Κώστας Γανωτής: «Γράφω τον πόνο μου χωρίς φίλτρα»
Ο αιρετικός τραγουδοποιός, ερμηνευτής και συγγραφέας μιλά για την εκτός πλαισίων δράση του στην τέχνη τα τελευταία 40 χρόνια με αφορμή το νέο του βιβλίο «Μαμά, εγώ δεν είμαι εγώ»
Δεν φαντάζομαι καλύτερο τίτλο βιβλίου που με έναν τρόπο να αναπαριστά και τον συγγραφέα του και παρά το γεγονός πως το θέμα είναι πάνω στη ρευστή ταυτότητα του ήρωα.
«Μαμά, εγώ δεν είμαι εγώ» λέγεται το νέο βιβλίο του Κώστα Γανωτή και σκέφτομαι καθώς διαβάζω τα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα, πόσο εκτός πλαισίων δρα και λειτουργεί στην τέχνη του εδώ και σαράντα χρόνια.
«Στο βάθος δεν ήθελα να είμαι με τίποτε διασκεδαστής. Κάποια στιγμή υπάρχει κορεσμός γύρω από αυτό. Ένιωθα πως είμαι και δεν είμαι. Τραγουδούσα στα μπουζούκια και ένιωθα έτσι. Όταν έκανα το πρώτο μου δίσκο έλεγα πως δεν είμαι απορρυπαντικό, δεν είμαι προϊον»
Αναρχος; Ατακτος; Περιπλανώμενος;
Πάνω στα ντουζένια του και έχοντας μετάσχει στις δύο μυθικές «Λεωφόρους» υπό την μπαγκέτα του Ανδρέα Βουτσινά, έχοντας δισκογραφία και συνεργασίες λαμπρές, εκεί περίπου το 1992 τα παρατά όλα, ξορκίζει τον ρόλο του διασκεδαστή και αφοσιώνεται στο γράψιμο.
Η αναζήτηση σε πιο εσωτερικά ή υπαρξιακά (ή οντολογικά αν θέλετε) ερωτήματα είναι η πρώτη ύλη για να γράψει τα βιβλία του, να μυηθεί σε κείμενα, να αναζητήσει τη γνώμη σημαντικών προσώπων όπως ο Αλέξης Δαμιανός, να συναντηθεί με ένα μέρος της αθηναϊκής ιντελιγκέντσιας που δεν είναι στο προσκήνιο αλλά έχει τις επιδράσεις και το κύρος της, όπως ο σπουδαίος λαογράφος, ανθρωπολόγος Ε. Ζάχος ή Εμμανουήλ Παπαζαχαρίου, ο Αλέξης Δαμιανός και άλλοι.
Το on the road του Γανωτή δεν σταματά για δεκαετίες, από τα σκυλάδικα του Βόλου μέχρι τα Καβάφεια της Αιγύπτου που μελοποιεί τον μέγα Αλεξανδρινό και ενώ ενδιάμεσα έχει κάνει πετυχημένα λαϊκό, pop, έντεχνο πάνω σε μια δική του φόρμα ως ερμηνευτής με μεγάλο ταλέντο και ως τραγουδοποιός.
Μέσα σε ασυνέχειες και συνέχειες στην πορεία του, έχει ένα σταθερό κέντρο: το ένστικτό του.
Την ικανότητα να αναπροσδιορίζεται καλλιτεχνικά.
Η φωνή της «Λεωφόρου» Α και Β, της Σάπιας Βίδας από το φιλμ «Φυλακές Ανηλίκων», των κέντρων στην Πλάκα και στην επαρχία, μεταμορφώνεται και σε ηθοποιό και σε συγγραφέα σχεδόν νηπτικών – όπως έλεγε ο Ματθαίος Μουντές – κειμένων που κυρίως ψηλαφίζουν τα ερωτήματα του ανθρώπου.
