Οι τάφοι των προγόνων μας

Έπρεπε να φυλάμε τους νεκρούς μας και τη δύναμή τους, μήπως καμιάν ώρα
οι αντίπαλοί μας τους ξεθάψουν και τους πάρουν μαζί τους. Και, τότε,
χωρίς τη δική τους προστασία, διπλά θα κινδυνεύαμε. Πώς πια θα ζούσαμε
χωρίς τα σπίτια, τα έπιπλά μας, τα χωράφια μας, χωρίς, προπάντων,
τους τάφους των προγόνων μας, πολεμιστών ή σοφών; Ας θυμηθούμε
πώς οι Σπαρτιάτες κλέψανε τα οστά του Ορέστη απ’ την Τεγέα. Θα ’πρεπε
ποτέ οι εχθροί μας να μην ξέρουν πού τους έχουμε θαμμένους. Όμως
πώς θα μπορούσαμε ποτέ να ξέρουμε ποιοι ’ναι οι εχθροί μας
ή πότε κι από πού θα εμφανιστούν; Όχι, λοιπόν, μεγαλόπρεπα μνήματα,
όχι φανταχτερά στολίδια — αυτά κινούν την προσοχή και το φθόνο. Οι νεκροί μας
δεν τα ’χουν διόλου ανάγκη, — ολιγαρκείς, σεμνοί κι αμίλητοι τώρα,
αδιαφορούν για το υδρομέλι, τ’ αναθήματα, τις μάταιες δόξες. Κάλλιο
μια σκέτη πέτρα και μια γλάστρα γεράνια, μυστικό σημάδι,
ή και καθόλου. Σαν πιο σίγουρο ναν τους κρατούμε εντός μας, αν μπορούμε,
κι ακόμη πιο καλά μήτε κι εμείς να μη γνωρίζουμε πού κείνται.
Έτσι που γίνανε τα πράματα στα χρόνια μας —ποιος ξέρει—
μπορεί και οι ίδιοι εμείς ναν τους ξεθάβαμε, ναν τους πετούσαμε μια μέρα.

Λέρος, 20.III.68

Γιάννης Ρίτσος, Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα, εκδόσεις Κέδρος, 1982 (πηγή: greek-language.gr).