Τη Δευτέρα, ο Έντουαρντ Μπασούρι, εκπρόσωπος των αυτονομιστών της «Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ» που δρουν με την υποστήριξη των Ρώσων, εμφανίστηκε σε κανάλι της ρωσικής τηλεόρασης προκαλώντας φόβους για πιθανή χρήση χημικών όπλων στην Ουκρανία.

«Πιστεύω ότι τα ρωσικά στρατεύματα θα πρέπει να στραφούν σε δυνάμεις χημικού πολέμου που θα βρουν κάποιο τρόπο να αναγκάσουν τα ποντίκια να βγουν από τις τρύπες τους», δήλωσε αναφερόμενος στους ουκρανούς στρατιώτες και εθελοντές στη Μαριούπολη.

Χημικά κατά του Τάγματος Αζόφ;

Επί εβδομάδες, οι μαχητές του διαβόητου Τάγματος Αζόφ κρύβονται σε έναν υπόγειο λαβύρινθο εντός της πολιορκούμενης πόλης του νότου, κάτω από ένα γιγαντιαίο εργοστάσιο μεταλλουργίας, απωθώντας δεκάδες ρωσικές επιθέσεις. Με τον τρόπο αυτό, καθυστερούν τα σχέδια της Ρωσίας να δημιουργήσει μια χερσαία γέφυρα μεταξύ των περιοχών που ελέγχονται από τους αυτονομιστές στα ανατολικά της Ουκρανίας και της προσαρτημένης στη Ρωσία Κριμαίας.

Οι υπόγειοι διάδρομοι είναι εξαιρετικά ευάλωτοι στη χρήση χημικών όπλων, τα οποία δεν είναι ιδιαιτέρως δραστικά σε υπέργεια πεδία μάχης, καθώς οι ένοπλες δυνάμεις συνήθως διαθέτουν προστατευτικό εξοπλισμό.

Οι δηλώσεις του Μπασούριν ήρθαν έπειτα από σχόλια του ηγέτη του Αζόφ, Άντρι Μπιλέτσκι, που ισχυρίστηκε τη Δευτέρα ότι ρωσικό μη επανδρωμένο αεροσκάφος είχε ψεκάσει χημικό αέριο πάνω από τις θέσεις του τάγματος.

«Όσον αφορά την πρακτική διάσταση της επίθεσης, δεν ήταν μεγάλη. Τρία άτομα έχουν εκδηλώσει συμπτώματα δηλητηρίασης από χημικά, χωρίς όμως καταστροφικές συνέπειες», δήλωσε ο Μπιλέτσκι σε βίντεο που ανάρτησε στο Telegram.

Σύμφωνα με ειδικό με έδρα τη Μόσχα, η Ρωσία μπορεί να χρησιμοποιήσει «μη φονικές ειδικές ουσίες» για να υποτάξει τους ουκρανούς στρατιώτες.

Όχι χημικά, αλλά… ειδικές ουσίες

«Υπάρχουν χημικά όπλα, όμως υπάρχουν επίσης και οι αποκαλούμενες μη φονικές ειδικές ουσίες, στις οποίες αναφερόταν ο Μπασούριν», υποστήριξε μιλώντας στη φιλοκυβερνητική ρωσική ιστοσελίδα Gazeta.ru ο Ιγκόρ Νικούλιν.

Ανέφερε ότι τέτοιου είδους ουσίες είχαν χρησιμοποιηθεί στην κρίση ομήρων του 2002 στη Μόσχα, όταν οι ρωσικές ειδικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν κάποιο αέριο σε δεκάδες τσετσένους μαχητές που είχαν καταλάβει ένα θέατρο με εκατοντάδες θεατές. Το περιστατικό κατέληξε με το θάνατο περισσότερων από 100 ανθρώπων.

