Πρόσφατη δημοσκόπηση (της Pulse) το αποτύπωσε καθαρά: ο κόσμος εκφράζει πλέον μεγαλύτερη ανησυχία για τα ακριβά τρόφιμα, απ’ ό,τι για την ακρίβεια στο ρεύμα.

Τα ευρήματα του γκάλοπ είχαν δημοσιοποιηθεί μερικά 24ωρα προτού εφαρμοστεί στα σουπερμάρκετ το καλάθι του νοικοκυριού, ωστόσο ήταν γνωστό ότι επίκειται η σχετική κυβερνητική πρωτοβουλία. Μια απόφαση η οποία παρουσιάστηκε και από τον Μητσοτάκη σε μία από τις αντιπαραθέσεις του με τον Τσίπρα στη Βουλή.

Η αλήθεια είναι ότι τότε είχε γίνει κάπως προσεκτικά από τον ίδιο, δεδομένου ότι ο Πρωθυπουργός μιλούσε απλώς για ένα «πείραμα», που αξίζει να δοκιμαστεί. Στη συνέχεια βέβαια, όσο προετοιμαζόταν η υλοποίηση του μέτρου και πλήθαιναν οι δημόσιες αναφορές για το θέμα, οι προσδοκίες καλλιεργήθηκαν τόσο που δημιουργήθηκε περίπου η αίσθηση ότι επιτέλους το «μέσο νοικοκυριό» (σε αυτό απευθύνονταν οι αρμόδιοι) θα έσερνε το καρότσι στους διαδρόμους, αντικρίζοντας πια μια άλλη εικόνα στα ράφια.

Τα αντιπολιτευτικά «όπλα» απασφάλισαν γρήγορα με βολές περί «επικοινωνιακού χειρισμού» του πληθωρισμού και με νέες πιέσεις προς την κυβέρνηση για πιο δραστικά μέτρα στα ταμπελάκια των τιμών, όπως η μείωση ΦΠΑ.

Σχεδόν μια εβδομάδα μετά, η κυβέρνηση επιμένει στο μέτρο, θέλει να δώσει χρόνο για την αξιολόγησή του και αποφασίζει ήδη τις πρώτες διορθώσεις. Με νέα απόφαση, ας πούμε, θα υπάρξει τροποποίηση στη σήμανση, ώστε να είναι πιο εμφανές το καλάθι σε κάθε αλυσίδα. «Διορθώσεις» υπάρχουν όμως, χωρίς επίσημη παραδοχή, και στην επικοινωνία του μέτρου. Το δείχνει όμως η φρασεολογία των γαλάζιων στελεχών, αφού πιο καθαρά πλέον λένε εν ολίγοις ότι το καλάθι δεν λύνει το πρόβλημα και ότι πρωτίστως αφορά τα ευάλωτα νοικοκυριά. Με τα λόγια του κυβερνητικού εκπροσώπου «προφανώς δεν είναι πανάκεια, είναι ένα ακόμη εργαλείο για συγκράτηση των τιμών σε βασικά είδη».

Με διορθώσεις ή χωρίς, το καλάθι έχει πλέον προστεθεί στα στοιχήματα της καθημερινότητας για τους κυβερνητικούς. Απειλεί και αυτό με (πολιτικό) κόστος εφόσον, στον χρόνο που δίνεται από τα κεντρικά ώστε να αποτιμηθεί η αποτελεσματικότητά του, δεν υπάρξει σταθερή οργανωτική και διοικητική μέριμνα ώστε ούτε να απενεργοποιηθεί ούτε να εκφυλιστεί.