάμειξη όχι μόνο έφερε κοινωνική σταθερότητα, αλλά οδήγησε και σε μια σχετικά εγκάρδια συνύπαρξη. Ασφαλώς, πολλοί ερωτηθέντες δεν είχαν τίποτα να πουν για τις σχέσεις με τους Μουσουλμάνους και ορισμένοι ήταν έτοιμοι να αμφισβητήσουν τον κοινό τόπο «τα πηγαίναμε καλά». Ωστόσο, ακόμη και σε τέτοιες περιπτώσεις, οι ερωτώμενοι δεν μπορούσαν να αποφύγουν τον κυρίαρχο λόγο όσον αφορά τους πρόσφυγες της Ανατολίας. Αυτή είναι η περίπτωση του Γιάννη Μαυρουδή από το Βόρι, ο οποίος προσπαθεί να παρουσιάσει μια πιο κριτική οπτική ισχυριζόμενος: «δεν τα πηγαίναμε καλά». Η εικόνα της διακοινοτικής σχέσης που παρουσιάζει εμφανίζει μια σχέση που είναι λιγότερο κοινωνικά προσηνής από τον κανόνα:

Μας καλούσαν στους γάμους τους και πηγαίναμε. Εμείς όμως δεν τους καλούσαμε στους δικούς μας, γιατί αυτοί, ούτε πίνανε ούτε χορεύανε. Σα δεν πιεις λιγάκι, πώς θα κάνεις κέφι; Πώς θα χορέψεις; Τη θρησκεία μας τη σεβόντανε οι Τούρκοι. (…) Και όταν πήγαμε το 1915 εξορία, δεν πείραξαν τις εκκλησιές μας.

Έτσι, σύμφωνα με τον Μαυρουδή, οι μουσουλμανικές και χριστιανικές κοινότητες του Βορίου μάλλον δεν αναμειγνύονταν κοινωνικά και, κατά συνέπεια, δεν ζούσαν «μαζί» ούτε μοιράζονταν πολλά κοινά, παρότι ο ερωτώμενος σημειώνει ότι οι δύο κοινότητες έβρισκαν πάντα τρόπους να δεχθούν τη συνύπαρξή τους. Στη συνέντευξή του, ο Μαυρουδής παραδέχτηκε ότι οι ντόπιοι Ρωμιοί περιστασιακά παρευρίσκονταν στο τοπικό τζαμί κατά τη διάρκεια προσευχών ως ένδειξη σεβασμού προς τους Μουσουλμάνους γείτονές τους και μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι Μουσουλμάνοι έκαναν το ίδιο πηγαίνοντας στην εκκλησία, αφού ήταν γνωστό ότι αυτό συνέβαινε σε μεικτούς οικισμούς και αλλού. Τέτοιες αμοιβαίες κινήσεις σεβασμού φαίνεται ότι καθιστούσαν άλλες μορφές διακοινοτικής συναναστροφής περιττές. Ωστόσο, όπως θα εξεταστεί παρακάτω, για τους περισσότερους Ρωμιούς της Ανατολίας το «ζούσαμε καλά μαζί» περιλάμβανε μια σειρά κοινωνικών πρακτικών που αποδείκνυαν αυτόν τον ισχυρισμό, από καθημερινούς χαιρετισμούς στον δρόμο και συνομιλίες στα καφενεία μέχρι επισκέψεις σε σπίτια και προσκλήσεις σε γλέντια γάμου.