«Το έθνος μας δύσκολα θα χρησιμοποιούσε χημικά όπλα, ακόμη και αν μας έχουν απομείνει ορισμένα. Όμως οι ειδικές ουσίες είναι πιθανό να χρησιμοποιηθούν», δήλωσε ο Νικούλιν, που γενικώς έχει εκφράσει αμφιλεγόμενες απόψεις.

Ανήκοντας στη Συνθήκη για τα Χημικά Όπλα, η Ρωσία έχει ισχυριστεί ότι έχει καταστρέψει όλα τα χημικά όπλα που είχε στο οπλοστάσιό της.

Η Ρωσία ποτέ δεν αποκάλυψε τη φόρμουλα του παράγοντα που αναισθητοποίησε τους τσετσένους μαχητές και τους θεατές του θεάτρου. Δημοσιεύματα σε ανεξάρτητα ΜΜΕ υποστήριξαν ότι τα περισσότερα θύματα σκοτώθηκαν εξαιτίας της ουσίας.

Δυτικοί πανεπιστημιακοί υποστήριξαν αργότερα ότι το αέριο ήταν ένα μείγμα δυο αναισθητικών παράγωγων του οπίου – της καρφεντανύλης, μιας ισχυρής ουσίας που χρησιμοποιείται ως αναισθητικό μεγάλων ζώων και της ρεμιφαιντανύλης, ενός ισχυρού παυσίπονου με παρόμοια χαρακτηριστικά με τη μορφίνη.

«Αντιμετωπίζουμε τις δηλώσεις με απόλυτη σοβαρότητα»

Λίγες ώρες μετά τις δηλώσεις του Μπασούριν, ο ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι παρότρυνε τα κράτη της Δύσης να επιβάλουν σκληρότερες κυρώσεις στη Μόσχα.

«Ένα από τα φερέφωνα των κατακτητών δήλωσε ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν χημικά όπλα ενάντια στους υπερασπιστές της Μαριούπολης. «Αντιμετωπίζουμε τις δηλώσεις με πλήρη σοβαρότητα».

Το Πεντάγωνο, απαντώντας στον Ζελένσκι, δήλωσε ότι αν επιβεβαιωθούν, οι καταγγελίες είναι «εξαιρετικά ανησυχητικές».

Οι κυρώσεις που επιβάλλουν οι ΗΠΑ σε κράτη που χρησιμοποιούν χημικά όπλα, μπορούν να περιλαμβάνουν το «φρένο» στην αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας και οικονομικής στήριξης και απαγορεύσεις στις πωλήσεις όπλων, τις εξαγωγές αγαθών δυνητικά επικίνδυνων για την ασφάλεια, τα τραπεζικά δάνεια, αλλά και τον περιορισμό των εισαγωγών και την αναστολή διπλωματικών δεσμών.

Τα σχόλια του Πενταγώνου

Το Πεντάγωνο ανέφερε ότι έχουν υπάρξει προγενέστερες αναφορές για την πιθανή χρήση από τη Μόσχα «παραγόντων ελέγχου εξεγέρσεων, όπως μείγματα δακρυγόνων με χημικούς παράγοντες», όμως πρόσθεσε ότι δεν κατάφερε να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς, δεδομένων των προηγούμενων διαδικαστικών προβλημάτων στην προσπάθεια αποστολής δείγματος από την ισοπεδωμένη Μαριούπολη για έλεγχο σε δυτικό εργαστήριο.

Η Μόσχα έχει διαψεύσει τους ισχυρισμούς της Δύσης για πιθανή χρήση χημικών στην Ουκρανία ως μέρος της «λασπολογίας» κατά της Ρωσίας.

Τα χημικά όπλα χρησιμοποιούν τοξικούς παράγοντες, όπως το αέριο χλώριο, το αέριο μουστάρδας και το Σαρίν, οι οποίοι δηλητηριάζουν ή σκοτώνουν τους ανθρώπους που εκτίθενται σε αυτούς μέσα σε λίγα λεπτά. Η ανίχνευσή τους είναι εξαιρετικά δύσκολη, επειδή οι ειδικοί χρειάζονται δείγματα που να περιλαμβάνουν την ουσία, όπως ιζήματα ή εξετάσεις αίματος και ούρων των θυμάτων ή την πολύ ακριβή διαδικασία της φασματογραφίας ή χρωματογραφίας.

Αέρια όπως το χλώριο εξανεμίζονται χωρίς να αφήνουν πίσω τους ίχνη, μετατρέποντας την απόδειξη μιας επίθεσης σε άθλο.

Η Βρετανία αντέδρασε επίσης στα δημοσιεύματα, με τον υπουργό ενόπλων δυνάμεων να απειλεί με κυρώσεις τον ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν.

«Υπάρχουν ορισμένα πράγματα που είναι εκτός συζήτησης και η χρήση χημικών όπλων θα προκαλέσει αντιδράσεις», δήλωσε ο Τζέιμς Χίπι, υπουργός ενόπλων δυνάμεων, στο Sky News, προσθέτοντας ότι σε μια τέτοια περίπτωση «όλα τα ενδεχόμενα είναι στο τραπέζι».

Το σκοτεινό παρελθόν της Ρωσίας στη χρήση χημικών

Αν και τα χημικά όπλα απαγορεύτηκαν το 1972, η Ρωσία έχει κατηγορηθεί ότι τα χρησιμοποιεί στη διάρκεια των τελευταίων ετών.

Σε μια απόπειρα δολοφονίας του αρχηγού της αντιπολίτευσης, Αλεξέι Ναβάλνι, ρώσοι πράκτορες φέρονται να προκάλεσαν τη δηλητηρίασή του το 2020 με τον νευροτοξικό παράγοντα Novichok, σύμφωνα με εργαστηριακές εξετάσεις τριών δυτικών κρατών.

Η τοξίνη που είχε αναπτυχθεί από τη Σοβιετική Ένωση, και η οποία ανιχνεύθηκε στο Ναβάλνι, προέρχεται από την ίδια «οικογένεια» χημικών όπλων που είχαν χρησιμοποιηθεί το 2018 στη Βρετανία για τη δολοφονία του αξιωματικού των μυστικών υπηρεσιών Σεργκέι Σκρίπαλ, που είχε αυτομολήσει, και της κόρης του Γιούλια. Επέζησαν της επίθεσης, όμως χρειάστηκε να νοσηλευτούν επί εβδομάδες έπειτα από το περιστατικό, το οποίο επίσης αποδόθηκε στη Ρωσία.

Η καθημερινή εφημερίδα Novaya Gazeta, η οποία τηρεί κριτική στάση απέναντι στο Κρεμλίνο και εσχάτως ανέστειλε την κυκλοφορία της μετά τη νέα ρωσική νομοθεσία φίμωσης του Τύπου, ισχυρίστηκε ότι το Novichok είχε χρησιμοποιηθεί και το 2003, για τη δολοφονία του αναπληρωτή διευθυντή της, Γιούρι Στσεκοτσίχιν, ο οποίος ήταν επικεφαλής ερευνών για τη διαφθορά μεταξύ κορυφαίων ρώσων αξιωματούχων.

Το 2017, οι ΗΠΑ κατηγόρησαν τη Ρωσία για τη δημιουργία μιας «εκστρατείας παραπληροφόρησης» με στόχο την κάλυψη της χρήσης του αερίου Σαρίν εκ μέρους του σύρου προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ εις βάρος ανταρτών που απειλούσαν μια αεροπορική βάση.

Ο Λευκός Οίκος δήλωσε ότι οι εκθέσεις των μυστικών υπηρεσιών, αλλά και «αμέτρητα» στοιχεία καταδεικνύουν ότι η επίθεση πραγματοποιήθηκε στην πόλη Γούτα, τον Απρίλιο του 2017.

Πηγή: Al Jazeera