Κάθε ποιητής «οφείλει», στον εαυτό του κυρίως, ένα ποίημα ή ένα ποιητικό βιβλίο που, ως σύνοψη ή ως επιτομή του ποιητικού του βίου, να αισθάνεσαι πως αντικατοπτρίζει, όσο γίνεται πιο συμπαγές, το πρόσωπό του – το ποιητικό εννοείται.

Και ο Γιάννης Καρατζόγλου με τα αξιομνημόνευτα πέντε προηγούμενα ποιητικά του βιβλία μοιάζει να προετοιμαζόταν για το έκτο, τις «Εγγραφές κλεισίματος». Κυρίως γιατί αν και φαινομενικά περιλαμβάνει τον απολογισμό μιας ζωής όπως την ορίσανε δρόμοι και περιοχές (κυρίως της Θεσσαλονίκης, η Εγνατία, η Ολύμπου, η Διαγώνιος, η Πλατεία Δικαστηρίων, ο Αϊ-Δημήτρης), αλλά και ονόματα φίλων (ο Μάρκος, η Αλίκη, ο Σωκράτης, η Κική, ο Μανώλης, η Μιράντα, η Τίλντα, ο Σάββας), ο «απολογισμός» αυτός αφορά τον οποιονδήποτε έστω κι αν είναι κάτοικος της Μεγαλόπολης ή του Ρεθύμνου, ακόμη κι έναν αλλόγλωσσο που θα διάβαζε τα ποιήματα μεταφρασμένα.

Είναι τόση η αισθηματική περίσσεια των «Εγγραφών κλεισίματος», υποταγμένη όμως σε ένα μέτρο που κάνει το καθετί όσο ξένο ή άγνωστο κι αν σου είναι, να ηχεί οικείο – κάτι περισσότερο: προσωπικά δικό σου -, με αποτέλεσμα όση «αθανασία» ενδέχεται να επιφυλάσσεται σε ένα, χωρίς επιστροφές, αμέσα εκφρασμένο οδυνηρό βίωμα, να αφορά σε μια «ανθρωπογεωγραφία» άλλης τάξεως, ύφης και κυρίως χρόνου. Τελικά «ύδωρ εκ της πέτρας» οι «Εγγραφές κλεισίματος».