Το Μουσείο της Αυτοκτονίας
Η ύστατη προειδοποίηση του Αριελ Ντόρφμαν, στα 81 του χρόνια, να αναλάβουμε δράση πριν να είναι αργά.
- Ο Ρώσος πρέσβης στις ΗΠΑ «ολοκληρώνει» τη θητεία του, μια ημέρα αφότου κατήγγειλε απειλές
- Το φάντασμα του pasokification και το χρονοντούλαπο της Ιστορίας
- «Πάρτε μέτρα τώρα. Δεν θα υπάρχουν καταναλωτές» – Καμπανάκι από την αγορά για το δημογραφικό
- Ο Ζελένσκι παρουσιάζει σε Μπάιντεν και άλλους ηγέτες το σχέδιο του για το τέλος του πολέμου
Ο Βλαντίμιρο Αριελ Ντόρφμαν γεννήθηκε το 1942 στο Μπουένος Αϊρες, από πατέρα γεννημένο στην Οδησσό και μητέρα γεννημένη στο Κισινάου – τότε που και οι δύο πόλεις ανήκαν στη Ρωσική Αυτοκρατορία.
Ηταν ακόμα μωρό όταν η οικογένεια του μετεγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ, έμειναν δέκα χρόνια στη Νέα Υόρκη, μέχρι που ο μακαρθισμός τούς ανάγκασε να φύγουν. Κατέληξαν στη Χιλή, εκεί πέρασε ο Ντόρφμαν την εφηβεία του, εκεί σπούδασε, εκεί παντρεύτηκε.
Απέκτησε τη χιλιανή υπηκοότητα στα 25 του. Τρία χρόνια αργότερα, ανέλαβε σύμβουλος του Σαλβαδόρ Αλιέντε σε θέματα πολιτισμού. Θυμάται πάντα εκείνο το βράδυ της 4ης Σεπτεμβρίου του 1970, που χόρευε ξέφρενα, μαζί με τόσους άλλους, στους δρόμους του Σαντιάγο, γιορτάζοντας τη νίκη «του πρώτου δημοκρατικά εκλεγμένου σοσιαλιστή ηγέτη στον κόσμο».
Και φυσικά δεν ξεχνάει ποτέ πώς χάθηκαν όλα στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973, τη μέρα που ο στρατός, υπό την ηγεσία του Αουγκούστο Πινοτσέτ, με τη στήριξη των ΗΠΑ, ανέτρεψε την κυβέρνηση και επέβαλε δικτατορία.
Ισόβιο αίσθημα ενοχής
Το προηγούμενο βράδυ, ο Ντόρφμαν είχε κανονικά νυχτερινή βάρδια στη Λα Μονέδα, το προεδρικό μέγαρο. Την άλλαξε όμως με έναν φίλο του, μη γνωρίζοντας τι θα ακολουθούσε. Εκτοτε τον ακολουθεί ένα ισόβιο αίσθημα ενοχής. Ο Αλιέντε πέθανε στη διάρκεια του πραξικοπήματος.
Οι στενότεροι συνεργάτες του εκτελέστηκαν, «εξαφανίστηκαν», φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν. Οσοι επέζησαν, βρέθηκαν με άλλον ρόλο, από άνθρωποι που πάλευαν να χτίσουν ένα πιο δίκαιο αύριο μετατράπηκαν σε κάτι σαν θεματοφύλακες της ιστορικής μνήμης.
Ο Ντόρφμαν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει, το 1973, τη Χιλή, πέρασε από Παρίσι, Αμστερνταμ και Ουάσιγκτον προτού καταλήξει στη Βόρεια Καρολίνα.
Τα πρώτα χρόνια της εξορίας, ταξίδευε συχνά στη Δύση ζητώντας από τους πλούσιους και ισχυρούς χρήματα υπέρ της κατακερματισμένης, και συχνά απειλούμενης, διασποράς του Αλιέντε.
Το 1975, ταξίδεψε στη Σουηδία, προκειμένου να ζητήσει από τον πρωθυπουργό Ούλοφ Πάλμε ένα μεγάλο πλοίο, που θα γέμιζε με τους εξόριστους καλλιτέχνες της Χιλής, και θα έριχνε κατόπιν άγκυρα έξω από το Βαλπαραΐσο, «απαιτώντας θορυβωδώς να τους επιτραπεί να επιστρέψουν στη χώρα» – μια ιδέα που ο Πάλμε απέρριψε ως το πιο ανεύθυνο πράγμα που είχε ακούσει.
Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1983, ο Ντόρφμαν βρέθηκε στην Ουάσιγκτον, για κάποιο αντίστοιχο σχέδιο.
