Δεν υπάρχει υπόδειγμα δημοσιογραφίας στο οποίο οι ερωτήσεις ξεκινούν με προειλημμένη απόφα(ν)ση. Το ερώτημα «Πότε επιτέλους θα σταματήσετε να λέτε ψέματα;» προϋποθέτει ότι ο ερωτώμενος λέει ψέματα. Αρα εγκαλείται, δεν ερωτάται. Οσες σοφιστείες και αν επιστρατεύθηκαν τις προηγούμενες ημέρες δεν μπορούν να νομιμοποιήσουν το δόγμα «ερώτηση να είναι κι ό,τι να ‘ναι», που επιβιώνει όπου επικρατούν η έλλειψη στοιχειοθέτησης, η ακυριολεξία και ο εντυπωσιασμός. Αν ο Δημήτρης Παπαδημούλης ανακάλυψε εδώ την κοίτη της δημοσιογραφικής πεμπτουσίας, τα νερά είναι στερεμένα.

  •  Κανένας δεν θα απαγόρευε την ερώτηση «Επιχειρεί η Ελλάδα pushbacks, με αφορμή πρόσφατες καταγγελίες και δημοσιεύματα;». Αλλά αυτή προδίδει όντως μια διαφορετική κουλτούρα. Την κουλτούρα που επιμένει στην αναζήτηση και απορρίπτει τους ακκισμούς, την επιδειξιμανία, τον ναρκισσισμό και τη δημοσιογραφία που γίνεται η ίδια είδωλο της είδησης.
  • Κανένας δεν θα απέρριπτε τη μεγάλη συζήτηση για τη συνοριακή πολιτική της Ελλάδας και της Ευρώπης. Οι συνθήκες στην Τουρκία και εσχάτως στην Πολωνία το επιβάλλουν. Δείχνουν όμως τις δυνατότητες και τα όρια αντοχής όποιου υφίσταται την εργαλειοποίηση των προσφύγων. Εκτός εάν οι Ερντογάν και Λουκασένκο είναι απολυταρχικοί όλον τον προηγούμενο χρόνο και περνούν στο απυρόβλητο κάθε φορά που αυξάνονται οι διελεύσεις των ανεστίων ή μια ξένη δημοσιογράφος επιτίθεται σε κεντροδεξιό πρωθυπουργό.
  • Στη μαχητική προσφυγολογία που επέδειξε η Ινγκεμπορχ Μπέχελ δεν εντοπίζεται ουσιαστικός ουμανιστικός λόγος. Τα ψέματα, η προσβολή νοημοσύνης (της ίδιας), οι βάρβαροι, οι Βρυξέλλες, οι ευθύνες, η μοναξιά της Ελλάδας. Αλήθεια, πού βρίσκονταν οι άνθρωποι σε αυτή την τοποθέτηση; Πού χάθηκε ο ρευστός Αλλος της εποχής μας, που περνάει από ρευστά σύνορα και καταλήγει σε ρευστό τόπο; Ακόμη και μέσω μιας ερώτησης ο δημοσιογράφος αυτοβιογραφείται. Ο στόχος δεν ήταν η κατάργηση των εμποδίων αλλά η υπόδειξή τους προς άγρα θεατών.
  • Ακόμη και αν δεν υπήρχε η ερώτηση της Μπέχελ, θα την είχαν εφεύρει οι εγχώριοι τοξικογράφοι των πληκτρολογίων. Φυσικά και το υπόδειγμά της προϋπήρχε στο ελληνικό οικοσύστημα. Δεν είναι η πρώτη φορά που η αυτόκλητη «ερευνητική δημοσιογραφία» ξεκινάει καμπάνια από ένα tweet, ένα «τσιμέντωμα» ή την αυτοψία ξένων δημοσιογράφων. Ούτε η πρώτη που οι ανέστιες μοιρολογίστρες των social media δερνοκοπιούνται γιατί δεν βρέθηκαν στη θέση της Μπέχελ, να διαφημίσουν για άλλη μια φορά τη σιροπιασμένη ευαισθησία τους για το μακρινό Κακό. Αυτή τη φορά βρέθηκε ένα καλύτερο άβαταρ για να δώσει παράσταση. Το υπόδειγμα δημοσιογραφίας που ανακάλυψε ο Δ. Παπαδημούλης ταιριάζει γάντι σε ένα άλλο. Τότε που μια διαφορετική εξουσία περιέγραφε τα πρωτοσέλιδα εφημερίδων με όρους «πολιτικού bullying» (Αλέξης Τσίπρας στη Βουλή, 17 Ιανουαρίου 2017). Και πιο πριν είχαν ακουστεί εκφράσεις για «δεκανίκι του συστήματος», «εξωνημένους δημοσιογράφους», «υπηρέτες του Σόιμπλε», «υποτακτικούς των σαμαροβενιζέλων». Ηταν τότε που στο δημοσιογραφικό τοπίο κυριαρχούσε το βαριετέ των πολύχρωμων ντοκουμέντων.
  • Αν επιθυμούμε όντως μια αλλαγή δημοσιογραφικού παραδείγματος, θα πρέπει να ενισχύσουμε τις βάσεις μιας «κουλτούρας της αποστολής» (calling), όπως την αποκαλούν οι Αμερικανοί. Μια δημοσιογραφία που ξεκινάει από την αρχή της επιθυμίας για να αναμετρηθεί με την αρχή της πραγματικότητας. Που αμφισβητεί τις δικές της βεβαιότητες πριν καταγράψει τις αλήθειες και ξορκίζει τον εντυπωσιασμό από τον τίτλο ως το ερωτηματικό.