Μπροστά στα εφιαλτικά γεγονότα στον Θεσσαλικό κάμπο με κυρίαρχο την απώλεια της ανθρώπινης ζωής, που δεν μπορεί παρά να προκαλεί συντριβή και μπροστά σε δραματικές εικόνες, μαρτυρίες διασωθέντων και εκτιμήσεις ειδικών για την επόμενη μέρα γίνονται ανασχεδιασμοί από την αρχή σε κεντρικό επίπεδο διοίκησης.

Και σωστά, με προτεραιότητα την αποτελεσματική στήριξη των πληγέντων και του τόπου. Σε δεύτερο στάδιο είναι βέβαιο ότι η Πολιτική Προστασία θα αλλάξει. Πιθανότατα θα ανατραπεί η δομή της, θα τροποποιηθούν τα επιχειρησιακά σχέδιά της, θα ανοίξουν οι δίαυλοί της προς τους επιστήμονες.

Θα γεμίσει, φυσικά, ο «κουμπαράς» της. Αρκεί από μόνο του ένας νέος θηριώδης προϋπολογισμός μέσω της δρομολογηθείσας ανακατανομής πόρων;

Το βασικό ερώτημα – αυτό που οι στάχτες και οι λάσπες του φετινού καλοκαιριού ανά την επικράτεια αποδεικνύουν με τον πλέον δραματικό τρόπο – δεν είναι το αν και πόσα έργα θωράκισης θα εξαγγελθούν.

Το ερώτημα είναι το πώς θα γίνονται πλέον στη χώρα αυτά τα έργα.

Αν θα προηγούνται στοχευμένες μελέτες και τι ακριβώς θα λαμβάνουν υπόψη; Αν θα επικρατήσει η ουσιαστική ταχύτητα ή η επικοινωνιακή προχειρότητα;

Οταν ο δημόσιος διάλογος γίνεται γύρω από τη «νέα πραγματικότητα» της κλιματικής κρίσης, είναι αδιανόητο να διαιωνίζονται ξεπερασμένες πρακτικές. Οσο οι λέξεις «προσαρμοστικότητα» και «ανθεκτικότητα» παραμένουν κενές περιεχομένου, τόσο θα μας ξεπερνά η ακραία – πράγματι – ένταση του κάθε φαινομένου.

ΥΓ: Η «δική µου» Φαρκαδόνα ήταν η τεράστια πλίνθινη αποθήκη του παππού Νίκου και της γιαγιάς Γεωργίας. Οχι τόσο το σπίτι που βρισκόταν αντικριστά – αυτό που φιλοξένησε τα παιδικά καλοκαίρια μου και στο οποίο μεγάλωσε η μητέρα μου και τα αδέλφια της προτού σκορπίσουν σε Αθήνα, Λάρισα και Βόλο – όσο ο άλλοτε στάβλος της οικογένειας με τις στέρνες. Εκεί χορτάσαμε παιχνίδι με τα ξαδέλφια. Εκεί πηγαίναμε για εξερευνήσεις. Ηταν ένας χώρος – ανακαινισμένος πια με γερή σκεπή – γεμάτος «θησαυρούς»: αντικείμενα που κουβαλούσαν ιστορίες των παππούδων, αλλόκοτα εργαλεία, αντίκες, παλιά ποδήλατα. Στη «δική μου» Φαρκαδόνα η λάσπη «έσβησε» την αυλή που ένωνε το σπίτι και την αποθήκη, όρμησε στο εσωτερικό του πρώτου, «κατάπιε» τη δεύτερη. Αυτό γίνεται στον κάμπο: χάνονται κομμάτια από το παρόν και από το παρελθόν που δεν φτιάχνονται από την αρχή.