Εκεί, συνέφαγε με έναν ολλανδό μεγιστάνα ονόματι Γιόζεφ Χόρτα, ο οποίος, όσο και αν ακούγεται παράδοξο, μοιραζόταν τη λατρεία του για τον Αλιέντε.
Ο Ντόρφμαν πήρε την επιταγή που ήθελε, και δεν τον πολυσκέφθηκε ξανά μέχρι που, επτά χρόνια αργότερα, ο Χόρτα τον κάλεσε σε νέα συνάντηση, ζητώντας του εκείνος αυτή τη φορά κάτι, κάτι εξωφρενικό, να επιστρέψει με την οικογένειά του πίσω στη Χιλή – μια μετακίνηση συναισθηματικά επίπονη αλλά εφικτή, αφού η δικτατορία είχε μόλις λάβει τέλος – ώστε να εξακριβώσει, μια για πάντα, πώς πέθανε ο Αλιέντε: αυτοκτόνησε ή δολοφονήθηκε από τους μπράβους του Πινοτσέτ;
Πέρασε καιρός μέχρι να αποκαλύψει ο Χόρτα στον Ντόρφμαν γιατί ήθελε τόσο απεγνωσμένα μια απάντηση.
Είχε γίνει δισεκατομμυριούχος παρασκευάζοντας πλαστικά προϊόντα, καθημερινής χρήσης.
Πινακοθήκη ανθρώπων με ένα κοινό
Μέχρι που μια μέρα, έπιασε έναν κιτρινόπτερο τόνο στον Ειρηνικό, τον πήγε σε έναν σεφ να του τον μαγειρέψει, και ανακάλυψε πως ήταν μολυσμένος από κατάποση πλαστικού. Συνειδητοποίησε τότε πως είχε φτιάξει την περιουσία του κάνοντας κακό στον πλανήτη και μέσα στην επική εγωπάθειά του, αποφάσισε ότι έπρεπε να επανορθώσει, να σώσει την ανθρωπότητα από τον εαυτό της.
Το σχέδιό του; Να φτιάξει έναν τεράστιο εκθεσιακό χώρο όπου θα εξερευνούσε το θέμα της αυτοκτονίας από όλες τις πλευρές της, μια πινακοθήκη ανθρώπων με μόνο ένα κοινό, την απόφαση να βάλουν τέλος στη ζωή τους – από τον Πρίμο Λέβι και τον Βάλτερ Μπένγιαμιν μέχρι τους ιρλανδούς απεργούς πείνας και τη Μέριλιν Μονρόε.
Είναι ένα θέμα που παραδοσιακά περιβάλλεται από παρανοήσεις και ντροπή, επέμεινε, για αυτό πρέπει να το αντιμετωπίσουμε καταπρόσωπο: μόνο έτσι θα μπορέσουμε να καταλάβουμε, και κατόπιν να αρχίσουμε να διορθώνουμε, το γεγονός ότι, ως είδος, αυτοκτονούμε λίγο λίγο κάθε μέρα…
«The Suicide Museum»
Οι δύο πρώτες παράγραφοι αυτής της Ιστορίας είναι απολύτως πραγματικές.
Οι δύο ακόλουθες, είναι – όπως τη μεταφέρει το New Yorker – η υπόθεση του «The Suicide Museum», του τελευταίου βιβλίου που μόλις κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ ο γνωστός συγγραφέας, ακαδημαϊκός και ακτιβιστής Αριελ Ντόρφμαν: μια μυθοπλαστική αυτοβιογραφία όπου ο ίδιος είναι αφηγητής και κεντρικός χαρακτήρας, και ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων, από την οικογένειά του μέχρι τον Γκαμπριέλ Γκαρθία Μαρκές, εμφανίζονται με το όνομά τους.
Από την πλευρά της επιστήμης, το ερώτημα του πώς πέθανε ο Αλιέντε έχει απαντηθεί από καιρό, κι ας αρνούνται ακόμα κάποιοι την εκδοχή της αυτοχειρίας του. Τι είναι άλλωστε η επιστήμη στην εποχή μας;
Μια ακόμα ιστορία, με αμφιλεγόμενους αφηγητές, διαπιστώνει από πρώτο χέρι, πίσω στη Χιλή, ο Ντόρφμαν. Και πόσο χρήσιμα αποδεικνύονται τελικά τα δεδομένα στο να μας ωθήσουν να κάνουμε εκείνα που πρέπει ώστε να αποφύγουμε τη δική μας αυτοκτονία; Είναι το 38ο κατά σειρά βιβλίο του Ντόρφμαν, η ύστατη προειδοποίησή του, στα 81 του χρόνια, να αναλάβουμε δράση πριν να είναι αργά.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΑ ΝΕΑ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις