Πριν από λίγες ώρες αποχαιρέτησα στο νεκροταφείο της Καισαριανής έναν αγαπητό φίλο, ένα σπουδαίο οικογενειάρχη, έναν καλλιεργημένο άνθρωπο.

Ο Βαγγέλης, ο συνονόματος, έφυγε από τη ζωή πρόωρα, άδικα όπως συνηθίζουμε να λέμε.

Βαθιά η θλίψη, αφόρητος ο πόνος όλων.

Υπάρχουν άραγε σε τέτοιες στιγμές κάποια λόγια παρηγορητικά για τους συγγενείς του εκλιπόντος, εκείνους που καλούνται τώρα να βιώσουν το αβάσταχτο κενό της απουσίας του;

«Να τον θυμάστε, πάντα» ήταν οι μόνες λέξεις που μπόρεσα να ψελλίσω αγκαλιάζοντας τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του, έχοντας στο μυαλό μου τα αντίστοιχα δικά μου βιώματα, αλλά και τις απόψεις ενός από τους οξυδερκέστερους έλληνες διανοητές του προηγούμενου αιώνα.

Ο αείμνηστος Παπανούτσος, Ευάγγελος κι αυτός, είχε γράψει τους ακόλουθους λόγους παραμυθίας  σε ένα άρθρο του που έφερε τον τίτλο «Αθανασία» και είχε δημοσιευτεί στο «Βήμα» το Μάιο του 1961:

Οι άνθρωποι που φεύγουν από τούτο τον κόσμο δεν χάνονται, όταν εξακολουθούμε να τους τιμούμε και να τους αγαπούμε. Συνεισφέρομε λοιπόν και μεις κατά κάποιο τρόπο στην ατελεύτητη επιβίωση, στη διάρκειά τους, με την προσπάθειά μας να γίνεται πάντα αισθητή, ζωντανή γύρω μας η παρουσία τους.

Ο Πλούταρχος έχει διατυπώσει αυτή την ωραία σκέψη στον παραμυθητικό που έγραψε προς τη γυναίκα του σαν έχασαν το αγαπημένο τους κοριτσάκι, την Τιμοξένα. Οι άνθρωποι, της λέγει, τείνουν από την πρόσκαιρη φύση τους να φεύγουν «το δυσχεραινόμενον», να αποφεύγουν εκείνο που τους στενοχωρεί. Και για τούτο επιδιώκουν και καταφέρνουν να παραμερίζουν την οδύνη για το θάνατο των αγαπημένων τους με τη λήθη. Δεν σου το συμβουλεύω, λέγει στη γυναίκα του ο χαροκαμένος πατέρας, γιατί «φοβούμαι μήπως μαζί με τη θλίψη απαλείψωμε μέσα μας και τη γλυκειά ανάμνηση του κοριτσιού μας» — κι’ αυτό δεν μπορούμε να το επιτρέψωμε ούτε να το παραδεχτούμε. […]

Πολύτιμο το μάθημα για τους πικραμένους. Ας είναι ευλογημένη η θλίψη μας, αφού με τη συμπαράστασή της μπορεί η μνήμη να κρατή ζωντανούς κοντά μας τους αγαπημένους μας νεκρούς.