«Οσο ο πολιτικός χρόνος συστέλλεται», έλεγε ο Μητσοτάκης σε στελέχη του στην ολοκλήρωση της τριετίας, «τόσο η πολιτική μας ευθύνη διαστέλλεται». Ηταν ένα – ας το πούμε – φροντιστήριο προς τους γαλάζιους για τη σημασία τόσο της προώθησης κυβερνητικού έργου όσο και της συμπεριφοράς τους. Εξάλλου ζητούσε «το προσωπικό παράδειγμα του καθενός» να πηγαίνει δίπλα δίπλα με «τη σεμνότητα της παράταξης».

Τις ίδιες ημέρες έμπειρος αναλυτής μού μετέφερε την εκτίμηση ότι σταδιακά θα γίνεται πιο εμφανές ότι ολόκληρο το πολιτικό σύστημα θα κινείται με το βλέμμα στην εκλογική αναμέτρηση. Αυτή καθορίζει ουσιαστικά – εννοούσε ο ίδιος – ποιες κινήσεις θα έρχονται μπροστά ή ποιες ατζέντες θα κλείνουν, πώς θα γίνεται η διαχείριση μιας κρίσης, πόσο βάρος θα πέφτει σε επικοινωνιακά ή πολιτικά φάουλ.

Και ύστερα ήρθαν οι τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, το «σκάνδαλο Πάτση», αποπομπές, παραιτήσεις. Την αρχική βύθιση της ΝΔ στην εσωστρέφεια, λόγω της υπόθεσης των υποκλοπών, ακολούθησε η ανάκτηση της γαλάζιας αυτοπεποίθησης με τη βοήθεια ασφαλώς των δημοσκοπικών ευρημάτων, αφού πιστοποιούσαν τις αναταράξεις αλλά όχι ανατροπή στους πολιτικούς συσχετισμούς.

Η πρόσφατη υπόθεση των έκνομων ή ασύμβατων με την ιδιότητα του βουλευτή δραστηριοτήτων του Γρεβενιώτη Ανδρέα Πάτση πυροδοτεί την αγωνία, κάνοντας την Κοινοβουλευτική Ομάδα να βράζει ξανά: Ποιους θα πάρει η μπάλα τώρα, πόσο σοβαρές θα είναι οι πολιτικές παρενέργειες; Προφανώς Μαξίμου και Πειραιώς κάνουν τα πάντα για να διαλύσουν το συντομότερο οποιεσδήποτε σκιές στο γαλάζιο σύνθημα «Δίπλα σε κάθε πολίτη».

Φέρνουν με κάθε ευκαιρία σε αντίστιξη τις αντιδράσεις της ΝΔ με εκείνες της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε τέτοιες περιπτώσεις. Με την ελπίδα – κοιτάζοντας σταθερά προς τον εκλογικό ορίζοντα – ότι υποθέσεις σαν αυτές δεν θα εξελιχθούν ως ενιαίος επιταχυντής της κυβερνητικής φθοράς.