Ο Κώστας Γανωτής μοιάζει να απουσίαζε καιρό και μαζί με τις απίθανες αφηγήσεις του ζωντανεύει και ένα μέρος του ελληνικού τραγουδιού, του κλίματος περασμένων δεκαετιών.
Θα πάω ανορθόδοξα: Εσείς το 1992 σταματάτε τα πάντα. Για χρόνια επίσης, ενώ κάνατε πράγματα, δίνατε την εντύπωση πως είστε εξαφανισμένος.
Τα πάντα, είχα κανονίσει δουλειές, εμφανίσεις, είχα μια συνεργασία με τη Χαρούλα Αλεξίου, ετοίμαζα διάφορα και σταματώ τα πάντα. Χωρίς καμία δε προοπτική.
Και δεν εννοώ μόνον επαγγελματικά αλλά και γενικά τού τι θα κάνω μετά.
Το γιατί το έκανα είναι ακόμη και σήμερα ένας γρίφος και για μένα.
Αυτό που σήμερα μπορώ να σου πω μετά από τόσα χρόνια είναι πως στο βάθος δεν ήθελα να είμαι με τίποτε διασκεδαστής.
Κάποια στιγμή υπάρχει κορεσμός γύρω από αυτό.
Ενιωθα πως είμαι και δεν είμαι. Τραγουδούσα στα μπουζούκια και ένιωθα έτσι. Οταν έκανα τον πρώτο μου δίσκο έλεγα πως δεν είμαι απορρυπαντικό, δεν είμαι προϊόν. Αυτά έγιναν ενστικτωδώς.
Να θυμηθούμε το ’92 πώς σας βρίσκει και σε τι πλαίσιο στην τότε Αθήνα, μουσικό κλίμα και γενικώς;
Είχα κάνει τις «Λεωφόρους».
Το ’86 ξεκίνησα με τον Ανδρέα Βουτσινά, τους Κραουνάκη – Νικολακοπούλου και με τις Αρβανιτάκη και Πρωτοψάλτη.
Ηταν τομή για τη νύχτα και το τραγούδι.
Ηταν τομή βέβαια στη διασκέδαση.
Γιατί πέρναγε καλά ο κόσμος και είχε θεατρικότητα και ερμηνεία πρωτότυπη από εμάς διαφορετική από την ως τότε πεπατημένη.
Εκανε ο Βουτσινάς μια διδασκαλία πάνω στην εκφορά του λόγου. Πολλή σοβαρή η παρέμβαση του Ανδρέα. Εκανα τις δύο «Λεωφόρους».
Το ’92 είχα κανονίσει να πάω στο Γκάζι με την Αλκηστη και σταματώ. Εχω τα ενοίκια για έναν χρόνο για ένα μοναχικό σπίτι στα Βριλήσσια. Και αρχίζω να γράφω.
Κάτι που ως τότε δεν υπήρχε στα πιο μύχια όνειρά μου.
Και το πρώτο μου κείμενο είναι το «Ευδαίμων Κοντοθώρης» ή η «Παραμυθία της Τριανταφυλλιάς» από τις εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. Το έπαιξα λίγο μετά στον κόσμο.
Και ο συγγραφέας Ε. Ζάχος μου ‘πε πως με αυτό που κάνω είμαι «ποιητάρης».
Ο Ευδαίμων Κοντοθώρης είναι ο άνθρωπος. Αυτός που θωρεί κοντά. Στον άνθρωπο όμως δεν είναι μόνον όσα ο άνθρωπος κοιτάει.
Ενα κείμενο πάνω στην ύπαρξη, στην οντολογία λοιπόν γράψατε.
Οταν το παρουσιάσαμε με τον Ματθαίο Μουντέ μου το όρισε νηπτικό.
Μου ανέφερε τον Σαν Τζον Περς. Με στήριξε ο Ματθαίος, όπως και ο Ε. Ζάχος, όπως και ο Αλέξης Δαμιανός.
Ο τελευταίος τότε μόνταρε τον «Ηνίοχο» και πήγα και τον βρήκα σπίτι του μέσω της γυναίκας μου. «Ελα» μου είπε «αλλά θα ‘μαι ειλικρινής στη γνώμη μου».
Πήγα και του το ‘παιξα όλο. Και μου λέει:
«Ξέρεις πού πας;». Πήγα από ένστικτο. Λειτουργούσα έτσι. Ημουν πάντα περιπλανώμενος. Ενιωθα και σε αντίξοες συνθήκες, όπως στα μπουζούκια, πως είχα ένα λάστιχο στην πλάτη μου και στη δύσκολη στιγμή κάποιος το τράβαγε και με μάζευε.
Αλλαζα μπουζουξίδικα, είχα ένα αγροτικό αυτοκίνητο από τον πατέρα μου, μια κιθάρα και περιδιάβαινα στην επαρχία.
Θυμάμαι το άραζα στη Λεωφόρο – όταν σχίζαμε από επιτυχία – μπροστά στο κέντρο και ο κόσμος έμπαινε με σμόκιν. Σαν φοιτητής ήμουν.
Το ’92 τα σταμάτησα όλα αυτά. Τον «Κοντοθώρη» τον έπαιξα στο Απλό Θέατρο του Μιχαηλίδη.
Και δίπλα μου είχα έναν παντόμιμο, τον Βασίλη Λάγγο. Περιδιάβηκα τη χώρα όλη. Το σταματώ κι αυτό. Αυτά πρέπει να τα υπηρετείς.
Και γράφω για δέκα χρόνια κάθε μέρα. Οπως το βιβλίο «Λαλούτος Περτσινάβαλος» που το εξέδωσα στον Βόλο για λίγα μόνον αντίτυπα και για φίλους.
Είναι το παραλήρημα ενός ανθρώπου της νύχτας του θανάτου του. Πάλι υπαρξιακό.
Παράλληλα διαβάζω τον Καβάφη. Γνωρίζω τον Ρίτσο και του παίζω ποιήματά του. Πήγα σπίτι του στην Μιχαήλ Κόρακα το 1985. Ενας άγγελος.
Ετσι τον είδα, μετά μελοποίησα ένα δικό του που δισκογραφήθηκε («Ακατόρθωτη Υποκρισία»).
Το ’92 όλα άλλαξαν όπως είπαμε. Εκανα το «Πακέτο» στη Lyra που συμμετείχε μαζί με την Τάνια Τσανακλίδου και η Πόλυ Πάνου με τη «Βάρκα» και πήρα μεγάλη χαρά.
Ημουν στη νύχτα μα στη δισκογραφία έκανα τα δικά μου.
Είχα παίξει στο Ροντέο με τον Θανάση Γκαιφίλια, στα μέσα του ’80, εκ των τελευταίων που πρόλαβα αυτή τη γενιά τραγουδοποιών. Πάντα ήμουν μόνος.
Μετά τη δουλειά χανόμουν. Πήγαινα στο Μινούιτ στο Κολωνάκι και αισθανόμουν βασιλιάς που έτρωγα ένα φιλετάκι. Γύριζα όλη μέρα.
Εγραψα και ένα τραγούδι για τη γωνία Σόλωνος – Βουκουρεστίου που ήταν τότε πιάτσα των τρανς.
Σκληρό θέμα για τότε…
Είχα πει και στη «Λεωφόρο» την «Οπλαρχηγό Ελένη» του Κραουνάκη που πρωτοερμήνευσε ο Μαρίνος.
Σας ενδιαφέρει από τότε η διαφορετικότητα ως θέμα;
Βέβαια. Αισθανόμουν κοντά, αφού από τα παιδικά μου χρόνια είμαι άνθρωπος «δίπλα».
Ημουν και αισθανόμουν πάντα ανεπίδεκτος μαθήσεως. Το δίπλα με έκανε αλληλέγγυο. Με έλκουν οι συγγραφείς που γράφουν την προσωπική τους εμπειρία.
Ετσι διάβασα και τους Πατέρες της Εκκλησίας που είναι παρηγορητικοί για μένα. Κι αυτοί δίπλα ήταν και όχι στο κέντρο.
Υπάρχουν πράγματα που ούτε λέγονται ούτε γράφονται ούτε καν ζωγραφίζονται. Νοούνται υποκειμενικά. Οπως η έννοια της πίστης.
Η έννοια της αγάπης. Δεν είναι απτά αυτά. Τα σκέφτομαι όλα αυτά από παιδί.
Η τέχνη ήταν παροχέτευση;
Είναι γιατρικό. Οχι ως προς τη δημόσια έκθεση. Αλλά ως προς το μέσα μου.
Πώς οδηγείστε να γράφετε για τις ταυτότητες των ανθρώπων;
Θεωρώ ιερό δικαίωμα του ανθρώπου να αυτοπροσδιοριστεί. Είναι έντεκα χρόνια στο συρτάρι μου αυτό το κείμενο.
Το «Μαμά, εγώ δεν είμαι εγώ» (εκδ. Λιβάνη). Το ‘λεγα στη μάνα μου μικρός ως φράση.
Αλλαξαν όλα στη ζωή μου, εκεί στα 23 ή 24 μου που χάνω το σπίτι και τον πατέρα μου.
Γκρεμίζει ένας σεισμός το σπίτι μου στη Νέα Αγχίαλο.
Πεθαίνει ο πατέρας μου, μένω σε σκηνή του Ερυθρού Σταυρού για καιρό και παράλληλα δουλεύω στα μπουζούκια της επαρχίας. Στα 25 μου σκαρώνω το πρώτο μου τραγούδι.
Ετσι ξεκινώ. Δεν ξέρω καν πού μπαίνω.
Πότε έρχεστε στην Αθήνα;
Το ’82 κατεβαίνω στην Αθήνα. Παίζω στον Πάνο Κόκκινο και στα Δειλινά του Βόλου, στο Φάληρο στη Λάρισα, στη Θεσσαλονίκη, στην Παριζιάνα της Πάτρας, σε πολλά.
Ερχόμενος εδώ το 1982, μένω στη Μαυρομιχάλη σε ένα υπόγειο.
Εγώ τραγουδούσα τότε Πάνο Γαβαλά και λαϊκά. Εχει προηγηθεί μια επαφή μου με τον Μάκη Μάτσα που με πάει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.
Εχω ένα μπλε τετράδιο με τραγούδια μου και τα παρουσιάζω. Με πάει στο Polysound να κάνω ντέμο. Περνάει εκείνη την ώρα η Δήμητρα Γαλάνη από το στούντιο.
Και μου λέει: «Από πού έρχεσαι; Από την Ανατολή».
Η Δήμητρα μου χτυπάει ένα καμπανάκι. Και μπήκα σε μια διαδικασία. Εψαχνα δουλειά.
Μου τηλεφωνάει ο παραγωγός Σπύρος Ράλλης και μου λέει πως κάνει ακρόαση η Χαρούλα στον Ζυγό. Ορχήστρα; Το αφάν γκατέ, Γανωσέλης κτλ.
Μου δίνει την κιθάρα του ο Στέλιος Καρύδας. Παίζω δικό μου. Και μου ζητάει η Χαρούλα ένα λαϊκό του Καζαντζίδη.
Και λέω το «Μη σκαλίζεις τη στάχτη». Με πήρε στη δουλειά. Ανοιγα το πρόγραμμα στον Ζυγό. Για μένα ήταν πολύ σοβαρό όλο αυτό. Κάνω φροντιστήριο στον Καρύδα.
Αν δεν ήταν αυτό δεν ξέρω πού θα ήμουν.
Εχει προηγηθεί η συμμετοχή σας στο Να η Ευκαιρία;
Ναι, ήταν ζωντανό τότε. Περίμενα με μια κιθάρα της πλάκας. Στο χωριό μου είχαν κάνει κερκίδα στην τηλεόραση. Ξέχασα τα στιχάκια. Και πήρα δέκα από όλους.
