Αποσπάσματα σταχυολογημένα από τη χθεσινή και σημερινή αρθρογραφία μας:

Για τον Μανόλη Ανδρόνικο:

Αμήχανοι θα ξεφυλλίζουμε τώρα τις εφημερίδες, αναζητώντας τις τακτικές και υπεύθυνες συνεργασίες του, τα ερεθίσματα εκείνα του πνεύματος, τα συναρπαστικά ταξίδια της νόησης από τον Πλάτωνα ως τον Σεφέρη, από την τέχνη της αρχαιότητας ως τις πιο σύγχρονες εκφάνσεις της ανθρώπινης ευαισθησίας, από τα ιστορικά διδάγματα του παρελθόντος ως τις αβέβαιες προοπτικές της νεότερης εποχής. Θα αναζητούμε μάταια τη δική του τρυφερή παρότρυνση για να παρασυρθούμε στη γοητευτική περιπέτεια του πνεύματος, αλλά και για να σταθούμε κριτικά απέναντι στα τρέχοντα της αθλιότητας που μας περιβάλλει.

Είπαν πως ήταν τυχερός. Τυχεροί όμως ήμασταν εμείς ως αποδέκτες και καρπωτές του έργου του. Οι βασιλικοί τάφοι της Βεργίνας δεν τίναξαν βέβαια από μόνοι τους τούς όγκους των χωμάτων που είχε στοιβάξει η λήθη, για να μας χαρίσουν το εκτυφλωτικό τους φως. Χρόνια ολόκληρα μόχθησε ο Μανόλης Ανδρόνικος, ανιχνεύοντας σπιθαμή προς σπιθαμή την έκταση της περιοχής και την ιστορική της διάρκεια, σε μια συνεχή, εξοντωτική σύγκρουση με τις υπεκφυγές και την αναβλητικότητα της γραφειοκρατίας, με τις αντιξοότητες της μικρόνοιας και με τη διαβρωτική επίδραση της μικροψυχίας. Μέχρις ότου αναδυθεί η χρυσή ελληνικότητα του χώρου, ασκίαστη από τις υποψίες των συμπτώσεων και τις επιταγές των ευκαιριακών επιλογών, για να αναστηλώσει το ηθικό μας και να ενισχύσει το κύρος μας, χρόνια ολόκληρα άκουγε τους χτύπους των κασμάδων να αποφλοιώνουν σταδιακά τα επικαθίσματα των καιρών, ο ακαταπόνητος της αντοχής και εραστής των οραμάτων, ο πεισματικός της έρευνας και χαρισματικός του λόγου, ο αγωνιστής του καλού, ο πάντοτε νέος και ευαίσθητος στους κραδασμούς φίλος των φίλων του και μαθητής των μαθητών του.

Για τον Μάνο Χατζιδάκι:

Εκείνα για τα οποία έχω μετανοιώσει είναι όσα δεν έχω κάνει. Δηλαδή σήμερα θα έκανα περισσότερες τρέλλες. Περισσότερα απ’ αυτά που μου απαγόρευαν και λιγώτερα απ’ αυτά που μου υπαγόρευαν οι άλλοι. Οσαδήποτε που θεωρήθηκαν «τρέλλα μου», αυτά μονάχα επιδοκιμάζω, γιατί μου τα υπαγόρευε το ένστικτο και η φαντασία μου. Αν μιλήσουμε χριστιανικά, όσες αμαρτίες διέπραξα, κι’ αν μιλήσουμε κοινωνικά, όσα μη κοινωνικά έκανα —καλά ή κακά, δεν έχει σημασία— γι’ αυτά και μόνο είμαι ευχαριστημένος, γιατί αυτά με σώσανε και με οδηγήσανε σ’ αυτό που είμαι σήμερα.

Εκείνη η «στιγμή μου» παρεξηγήθηκε τότε. Νόμιζαν ότι εξέφραζα εγωισμό, εγωπάθεια, κι’ ακόμα ότι σκόπευα στη δημιουργία θορύβου. Γιατί όμως; Την εποχή εκείνη μου είχαν αποδώσει ήδη τα πρωτεία, ώστε δεν χρειαζόταν να τα αποσπάσω διά του θορύβου. Θα μπορούσα να διατηρήσω τον λεγόμενο θρόνο μοιράζοντας χαμόγελα και καλές κουβέντες. Αντιθέτως, εκείνο που έκανα μου κόστισε εχθρότητα, επίθεση και λογιών-λογιών κακές ενέργειες εναντίον μου. Σήμερα, σε παρόμοια «στιγμή» θα κρατούσα βέβαια την ίδια στάση, αλλά με πιο σαφή αντίδραση. Σήμερα είναι προτιμότερο να προφυλάσσω τον εαυτό μου στην έντασή του. Εγώ βλέπεις δεν διαθέτω ούτε επαφές με τον κόσμο, ούτε έχω τις στήλες των εφημερίδων για να επηρεάζω τους άλλους. Το μόνο που έχω είναι η εργασία μου και τίποτα παραπάνω.

