Δευτέρα 29 Απριλίου 2024
weather-icon 21o
Βασίλης Αλεξάκης: Τα πρόσωπα με οδηγούν στον μύθο

Βασίλης Αλεξάκης: Τα πρόσωπα με οδηγούν στον μύθο

Είναι δύσκολο να βιώνεις ένα πάθος και να γράφεις γι' αυτό

Μια συζήτηση με τον Βασίλη Αλεξάκη μοιάζει με παρτίδα του πινγκ πονγκ. Δηλαδή, του αγαπημένου του αθλήματος. Εξ ου και, αντί της παραδοσιακής «τραπεζαρίας», έχει εγκαταστήσει στο στούντιο της οδού Αναγνωστοπούλου ένα μεγάλο ειδικό τραπέζι με φιλέ. Όταν λοιπόν γίνεται πάσα για τα αυτοβιογραφικά μέρη του βιβλίου, δεν αποκρύπτει ότι «Η καρδιά της Μαργαρίτας», το τελευταίο μυθιστόρημά του, αναφέρεται στη σχέση του με μια παντρεμένη γυναίκα, τονίζει όμως ότι τα πρόσωπα στο χαρτί δημιουργούν τις δικές τους μυθολογίες. Είκοσι χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου βιβλίου του και με 10 τίτλους από τις εκδόσεις Εξάντας (με γνωστότερα τα Τάλγκο, Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ-Μπουμ, Παρίσι-Αθήνα), ο Αλεξάκης παραμένει ένας από τους λίγους «διεθνείς» μας, καθώς όχι μόνο μεταφράζεται αλλά και παίρνει πολύ καλές κριτικές στην αλλοδαπή. Λόγω της δημοσιογραφικής του ιδιότητας (εργάστηκε επί σειρά ετών στην εφημερίδα Le Monde) ξέρει να δίνει κάθε φορά την προσήκουσα απάντηση για να στρέψει τη συνέντευξη εκεί που ο ίδιος θέλει.

— Ποια είναι τα στοιχεία στην «Καρδιά της Μαργαρίτας» που κέρδισαν την ξένη κριτική;

Θέλω να πιστεύω ότι είναι η ποιότητα της δουλειάς. Σε αυτό θα ήθελα να πιστεύω. Γιατί, αν το χωρίσω σε επί μέρους στοιχεία, δεν νομίζω ότι αρκεί η ελληνικότητα. Το λέω γιατί έχω γράψει και βιβλία σε γαλλικό ντεκόρ. Στη Γαλλία βέβαια είναι αλήθεια ότι είχαν μεγαλύτερη απήχηση τα ελληνικά βιβλία μου, το Τάλγκο και Η μητρική γλώσσα και Η καρδιά της Μαργαρίτας. Οι εξηγήσεις όμως είναι πολύ δύσκολες και εγώ δεν είμαι αρμόδιος να μιλήσω για τα βιβλία μου. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι η επιτυχία άργησε να έρθει. Το πρώτο μου βιβλίο βγήκε πριν από 25 χρόνια και έχω ρίξει απίστευτη δουλειά, κυρίως για να γράψω σε μια ξένη γλώσσα.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.1.2000, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

— Στα γαλλικά γράφετε πάντα;

Μόνο όσα διαδραματίζονται σε γαλλικό περιβάλλον. Η Μαργαρίτα είναι γραμμένη στα ελληνικά. Δεν έστειλα όμως το χειρόγραφο στον Εξάντα αμέσως. Πρώτον, γιατί ξέρω ότι προτιμά να βγάζει τα βιβλία μου τα Χριστούγεννα και, δεύτερον, γιατί γνώριζα πως μεταφράζοντάς το στα γαλλικά θα έκανα διορθώσεις στο πρωτότυπο. Η μετάφραση είναι η αυστηρότερη των αναγνώσεων σε ένα κείμενο. Και το βλέπω το βιβλίο μου σαν ξένος όταν το μεταφέρω στα γαλλικά. Το υπαγορεύω σε μια κοπέλα, γιατί εγώ δεν γράφω σε κομπιούτερ.


— Πώς αποφασίσατε να γράψετε τα μισά βιβλία σας σε ξένη γλώσσα;

Έφθασα στη Γαλλία τα χρόνια της χούντας και δεν είχα καμία ελπίδα. Η Γαλλία μού έδινε μια ελευθερία. Επιπλέον ήμουν δημοσιογράφος στον Monde, παντρεμένος με Γαλλίδα, και η ζωή μου ήταν γαλλική. Είχα την αίσθηση πηγαίνοντας εκεί μιλάμε για το ’68 ότι περνούσα σε μια αντίθετη κατάσταση, από τον περιορισμό της δικτατορίας στον παρισινό Μάη. Χαιρόμουν που έφευγα, και το λέω παρ’ όλο που ακούγεται εγωιστικό και τερατώδες εκ των υστέρων. Ένιωθα πως κερδίζω δέκα χρόνια σε σχέση με το αν έμενα πίσω στην Ελλάδα. Η πρώτη αγορά που έκανα φθάνοντας εκεί ήταν ένα μαγνητόφωνο. Ηχογραφούσα οτιδήποτε άκουγα.

— Ηχογραφούσατε αγνώστους, δηλαδή;

Ναι, πήγαινα στα καφενεία, στα μαγαζιά. Πήγαινα στο ταχυδρομείο όπου ήταν όλα τα τηλέφωνα δεν υπήρχαν τότε πολλά στα σπίτια, εκεί πήγαινε ο κόσμος για να τηλεφωνήσει, έμπαινα σε μια καμπίνα και μαγνητοφωνούσα τον διπλανό μου.


— Είσαστε πάντοτε ένα τεράστιο αφτί;

«Παρατηρώ», όπως έλεγε και ο Προυστ. Είναι μέρος της δουλειάς. Χρειάζεται πολύ υλικό για να κάνεις μυθιστόρημα, όχι να λες μόνο για την κυρία τάδε που πάει στο κομμωτήριο. Πρέπει να έχει πρόσωπα, να έχει χώρους, να έχει όγκο.

— Πώς διαχειρίζεστε αυτό το υλικό της «λαθρακρόασης»;

Θυμάμαι πάντοτε τις ιστορίες ή τις φράσεις που θα ταίριαζαν σε κάποιο σημείο. Μόνο που μερικές φορές δεν τα αξιοποιώ. Έτσι, κάθε φορά που τελειώνω ένα μυθιστόρημα, μου περισσεύει υλικό. Τώρα με τη Μαργαρίτα μού περίσσεψε μια ατάκα και λυπάμαι που δεν την έγραψα. Ξημερώνει στην Τήνο και λέω: «Με τον πρώτο ήλιο βλέπεις τις σκιές της πολυθρόνας. Και η σκιά είναι η ανάμνηση της προηγούμενης νύχτας». Δεν βρήκε τη θέση του στο βιβλίο, αλλά χαίρομαι που θα γραφτεί τώρα.


— Για τα βιωματικά στοιχεία ρωτάτε και τους άλλους για να τα δημοσιοποιήσετε; Την αληθινή Μαργαρίτα τη ρωτήσατε προτού μιλήσετε για την εξωσυζυγική σχέση της;

Είναι λίγο σατανική η ερώτηση… Όχι, η Μαργαρίτα δεν θύμωσε. Μια άλλη γυναίκα όμως, αυτή του Τάλγκο, είχε θυμώσει επειδή θεώρησε ότι την είχα βγάλει έξω από την αφήγηση. Στην ουσία δεν τη σκεφτόμουν κάνοντας την ηρωίδα. Δεν αναγνωρίζει όμως κανείς τον εαυτό του, οι λέξεις δημιουργούν νέες μορφές. Ακόμη και αν μιλώ για τον εαυτό μου, μετά δεν με αναγνωρίζω. Νομίζω πως με φτιάχνουν οι λέξεις. Ανοίγω το λεξικό και νομίζω ότι με ξέρουν, κάτι θα μου θυμίσουν, κάπου θα με οδηγήσουν. Όταν όμως γράφω για ένα φανταστικό πρόσωπο, έρχονται δέκα και μου λένε πως γράφω για εκείνους. Παράδειγμα, ο Κώστας Βεργόπουλος. Αλλά και άλλοι, που έχουν κάνει αυτή τη ζωή ανάμεσα σε Παρίσι και Αθήνα και που τους έχουν εγκαταλείψει γυναίκες οι οποίες καλά έκαναν, λένε πως αναγνωρίζουν τον εαυτό τους.

— Η «Μαργαρίτα» γράφτηκε στη διάρκεια που ζούσατε μια σχέση με παντρεμένη γυναίκα ή αργότερα;

Είναι δύσκολο να βιώνεις ένα πάθος και να γράφεις γι’ αυτό. Πρέπει να έχει τελειώσει μια ιστορία για να γράψεις γι’ αυτήν. Όταν τελείωνα το μυθιστόρημα, άλλαξε ριζικά η σχέση μου μαζί της. Κατάλαβα ότι δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Στη διάρκεια των επτά μηνών που έγραφα είχα κλειστεί στο σπίτι στο Παρίσι και απλά τηλεφωνιόμασταν. Την ημέρα που τελείωσα κατάλαβα ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί. Αλλά είχε δώσει ό,τι καλύτερο μπορούσε, ως και ένα βιβλίο.

