Σάββατο βράδυ στην κατεχόμενη Λευκωσία. Μία παράξενη σιωπή. Πέρασα το οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας, δέκα λεπτά πριν τις 7 μ.μ.

Είναι η ώρα της προσευχής. Φτάνω στον έλεγχο την ώρα που ξεκινάει ο μουεζίνης την προσευχή.

Μια προσευχή για όσους ακόμα δεν είχαν βρεθεί. Μια προσευχή για τους αγνοούμενους του σεισμού στην Τουρκία.

Ακόμα και αν οι ελπίδες είναι ανύπαρκτες.

Στα κατεχόμενα μπορείς να νιώσεις τον αναστεναγμό.

Την αγωνία.

Την οδύνη.

Για αυτούς που γνωρίζουν ότι χάθηκαν και για όσους δεν γνωρίζουν ακόμα.

Τα νέα για τους 48 τουρκοκύπριους μαθητές δασκάλους και γονείς που παγιδεύτηκαν είχαν ήδη γίνει γνωστά. Και οι ελπίδες είχαν σβήσει.

Ακόμα και όσοι έχουν επιλέξει να βγουν κάτι τους συγκρατεί. Ποτήρια δεν τσουγκρίζουν. Η μουσική αν υπάρχει είναι χαμηλά και σίγουρα δεν σε προδιαθέτει για κάτι χαρούμενο.

Κανείς άλλωστε δεν έχει διάθεση για πανηγύρια.

Είναι οι ώρες που έχεις ανάγκη ένα φίλο. Να σου κρατήσει το χέρι. Να σου δώσει κουράγιο.

Με τη συζήτηση να γυρνάει εύκολα στις εκλογές στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Το τι θα γίνει την επόμενη μέρα.

Ποια θα είναι η τύχη του Κυπριακού.

Με τους τουρκοκύπριους να αγωνιούν.

Να ψάχνουν τον άνθρωπο που θα θελήσει να παλέψει για λύση.

Γιατί η διχοτόμηση δεν είναι η επιλογή τους.

Όσο και αν κάποιοι προσπαθούν να περάσουν αυτή την εικόνα προς τα έξω.

Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο ενός από την παρέα.

Το πρόσωπο σπάει.

Δεν μπορεί να συγκρατηθεί.

Ένα από τα παιδιά που ήταν  στην εκδρομή των τουρκοκυπρίων στην Τουρκία ανήκει στην οικογένεια του.  Βρέθηκε νεκρό.

Και η ξαφνικά η σιωπή καλύπτει τα πάντα.

Και δεν μπορείς να πεις τίποτα.

Γιατί όλα μοιάζουν τόσο γελοία εκείνη τη στιγμή.

Τόσο μικρά. Και τόσο ανούσια.

Την επόμενη μέρα ξημέρωναν οι εκλογές.

Η επιστροφή στο οδόφραγμα έγινε χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα.

Κανείς δεν μπορούσε να βρει κάτι να πει.

Ο αποχαιρετισμός στο Λήδρα Πάλας.

Με μια αγκαλιά τη στιγμή που και οι δύο προσπαθούσαμε να πνίξουμε ένα λυγμό.