Μοιάζει «ευκολάκι» να θυμάσαι τον κινηματογράφο με αφορμή το θάνατο ενός σκηνοθέτη. Αλλά υπάρχουν ομολογουμένως οι ταινίες που διαμορφώνουν την αισθηματική μας αγωγή ή, κυρίως, τον τρόπο που εξασκήθηκε το βλέμμα στη μεγάλη οθόνη (καταχρηστική και αυτή η έκφραση – αποδίδει όμως το «μυστήριο» μέσα στη σκοτεινή αίθουσα). Από τα πλάνα των αδερφών Ταβιάνι έχουν κρεμαστεί πολλές εφηβικές φαντασιώσεις ουτοπίας και πολλές ενήλικες προσδοκίες για κινηματογράφο αξιώσεων ήδη από τον «Πατέρα αφέντη», τη «Νύχτα του Σαν Λορέντζο» και το «Αλοζανφάν».

Αυτό είναι ένα σύμπαν της ιταλικής γης, χωμάτινο και ερεβώδες, ανελέητο μέσα στο μεσογειακό φως (και σκοτάδι), εκλεκτικό, λογοτεχνικό και μυθολογικό, ανυποψίαστα ευρωπαϊκό. Στον κόσμο αυτό οι παρθένες φοβούνται μήπως πεθάνουν χωρίς να κάνουν σεξ, μια ρωμαϊκή μάχη επαναλαμβάνεται σε χωράφι της Τοσκάνης, το γάλα της κανάτας γίνεται παγωτό στη μεταπολεμική Σαρδηνία, ο υποψήφιος εραστής και η Ενρίκα συγκινούνται τελικά από τον σεληνιασμό του «Φεγγαροχτυπημένου» Μπατά και ο Νίκολα Πιοβάνι γίνεται ισότιμος «σκηνοθέτης» της μουσικής.

Αλλά αν υπάρχει μια σκηνή που καταδυναστεύει τον παιδικό εαυτό προέρχεται από το «Χάος» του 1984, όπου οι Ταβιάνι εικονογραφούν διηγήματα του Πιραντέλο.

Στην εισαγωγή, με τίτλο «Το κοράκι του Μιτζάρο», ένας χωρικός κρεμάει ένα κουδούνι στο κοράκι του τίτλου και το αφήνει να πετάξει στον ουρανό. Στοπ καρέ: η παιγνιώδης διάθεση του ανθρώπου μέσα στη φύση.

Το ανθρώπινο τρικ που αντηχεί στην άβυσσο του χρόνου. Είμαστε όλοι παιδιά της τυχαιότητας, λένε οι αδελφοί Ταβιάνι, συντονισμένοι γι’ άλλη μια φορά με την ελληνορωμαϊκή κληρονομιά, που έδωσε σχήμα στον ολόδικό τους μαγικό ρεαλισμό. Γι’ αυτό και το επίγραμμα του Πιραντέλο από την αρχή της ταινίας πέρασε κακήν κακώς σε ένα σημειωματάριο εκείνης της περιόδου: «Είμαι λοιπόν γιος του χάους…

Όχι αλληγορικά, αλλά στην πραγματικότητα… γιατί γεννήθηκα σε μια περιοχή που βρισκόταν κοντά σ’ ένα πυκνό δάσος… που οι ντόπιοι ονόμαζαν “Καβούζο”, παραφθορά της ελληνικής λέξης Χάος».