— Ακούγεται λίγο σαν εκμετάλλευση…

Υπάρχει ένα είδος συγγραφικής υστεροβουλίας. Μου είναι αδύνατον να βγω με μια γυναίκα και να μη σκέφτομαι αν κάτι από αυτά που λέμε μπορεί να βρει θέση στο επόμενο μυθιστόρημα. Δεν λέω ότι το κάνω πάντα, δεν είμαι και κανένα τέρας, αλλά, ναι, το σκέφτομαι. Αλλά το γράψιμο είναι έτσι. Δεν είσαι συγγραφέας 2 με 5. Είσαι συγγραφέας και την ημέρα και τη νύχτα, και όταν φτιάχνεις τον καφέ και όταν πηγαίνεις στον φούρνο.

— Ο εγκλεισμός για επτά μήνες ήταν απαραίτητος για το βιβλίο;

Ναι, δεν μπορώ να γράφω και να κάνω και κάτι άλλο. Κλείνομαι στη μικρή μου γκαρσονιέρα στο Παρίσι, που είναι σαν καμπίνα πλοίου, με κεκλιμένο ταβάνι. Σε αυτό το διάστημα κάνω πολύ αυστηρή ζωή. Σταμάτησα τελείως να πίνω, γιατί πρέπει να έχεις εντελώς καθαρό μυαλό. Όταν βάζεις κάποιον δεύτερο ήρωα στη σελίδα 10, πρέπει να τον θυμηθείς και στη συνέχεια, και η παρέμβασή του να στέκει. Και είχα πολλές δεύτερες ιστορίες στο μυθιστόρημα που έπρεπε να συντονίσω. Είναι πολύ μεγάλο σύστημα και χρειάζεται έναν εξαερισμό για να μη μυρίζει κλεισούρα.

— Η θητεία στη δημοσιογραφία σάς βοήθησε να γίνετε συγγραφέας;

Με βοήθησε σε δύο πράγματα. Έμαθα να περιγράφω, κάτι που νεότερος σιχαινόμουν. Και με έμαθε, με τις συνεντεύξεις, να ακούω τους άλλους. Επίσης έμαθα να λέω πολλά γράφοντας. Ως συγγραφέας αργότερα έγινα πιο υπαινικτικός, έμαθα δηλαδή να σκιαγραφώ ένα πορτρέτο χωρίς να μιλάω γι’ αυτό.


— Τα πρόσωπα είναι σημαντικότερα ή ο μύθος;

Τα πρόσωπα με οδηγούν στον μύθο. Ζω μαζί τους κατά τη διάρκεια της συγγραφής. Γι’ αυτό και δεν συναντώ κανέναν. Μόνο λίγο τα παιδιά μου. Όταν τελειώνω όμως, παίρνω μεγάλη χαρά, γιατί ανακαλύπτω ξανά τον κόσμο.

— Είπατε ότι δεν γράφετε σε κομπιούτερ. Πώς γράφετε, δηλαδή;

Θα με τρόμαζε να δω κάτι γραμμένο από εμένα σε οθόνη. Μου φαίνεται πολύ επίσημο. Γράφω με μολύβι, και μάλιστα αχνά. Έτσι μπορώ να σβήνω. Έχω και ένα σκουπάκι με το οποίο μαζεύω στο πλάι του γραφείου τα ξυσίματα της γομολάστιχας. Τα μαζεύω ώσπου να κάνουν ένα μικρό βουνό, που δεν το πετάω, το αφήνω για κάνα δυο μέρες να μεγαλώνει. Είναι χαμένες λέξεις. Το γκρίζο βουναλάκι της κακής λογοτεχνίας.

*Συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Βασίλης Αλεξάκης στη δημοσιογράφο και συγγραφέα Λώρη Κέζα υπό τον τίτλο «Το τρίτο πρόσωπο». Είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2000.

Ο Βασίλης Αλεξάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το Δεκέμβριο του 1943 (στις 12 Δεκεμβρίου κατά τας πηγάς).

Εγκαταστάθηκε στη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Εκεί εργάστηκε ως δημοσιογράφος, κριτικός βιβλίου και χρονογράφος, ενώ υπήρξε επί σειράν ετών συνεργάτης της Le Monde.

Ο Αλεξάκης έγραφε και στις δύο γλώσσες (τα πρώτα του μυθιστορήματα γράφτηκαν στα γαλλικά).

Πέρα της συγγραφής, ασχολήθηκε με το χιουμοριστικό σκίτσο, τον κινηματογράφο και το θέατρο.

Το έργο του αγαπήθηκε και αναγνωρίστηκε προπάντων στην Ελλάδα (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2004 για τις «Ξένες λέξεις») και στη Γαλλία, αλλά και σε πολλές ακόμα χώρες όπου μεταφράστηκε.

Ο Βασίλης Αλεξάκης έφυγε από τη ζωή στις 11 Ιανουαρίου 2021.

Sports in

Ένα (μεγάλο) ερώτημα ψάχνει απάντηση στο Λίβερπουλ

Ο Άρνε Σλοτ αναλαμβάνει μια από τις πιο δύσκολες δουλειές στον... κόσμο

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ ΜΜΕ Α.Ε.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Δευτέρα 29 Απριλίου 2024