Όταν ένα έργο είναι καλό, γνήσιο, αληθινό, όταν μια δουλειά γενικά είναι άξια, θα βρη σίγουρα τον τρόπο της να δικαιωθή. Ο κόσμος έχει ένα ένστικτο, και μ’ αυτό οδηγείται πολλές φορές στον σωστό του δρόμο.

Για τον Γιώργο Σεφέρη:

«Η άμεση απήχηση στην Ελλάδα; Μουγκαμάρα και φθόνος. Την ημέρα της αναγγελίας βρισκόμουν για συμπαράσταση στο σπίτι του ποιητή […]. Όταν ακούστηκε η επιβεβαίωση […], πετάχτηκα στο κοντινό ψιλικατζίδικο, που είχε τηλέφωνο, να δώσω την είδηση στο Βήμα. Επιστρέφοντας, βρήκα να περιφέρεται στην οδό Άγρας ένας έρημος Ιταλός δημοσιογράφος. Με σταμάτησε και ρώτησε: Πού μένει ο Σεφέρης; Του έδειξα την πόρτα. Με κοίταξε σαν να τον δούλευα: Μα πού είναι οι Έλληνες δημοσιογράφοι και οι φωτογράφοι; […] Κάπως αργότερα, άρχισαν να καταφθάνουν συγγενείς, φίλοι και ομότεχνοι. Οι τελευταίοι, αδέξιοι και κίτρινοι (ανάμεσά τους και δύο ακαδημαϊκοί). […] Επιστρέφοντας αεροπορικώς από την Στοκχόλμη με τον ποιητή [Χριστούγεννα 1963], είχα τηλεγραφήσει στο Βήμα αριθμό πτήσης και ώρα αφίξεως, υποδεικνύοντας την οργάνωση κάποιας υποδοχής. Στο Ελληνικό βρήκαμε να μας περιμένουν δύο γυναίκες: η μάνα μου και η Ιωάννα Τσάτσου. Κανείς άλλος» («Το Βήμα», 17/11/1993).

Πώς θα μπορούσε άραγε κανείς, όσο υψηλόφρων κι αν είναι, να αντιπαρέλθει τόση αδιαφορία, να αρθεί πάνω από την ανθρώπινη μικροψυχία, να επικεντρωθεί στο μεγάλο και στο σπουδαίο;

Η απάντηση διά στόματος του ίδιου του Σεφέρη (που αρκέστηκε στο να υπενθυμίσει τη ρήση ενός επιφανούς γάλλου ποιητή, του Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ), τον Απρίλιο του 1964, κατά την τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ:

«Τα έθνη έχουν μεγάλους ανθρώπους παρά τη θέλησή τους. Ο μεγάλος άνθρωπος είναι λοιπόν νικητής ολόκληρου του έθνους του» (στη γαλλική: “Les nations n’ont de grands hommes que malgré elles. Donc, le grand homme est vainqueur de toute sa nation”).


Η —σχεδόν— αναπόδραστη μοίρα των μεγάλων ανθρώπων, των εμβληματικών και χαρισματικών προσωπικοτήτων.

Η συχνά άπελπις μάχη τους με την αβελτηρία, τη μικρόνοια, τη μικροψυχία, το φθόνο, την εχθρότητα.

Το εργώδες εγχείρημά τους να αναδείξουν το μεγάλο και το σπουδαίο, το διαχρονικά καλό.

Η αξιοσύνη τους, ο μόχθος τους και η γενναιοφροσύνη τους —τα μόνα όπλα τους— απέναντι στα τρέχοντα, στα τετριμμένα, στα άθλια, στα υπαγορευμένα.

Μακάριοι οι εξ αυτών νικητές, όσοι αξιώθηκαν να δουν τις προσπάθειές τους να δικαιώνονται και έφυγαν με την εδραία πεποίθηση πως «τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα».