Η πρόσφατη παραίτηση του Γιανίκ Μορέζ, του δεξιού δημάρχου του Σεν Μπρεβίν-λε-Πιν στη δυτική Γαλλία, έπεσε σαν βόμβα στο Παρίσι.

Όχι επειδή άλλαξε κάτι δραματικά στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό, αλλά επειδή αποκάλυψε τη «γύμνια» του και μια βαθιά σήψη, στο φόντο μιας πολυεπίπεδης πλέον κρίσης στη Γαλλία.

Μέχρι να φτάσει στο σημείο να υποβάλει παραίτηση, στα μέσα του μήνα, και να γίνει στα τέλη αυτής της εβδομάδας το επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης -με ακρόαση σε επιτροπή της Γερουσίας και συνάντηση με την πρωθυπουργό Μπορν στο Μέγαρο Ματινιόν- είχαν ήδη μεσολαβήσει πολλά και σοβαρά.

Το Σεν Μπρεβίν-λε-Πιν, μια πόλη περίπου 15.000 κατοίκων, ήταν μια από τις περιοχές που έδωσαν καταφύγιο σε αιτούντες άσυλο μετά τη διάλυση του διαβόητου καταυλισμού της «Ζούγκλας του Καλαί».

Η συνύπαρξη ήταν αρμονική από το 2016. Ο Γιανίκ Μορέζ ανέλαβε δήμαρχος την επόμενη χρονιά.

«Δεν είχαμε ποτέ το παραμικρό πρόβλημα» με τους μετανάστες, τόνισε προ ημερών σε συνέντευξη ο Μορέζ.

Μέχρι που ανακοινώθηκαν σχέδια για τη δημιουργία ενός κέντρου υποδοχής κοντά σε ένα σχολείο.

Εδώ και μήνες ακροδεξιές ομάδες οργάνωναν οργισμένες διαδηλώσεις.

Ο δήμαρχος-γιατρός-οικογενειάρχης άρχισε να δέχεται ευθείες απειλές.

Παρά τις συνεχείς εκκλήσεις του στις γαλλικές αρχές -αστυνομικές και μη- δεν ελήφθησαν ουσιαστικά μέτρα.

Τον περασμένο Μάρτιο, του έκαψαν το σπίτι.

Οι δράστες παραμένουν άγνωστοι. Η έρευνα συνεχίζεται.

Δύο μήνες μετά, αφού είδε και απόειδε, ο Γιανίκ Μορέζ υπέβαλε παραίτηση, με μια επιστολή-κόλαφο, που ξεχείλισε από απογοήτευση για την «έλλειψη υποστήριξης από την πολιτεία».

Σχεδόν σύσσωμη και μεταχρονολογημένα, η πολιτική ηγεσία της Γαλλίας -με μοναδική εξαίρεση τη λεπενική ακροδεξιά- εξέφρασε την υποστήριξή της στον παραιτηθέντα δήμαρχο.

Όμως δεν είναι ο μόνος που τα «βρόντηξε», καταγγέλλοντας το κράτος ότι τους έχει εγκαταλείψει στη μοίρα τους, «βυθιζόμενους» σε έναν κυκεώνα γραφειοκρατίας, τοξικότητας και προβλημάτων…

Δήμαρχοι στο «στόχαστρο»

Σε σύνολο 36.569 κοινοτήτων σε 22 περιφέρειες της ηπειρωτικής Γαλλίας, περίπου 40 δήμαρχοι παραιτούνται κατά μέσο όρο κάθε μήνα την τελευταία τριετία, παραδέχθηκε τις προάλλες ο υπουργός Οικολογικής Μετάβασης και Εδαφικής Συνοχής, Κριστόφ Μπεσί.

«Είχαμε πολλές παραιτήσεις, ορισμένες από τις οποίες σίγουρα συνδέονταν με την COVID-19 και ένα δύσκολο πλαίσιο κατά την ανάληψη καθηκόντων» μετά τις τοπικές εκλογές του 2020, τόνισε απαντώντας σε ερώτηση Γάλλων γερουσιαστών.

Υποστήριξε ωστόσο ότι ο ρυθμός των παραιτήσεων είναι ανάλογος με αυτόν των προηγούμενων ετών.

Η Ένωση Δημάρχων Γαλλίας (AMF) διαφωνεί.

Επιμένει ότι ο αριθμός των παραιτήσεων είναι κατά πολύ  υψηλότερος από ό,τι στο παρελθόν, σχεδόν τριπλάσιος εάν συνυπολογιστούν και οι δημοτικοί σύμβουλοι που έχουν παραιτηθεί μέσα στο ίδιο διάστημα, αισθανόμενοι απροστάτευτοι.

Μια από τις βασικές αιτίες είναι πλέον οι βίαιες επιθέσεις εναντίον τους.

Πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου Sciences Po του Παρισιού και της AMF κατέδειξε ότι η επιθετικότητα σε βάρος των δημάρχων -λεκτική ή μη- αυξήθηκε πέρυσι στο 63%, από 53% που ήταν το 2020 εν μέσω πανδημίας.

Στο «απυρόβλητο» δεν έχουν μείνει ούτε οι δημοτικοί υπάλληλοι.

Σε βάρος τους καταγράφηκαν πέρυσι 1.500 επιθέσεις, σημειώνοντας αύξηση 15% σε ετήσια βάση.

Οι μισές ήταν προσβολές, το 40% απειλές και το 10% «σκόπιμη άσκηση βίας».

«Υπάρχουν άτομα που μερικές φορές δεν συμπεριφέρονται πλέον ως ενήλικες πολίτες, αλλά σαν ιδιότροποι έφηβοι», επισημαίνει στην εφημερίδα Le Figaro ο πρόεδρος της Ένωσης Δημάρχων Γαλλίας, Νταβίντ Λισνάρ.

Το κακό, αναφέρει, παράγινε με την ασυδοσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με αποτέλεσμα να υποδαυλίζονται εντάσεις ακόμη και για ασήμαντη αφορμή.

«Υπάρχει γενική πτώση της εμπιστοσύνης και του σεβασμού προς τους θεσμούς, οτιδήποτε αντιπροσωπεύει μια ιεραρχική εξουσία», παρατηρεί στο France24 o Μπρουνό Κοτρέ, πολιτικός αναλυτής στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας (CNRS).

Σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, υπογράμμισε, «η άποψη των Γάλλων για τους πολιτικούς είναι από τις πιο αρνητικές».

Πολιτικοί… «σάκοι του μποξ»

Το ανησυχητικό φαινόμενο καταγράφεται εν μέσω ενός ολοένα και πιο πολωμένου κοινωνικο-πολιτικού κλίματος στη Γαλλία.

Τελευταία «θρυαλλίδα» αποτελεί η κρίση κόστους ζωής και η επιβολή με το… στανιό της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης από την κυβέρνηση μειοψηφίας του προέδρου Μακρόν, κόντρα στη λαϊκή βούληση και χωρίς την έγκριση της Βουλής.

Κατόπιν εορτής, υπό το βάρος του σάλου που προκάλεσε η παραίτηση Μορέζ, αναγγέλθηκαν νέα κυβερνητικά μέτρα για την «πρόληψη και καταπολέμηση των επιθέσεων σε βάρος εκλεγμένων αξιωματούχων».

Η πρωθυπουργός Ελιζαμπέτ Μπορν δεσμεύτηκε επίσης για καλύτερο συντονισμό σε εθνικό επίπεδο «όλων των δυνάμεων ασφαλείας και των υπηρεσιών του κράτους».

Από τον Ιανουάριο του 2023 είχε τεθεί εν τω μεταξύ σε ισχύ νόμος προς ενίσχυση της προστασίας των δημάρχων με νομικά μέσα.

Όμως στην πράξη τίποτα δεν φάνηκε να λειτουργεί έως τώρα. Ούτε και να αντιμετωπίζεται στην ουσία του ένα πρόβλημα, που άπτεται περισσότερο μιας ευρύτερης αποδιάρθρωσης της γαλλικής κοινωνίας και δεν πρόκειται να λυθεί με επιπλέον μέτρα καταστολής.

Η περίπτωση του Σεν Μπρεβίν-λε-Πιν θεωρείται από τις πλέον χαρακτηριστικές. Κυρίως για το πώς η κυβερνητική πολιτική μπορεί να μετατρέψει τοπικούς αξιωματούχους σε «σάκους του μποξ», καταλήγοντας σε μια έμμεση μετάθεση ευθυνών.

Και δη σε θέματα που θεωρούνται -μικροκομματικά και μη- «καυτή πατάτα», δεδομένης και της καταγεγραμμένης ενίσχυσης της γαλλικής ακροδεξιάς.

Η δημιουργία κέντρων υποδοχής μεταναστών αποτελεί μέρος μιας εθνικής κυβερνητικής πολιτικής που εποπτεύεται από το γραφείο του πρωθυπουργού και τον υπουργό Εσωτερικών, εξηγεί ο Μπρουνό Κοτρέ.

Όμως ο Μορέζ «ένιωσε ότι είχε μείνει μόνος του, όταν προέκυψαν ζητήματα που σχετίζονται με την υποδοχή των αιτούντων άσυλο».

«Αναμφίβολα θα ήθελε η κυβέρνηση να κάνει καλύτερη δουλειά επεεξηγώντας [την πολιτική] και καθοδηγώντας τον στη διαδικασία», παρατηρεί.

Η κυβέρνηση Μακρόν «θα μπορούσε να έχει συνεργαστεί μαζί του».

Όμως, καθώς αυτή λοξοκοιτά όλο και πιο δεξιά, κάτι τέτοιο θα μπορούσε τελικά να έχει για την ίδια πολιτικό κόστος…