Και με παίρνει ο Γιώργος Κατσαρός και λέω τη «Σάπια Βίδα» για την ταινία «Φυλακές Ανηλίκων».
Εκανε μεγάλη επιτυχία και πήγαινε η νεολαία και το μαγνητοφωνούσε στα σινεμά.
Ακόμη και σήμερα όταν σε κάποιον λέω πως έχω πει εγώ αυτό το τραγούδι αλλάζει η οπτική του.
Εχετε πάντως ολίγον ανορθόδοξη πορεία.
Δούλευα με τον Κάρολο Μιλάνο στον Βόλο, στη Μαγιόρκα. Ετσι έμαθα.
Μέχρι το συμπόσιο για τον Καβάφη το 2019 που έπαιξα δικό μου μελοποιημένο Καβάφη, όλα ήταν μια πορεία για μένα.
Υπήρχε νύχτα πέραν της Αθήνας; Αυτό είναι ένα θέμα όχι τόσο φωτισμένο για εμάς.
Ολη η επαρχία είχε τρομερά κέντρα. Και σκληρές καταστάσεις. Είχαμε νταήδες πολλούς. Και κονσομασιόν. Ολες οι πόλεις είχαν κέντρα. Ο Βόλος είχε εφτά. Μπαλέτα και ορχήστρες καλές. Το έχω ζήσει πολύ.
Και εμφανίζονταν καλοί τραγουδιστές εκεί.
Ο Λάκης Ράντζιος, για παράδειγμα, για τον οποίο έγραψα το «Λάκη Ρα», το βιβλίο. Δούλευα σε μια μπουάτ στη Ρόδο και εκεί ο Μανώλης Λιδάκης δούλευε σε ένα μεγάλο μαγαζί, στην Κόπα Καμπάνα.
Και πήγαινα και τον έβλεπα και ερχόταν κι αυτός να με δει. Συμπωματικά από όλα αυτά πήγα στην Ποίηση. Και έτσι μελοποίησα.
Πώς φτάσατε στην Ποίηση;
Παρηγοριέμαι. Βρίσκω κουράγιο. Τον Ε. Ζάχο τον γνώρισα πολύ παλιά από τον στιχουργό Αντώνη Ανδρικάκη.
Τώρα με τον Ζάχο κάνω μελοποίηση το «Ανατολή Ανατολών», ένα μέρος είχαν κάνει οι Χειμερινοί Κολυμβητές («Η μαστοράντζα του Ερντεμπίλ»). Εγώ τα κάνω με τον δικό μου τρόπο.
Ετσι προσεγγίζω το κείμενο του Ζάχου. Σημασία για μένα δεν έχει να κάνουμε επίδειξη φωνητικών ικανοτήτων αλλά βασικά να αναδείξουμε τον λόγο.
Μέσα από τον Ζάχο ανακαλύπτω μια δική μου πλευρά τής Καθ’ ημάς Ανατολής. Είμαστε στην χερσόνησο του Αίμου.
Ανατολή για τους δυτικούς, Δύση για τους ανατολικούς. Είμαι, είμαστε συγκερασμός. Ετσι είναι και οι φόρμες μου. Αυτό είναι τρόπος. Είναι σαν μονωδίες αυτά που κάνω με τον Ζάχο.
Ο λόγος εκφερόταν μουσικά σε αυτόν τον τόπο. Τραγούδι για μένα δεν είναι το κουπλέ και το ρεφρέν. Είναι μια μικρή αυτοτελής ιστορία.
Οι ρεμπέτες τι κάνανε; Τον καημό τους λέγανε, δεν φιλολογούσαν. Γράφω τον πόνο μου χωρίς φίλτρα.
Σήμερα με τα κοινωνικά δίκτυα ασχολείστε;
Δεν ασχολούμαι με τα κοινωνικά δίκτυα.
Γράφω, διαβάζω και είμαι μπανιστής. Παρατηρώ.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις