«ει δ᾽ έγνωκας ότι άνθρωπος και συ εις και ετέρων τοιώνδε άρχεις, εκείνο πρώτον μάθε ως κύκλος των ανθρωπηίων εστί πρηγμάτων, περιφερόμενος δε ουκ εά αιεί τους αυτούς ευτυχέειν».

«Αν όμως παραδέχεσαι πως άνθρωπος είσαι και συ και ότι τέτοιοι είναι κι αυτοί που κυβερνάς, τούτο πρώτα στοχάσου· πως οι τύχες των ανθρώπων είναι δεμένες σ᾽ έναν τροχό, που όλο γυρίζει και δεν αφήνει πάντα τους ίδιους να ευτυχούν».

Αυτά είπε κατά τον Ηρόδοτο (Ἱστορίαι, 1.207.2) ο Κροίσος ο Λυδός στον Κύρο, το γιο του Καμβύση, το βασιλιά των Περσών, όταν εκείνος ζήτησε κάποτε τη συμβουλή του, πριν λάβει μια κρίσιμη απόφαση.

Τον Ηρόδοτο, και πιο συγκεκριμένα τον «κύκλο των ανθρωπηίων πρηγμάτων», θυμήθηκε ο Μανόλης Ανδρόνικος όταν τον χτύπησε απροειδοποίητα η βαριά αρρώστια, έγραφε ο Δημήτρης Μαρωνίτης στο «Βήμα» έναν περίπου χρόνο μετά το θάνατο του κορυφαίου αρχαιολόγου και διανοουμένου, το Μάρτιο του 1993.

Θυμήθηκε τον τροχό που κατεβάζει τους ευνοημένους απότομα, από τα ψηλά στα χαμηλά.

Και ομολόγησε ότι τούτο είναι και φυσικό και δίκαιο.

Και αποφάσισε να το στοχαστεί βαθιά, με την ευχή να μη θολώσει ο νους του από τον πόνο.

Και το κατόρθωσε, καθώς τις τελευταίες μέρες, ακόμα και με τη φωνή του σακατεμένη, τα γαλανά του μάτια, ανοιχτά, έδειχναν πως η σκέψη του δούλευε συνεχώς, ώσπου κόπηκε μαζί με την ανάσα του.

Η γενναία αυτή στάση του Ανδρόνικου, η στοχαστική αυτή εγρήγορση προ του τέλους, δεν είναι ασφαλώς ίδιον των περισσοτέρων. Αυτοί, εξηγεί ο Μαρωνίτης, απροετοίμαστοι για την οριστική αναχώρηση, ενδίδουν στο φυσικό πανικό ή στη μάταιη ελπίδα της αναβολής του τέλους.

Λίγοι είναι εκείνοι που —προικισμένοι με την αξιοπρέπεια και την ευπρέπεια του στοχαστικού μελλοθανάτου— μελετούν τη ζωή τους, που τη βλέπουν μέρα τη μέρα να αδειάζει, σαν τη βρύση που σταλάζει προτού στερέψει.

Ο Ανδρόνικος, ειδικότερα, κάλεσε δυο-τρεις πραγματικούς φίλους του και αναζήτησε μαζί τους τη δικαιοσύνη του τέλους του που επέκειτο.

Έψαχνε, λέει ο Μαρωνίτης, τη δική του απάντηση στο ερώτημα ενός ποιητή που είχε εμπιστευτεί μια ολόκληρη ζωή:

«Πώς πεθαίνει ένας άντρας; Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον».

Αγωνιώδες το ερώτημα του Γιώργου Σεφέρη, βασανιστικό.

Ωστόσο, ο Ανδρόνικος, με το στοχαστικό λόγο του και τη στοχαστική πράξη του, κατάφερε να δώσει τη δική του, αρκούντως πειστική απάντηση σε αυτό.