Εξάλλου, ο Ηράκλειτος διδάσκει ότι οι άνθρωποι είναι θεοί θνητοί, οι δε θεοί άνθρωποι αθάνατοι, που ζουν από το θάνατο των ανθρώπων και πεθαίνουν διά της ζωής εκείνων.

Ο ιδιόρρυθμος και λιγόλογος εφέσιος στοχαστής ήταν κατ’ ουσίαν ένας ερημίτης. Καταγόταν από παλαιά αριστοκρατική οικογένεια —κατά τον Στράβωνα, γενάρχης του Ηρακλείτου ήταν ο Άνδροκλος, οικιστής της πόλης της Εφέσου—, αλλά είχε εκχωρήσει στον αδελφό του όλα τα κληρονομικά δικαιώματα που απέρρεαν από τη βασιλική καταγωγή του.

Σύμφωνα με μαρτυρία του Διογένη του Λαέρτιου, δεν ασχολήθηκε ποτέ με τα κοινά των Εφεσίων και προτίμησε να ιδιωτεύσει. Συμμετείχε στο δημόσιο βίο μόνο με νουθεσίες και συμβουλές, καθώς διαφωνούσε με τον τρόπο ζωής των Εφεσίων, αλλά και με τον τρόπο με τον οποίον πολιτεύονταν.

Ήταν απόμακρος και μελαγχολικός άνθρωπος, ένιωθε περιφρόνηση για τους πολλούς και τους παρομοίαζε πρόθυμα με κοιμισμένους. Επίσης, ένιωθε να τον χωρίζει μεγάλη απόσταση από ποιητές και φιλοσόφους όπως ο Όμηρος, ο Αρχίλοχος, ο Ησίοδος, ο Πυθαγόρας και ο Ξενοφάνης.

Κατά τα φαινόμενα ο Ηράκλειτος δεν υπήρξε μαθητής κανενός, και την απάντηση για τις πηγές της γνώσης του τη δίνει ο ίδιος: εδιζησάμην εμεωυτόν (διερεύνησα τον εαυτό μου).

Με λόγο αποσπασματικό και βαθύτατα ποιητικό, με αποφθέγματα εξαιρετικής λιτότητας και δυσκολονόητες φράσεις —σκοτεινό τον ονόμασαν—, ο Ηράκλειτος κατάφερε να γκρεμίσει τα εμπόδια που ήταν συνυφασμένα με τη φύση του και με την περιφρόνησή του προς τον όχλο, τους κοιμισμένους πολλούς.

Ηράκλειτος ο Εφέσιος, ο φιλόσοφος τού γίγνεσθαι (Μέρος Α’)

Ηράκλειτος ο Εφέσιος, ο φιλόσοφος τού γίγνεσθαι (Μέρος Β’)

Ηράκλειτος ο Εφέσιος, ο φιλόσοφος τού γίγνεσθαι (Μέρος Γ’)

Ηράκλειτος ο Εφέσιος, ο φιλόσοφος τού γίγνεσθαι (Μέρος Δ’)