Αμέσως μετά ο Αισχύλος επέστρεψε στην Αθήνα, όπου διαγωνίστηκε (το 468 π.Χ.) με τον Σοφοκλή και κατέλαβε τη δεύτερη θέση.

Τον επόμενο χρόνο αναδείχθηκε νικητής με τη Θηβαϊκή Τριλογία (Λάιος, Οιδίπους, Επτά επί Θήβας) και το 458 π.Χ. με την Ορέστεια.

Η διαφωνία του με το αθηναϊκό κοινό, για την οποία γίνεται λόγος σε ένα χωρίο των Βατράχων του Αριστοφάνη, αποτέλεσε κατά πάσαν πιθανότητα την αιτία που οδήγησε τον Αισχύλο στην εκ νέου μετάβασή του στη Σικελία.

Εκεί, στη Γέλα πιο συγκεκριμένα, απεβίωσε το 456/455 π.Χ. ο μέγιστος αυτός τραγικός, από τον οποίον προήλθε μια ολόκληρη γενεαλογική γραμμή με τραγικούς ποιητές (οι δύο γιοι του, Ευαίων και Ευφορίων, ο ανιψιός του Φιλοκλής κ.ά.).

Ο τάφος του κατέστη τόπος προσκυνήματος για τους υπηρέτες της τραγικής τέχνης, ενώ οι Αθηναίοι τίμησαν τη μνήμη του με έναν ιδιαίτερο νόμο, που επέτρεπε, σε όποιον ασφαλώς το επιθυμούσε, να συμμετάσχει στο διαγωνισμό των τραγικών ποιητών με έργα του Αισχύλου.

Οι γνωστοί τίτλοι δραμάτων του Αισχύλου, σύμφωνα με τον κατάλογο που σώζεται στα χειρόγραφα, ανέρχονται σε εβδομήντα εννιά, με το σχετικό άρθρο της Σούδας να κάνει λόγο για ενενήντα δράματα.

Από αυτήν την πλουσιότατη παραγωγή σώθηκαν ολόκληρες μόλις επτά τραγωδίες, ενδεχομένως εκείνες που βρήκαν ασφαλές καταφύγιο στα σχολεία της περιόδου των Αντωνίνων, όταν έφθινε το ενδιαφέρον για την Κλασική Εποχή.

Αισχύλος, το πνεύμα του δικαίου (Μέρος Α’)

Αισχύλος, το πνεύμα του δικαίου (Μέρος Β’)