Συνηθέστατο φαινόμενο στη σημερινή ελληνική κοινωνία, πέραν της διαστρέβλωσης των γεγονότων και της παραχάραξης της ιστορίας, είναι η κακοποίηση του εννοιολογικού περιεχομένου, του σημασιολογικού φορτίου λέξεων με ιδιαίτερη βαρύτητα, που αναφέρονται κατά κόρον στον πολιτικό και δημοσιογραφικό λόγο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σχεδόν μόνιμα αρνητική νοηματοδότηση του όρου «εξουσία», που ταυτίζεται στη συνείδηση των περισσοτέρων με τον αυταρχισμό, την αυθαιρεσία, την παραβίαση θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Πολιτικοί και πολίτες, θύματα των ιδεολογικών αγκυλώσεων και των δογματικών απόψεων από τις οποίες κατατρύχονται, σπεύδουν να εκφράσουν την αντίθεση και την απαρέσκειά τους για την κάθε λογής εξουσία, να ταχθούν απέναντί της, να αυτοπροσδιοριστούν ακόμη και ως αντιεξουσιαστές, αδυνατώντας να αντιληφθούν ότι το πρόβλημα δεν είναι η εξουσία αυτή καθαυτήν, αλλά το ποιόν των φορέων της, των οργάνων της.

Ως παράγωγο του απρόσωπου ρήματος έξεστι (είναι δυνατόν, επιτρέπεται) της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, η «εξουσία» δηλώνει κατ’ αρχήν τη δυνατότητα, το δικαίωμα που έχει κάποιος να ασκεί έλεγχο, να επιβάλλει τη θέλησή του σε άλλους.

Η εν λόγω άσκηση εξουσίας, εφόσον φυσικά λαμβάνει χώρα υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (τα δημοσιευμένα άρθρα μου Εξουσίας το ανάγνωσμα και Αρχή άνδρα δείκνυσι αναφέρονται ακριβώς στα προαπαιτούμενα αυτά), όπως συμβαίνει κατά το μάλλον ή ήττον στις σύγχρονες αστικές δημοκρατίες, αποτελεί συστατικό στοιχείο και θεμέλιο λίθο οποιασδήποτε συντεταγμένης κοινωνίας.

Δυστυχώς, αντί να φροντίσουμε ως κοινωνικό σώμα να αναδείξουμε αξιοκρατικά τους πλέον ικανούς να ασκήσουν εξουσία σε κάθε πεδίο και σε κάθε τομέα, αντί να τους ελέγξουμε στη συνέχεια καλοπροαίρετα και απροκατάληπτα, απορρίπτουμε συλλήβδην την εξουσία και τους φορείς της, ναρκοθετώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το όλο κοινωνικό οικοδόμημα της χώρας.