Ενώ αυτές οι πρακτικές είχαν σκοπό να διευκολύνουν τη συνύπαρξη και μερικές φορές να την κάνουν πιο ευχάριστη, ο πρωταρχικός τους ρόλος ήταν η διατήρηση της κοινωνικής τάξης. Οι Μουσουλμάνοι και οι μη Μουσουλμάνοι συμφωνούσαν ότι η ειρήνη και η σταθερότητα βασίζονταν στην προσήλωση σε ένα κοινό σύνολο αξιών – και στις πιο λεπτομερείς μαρτυρίες που επιτρέπουν μια διερεύνηση αξιολόγησης αυτών των αξιών ανακαλύπτουμε ότι προϋπόθεση για το «ζούσαμε μαζί» ήταν ένα κοινό αξιακό περιβάλλον στο οποίο οι υπήκοοι μπορούσαν να βρουν ηθική ολοκλήρωση ως Μουσουλμάνοι ή ως Χριστιανοί. Με άλλα λόγια, οι Μουσουλμάνοι θεωρούσαν ότι μπορούσαν να ζήσουν υποδειγματικές ζωές ως Μουσουλμάνοι, εφαρμόζοντας αξίες όπως η φιλανθρωπία και η φιλευσπλαχνία με τους μη Μουσουλμάνους γείτονές τους… Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι φαίνεται ότι συμμορφώνονταν με τους ίδιους κοινωνικούς κανόνες και τις ίδιες αξίες, γεγονός που θυμούνταν με υπερηφάνεια και οι δύο πλευρές πολλά χρόνια αργότερα. Στην κοινή τους μαρτυρία, ο Στέφανος Χατζηστέφανος και η γυναίκα του Αντωνία περιέγραψαν τα Μούγλα (Muğla), μια μεγάλη πόλη στη νοτιοδυτική Ανατολία, ως ένα μέρος όπου οι Χριστιανοί ζούσαν καλά επειδή συνυπήρχαν με τους Μουσουλμάνους. Τα Μούγλα είχαν πληθυσμό 12.000 πριν από τον πόλεμο και, ενώ οι Ρωμιοί αντιπροσώπευαν μόνο το 10%, φαινόταν να διαδραματίζουν αναπόσπαστο ρόλο στην τοπική κοινωνική ζωή:

Ωραία ζωή, έφυγε και δεν ξαναγύρισε και τώρα «σκορπιστήκαμε σαν τα παιδιά του λαού». Κάθε Κυριακή να βάλουμε τα καλά μας, να πάμε στη μεγάλη εκκλησιά μας της Παναγίας. Των Τριών Ιεραρχών να πάμε στα σχολεία, «στ’ Άρεννα», να γίνει μεγάλη γιορτή. Και την Παρασκευή του Πάσχα πρωί πρωί να ετοιμαστούμε να πάμε στ’ Ασάρι, στην Παναγιά μας την Ασαριανή. Γέμιζε τουρκομανιά το βουνό. Έρχονταν να δούνε που διασκεδάζαμε. Έτρωγαν κι αυτοί μαζί μας από τ’ αρνιά που κουβαλούσαμε επάνω. Μούγλα, Μούγλα, να τα θυμάσαι και να μην τα ξεχνάς! (…)

Είναι περιττό να πούμε ότι όλες οι πολυεθνικές κοινωνίες ήταν γεμάτες πολιτισμικές προκαταλήψεις. Τα περί αδελφικότητας και φιλίας έρχονταν σε αντίθεση με το γεγονός ότι κάθε οθωμανική κοινότητα είχε έντονες προκαταλήψεις έναντι άλλων ομάδων και ότι αυτές οι προκαταλήψεις εκφράζονταν μέσω εθνικών ή πολιτισμικών στερεοτύπων…».

{1BSYG}Emine Yesim Bedlek{1BSYG}{2BTIT}Η ανταλλαγή πληθυσμών του 1923{2BTIT}{3BEKD}Μτφ. Αικατερίνη ΧαλμούκουΕπιστημονική επιμέλεια Σπυρίδων Γ.ΠλουμίδηςΕκδ. Gutenberg, σε. 38{3BEKD}6

{1BSYG}Νικόλας Ντουμάνης{1BSYG}{2BTIT}Πριν από την Καταστροφή η συνύπαρξη χριστιανών και μουσουλμάνων στη Μικρά Ασία{2BTIT}{3BEKD}Εκδ. Παπαδόπουλος, σελ. 379{3BEKD}{1BSYG}Αναμένεται στις 16/{1BSYG}5

Sports in

Μεντιλίμπαρ: «Δεν έχει τελειώσει τίποτα, έχει γίνει η μισή δουλειά»

Απόλυτα ψύχραιμος ο Χοσέ Λουίς Μεντιλίμπαρ μετά τον θρίαμβο του Ολυμπιακού επί της Άστον Βίλα.

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ ΜΜΕ Α.Ε.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Παρασκευή 03 Μαϊου 2024